Να στοχοποιείς συγκεκριμένες κοινωνικές ή ενθολογικές ομάδες και να τους αφαιρείς, κομματάκι κομματάκι, μέρος από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους, μετατρέποντάς τους σε όντα δεύτερης κατηγορίας, με δικαιώματα δεύτερης κατηγορίας, είναι από εκείνα που μια φασίζουσα πολιτική τα ’χει ψηλά στην ατζέντα της. Κοντά σε τούτο, έρχεται και η εμφαντικότητα του διαχωρισμού τους από τους κανονικούς, αυτούς που δικαιούνται την ανθρωπινότητα στην ολότητά της, καθώς και η καλλιέργεια των πιο ποταπών συναισθημάτων: η αναμόχλευση του μίσους απέναντι στον Άλλον, τον κατώτερο, η παρουσίασή του ως απειλή διαρκείας της ζωής ή του πολιτισμού των κανονικών, είναι επίσης σημαντικό κομμάτι των φασιστικών πολιτικών. Και μετά, ως φυσικό επόμενο, έρχονται ο νόμος και η τάξη. Διότι στον φασιστικό ενοποιητικό μύθο, στο “εμείς” συγκαταλέγονται οι πολιτισμένοι νομοταγείς, οι δε Άλλοι είναι, σε κάθε περίπτωση, εγκληματίες, το συνηθέστερο στυγεροί.
Στο φασιστικό ιδεολόγημα περίοπτη θέση κατέχει, φυσικά, η πατριαρχία: ο πατέρας – αφέντης δεν είναι παρά το σύμβολο του ηγέτη, ο οποίος, στην κορυφή της ιεραρχίας, συμπυκνώνει κάθε αξία. Η οικογένεια, ως δίκτυο, αντικατοπτρίζει την πρέπουσα κοινωνική δομή, όπου οι γυναίκες έχουν τον δευτερεύοντα ρόλο της εκκολαπτικής μηχανής.
Τα φασιστικά – ρατσιστικά στερεότυπα αναπαράγονται διαρκώς, με πρόσχημα τη διατήρηση των προνομίων της ομάδας του “εμείς”. Από εκείνους, όμως, τους πολιτικούς οι οποίοι, με ευκολία αλλάζουν το περιεχόμενο της έννοιας του Άλλου. Σήμερα, έτσι, σ’ αυτήν μπορεί να τοποθετεί τον πρόσφυγα ή τον μετανάστη, αύριο τον φτωχό ή τον αντιδρώντα στο σύστημα. Στον ναζισμό, ας πούμε, το μίσος του Χίτλερ για τα συνδικάτα (“το οικονομικό όπλο του μαρξισμού που χρησιμοποιούν οι διεθνείς Εβραίοι για να καταστρέψουν τη βάση των ελεύθερων και ανεξάρτητων στρατών”, Mein Kampf) δίνει τον τόνο και την ιδεολογική γραμμή.
Η καπιταλιστική συνθήκη της εποχής μας, όπως διαφαίνεται από την ανά τον κόσμο περιστολή των εργασιακών και άλλων δικαιωμάτων, ευνοεί, περισσότερο από άλλες εποχές, τις κρυπτοφασιστικές πολιτικές. Από τα φαινόμενα Τραμπ – Όρμπαν ως λιγότερο ακραίες περιπτώσεις, τύπου Τζόνσον ή Μακρόν, το κατασταλτικό κράτος είναι εδώ. Οι οικονομικές ανισότητες απειλούν ευθέως την -όποια- δημοκρατικότητα των θεσμών της αστικής δημοκρατίας, οι οποίοι μάλιστα αναμορφώνονται επί τα χείρω.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι Βορίδειες απόψεις για την απόκτηση Ιθαγένειας δεν μπορεί παρά να είναι ως ανωτέρω: διχαστικές, στη γραμμή Εμείς – Άλλοι, διανθισμένες με μύθους εθνικού ιστορικού μεγαλείου. Προεκτείνοντας δε το Εμείς – Άλλοι στο δίπολο Αριστερά – Δεξιά, η απανθρωποποίηση μέρους του λαού που εκπροσωπεί γίνεται προφανής. Η δε ιδιοκτησιακή σχέση με τις καρέκλες των υπουργείων όπου χρημάτισε, δικαιολογείται: του ανήκουν διότι μόνον αυτός και οι συν αυτώ το αξίζουν. Χρησιμοποιεί έτσι, την ιστοσελίδα του ΥΠΕΣ για προσωπική προβολή ανερυθρίαστα.
Αλλά και οι λοιπές πολιτικές της ακροφιλελεύθερης κυβέρνησης είναι σε παρόμοια γραμμή. Η Χατζηδάκειος φιλοσοφία, ας πούμε, στα εργασιακά, με τη νέα δουλοκτητική σχέση που επιβάλλει στους εργαζόμενους ή η Χρυσοχοϊδειος, με την καταστολή και το, σύμφωνα με καταγγελία, ανελέητο ξύλο για να εμπεδωθεί η κατασκευή του “μετανάστη – φονιά”, ή η επιχειρούμενη ιδεολογική αντιμεταρρύθμιση αναφορικά με τη μητρότητα και τις έμφυλες σχέσεις, ένα πράγμα φέρνουν στο νου: τη ρήση του Μαξ Χορκχάιμερ “…όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει επίσης να μιλάει και για τον φασισμό…”. Και κρούει τον κώδωνα, πως ίσως το Άουσβιτς δεν ήταν μια κατάσταση παρεκτροπής αλλά μια φυσική συνέπεια του καπιταλιστικού πολιτισμού.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: Independent News