Στη μνήμη του Άγγελου Ελεφάντη.
Προσφέροντας απόλυτα εξειδικευμένες γνώσεις στους κληρονομικά ευνοημένους από ένα ανώτερο μορφωτικά οικογενειακό περιβάλλον και άμεσα αλλά εφήμερα καταναλώσιμες γνώσεις από την αγορά εργασίας στους άτυχους της ζωής, οι «εκσυγχρονιστικές» πολιτικές στον χώρο της Παιδείας επιδιώκουν διεθνώς να τοποθετήσουν το σύνολο της κοινωνίας μακριά από το αγαθό της γενικής παιδείας.
Τα κρίσιμα χρόνια του Λυκείου ο έφηβος ωριμάζει ηλικιακά, σωρεύει γνώσεις, διαμορφώνει δεξιότητες και ενδιαφέροντα. Τότε και μόνο τότε, το αγαθό της γενικής παιδείας μπορεί να γίνει ο ώριμος καρπός μιας μακράς μαθητείας, άσκησης και προσωπικής αντίληψης ανεξάρτητα από τη μελλοντική επαγγελματική επιλογή. Επομένως, κυρίως οι σχεδιασμοί ενός Λυκείου με μικρό αριθμό μαθημάτων, υψηλή εξειδίκευση και εξαιρετικά περιορισμένου μορφωτικού εύρους επιλογές των μαθητών εξοστρακίζουν από αυτό τη γενική παιδεία.
Προφανώς οι μαθητές και οι μαθήτριες που θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν ένα τέτοιο απαιτητικό σχολείο είναι λίγοι, ενώ όσοι και όσες αποτύχουν στη σχετική προσπάθεια αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία. Σύμφωνα με τη θεωρία του Μπουρντιέ περί πολιτισμικού κεφαλαίου, η ταξική διαφορά δεν οφείλεται μόνο στην άνιση κατοχή οικονομικών και κοινωνικών προνομίων, αλλά και στη διαφορά πολιτισμικού κεφαλαίου, το οποίο περιέχει γνώσεις και δεξιότητες που αποκτούν τα παιδιά μέσω μιας μορφής ωσμωτικής διαδικασίας, ζώντας μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον τα άτομα του οποίου εμπλέκονται σε διάφορες πολιτισμικές ασχολίες και δραστηριότητες ανάλογες με την κουλτούρα που διδάσκει το σχολείο.
Ο ρόλος της οικογένειας, έτσι όπως διαμορφώνονται η δομή της και οι αντιλήψεις της σε σχέση με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει, ενδυναμώνει ή αποδυναμώνει την πορεία ενός νέου προς τη μόρφωση.
Τόσο οι προοδευτικοί διανοούμενοι όσο και η πλειονότητα της κοινωνίας ήταν επί πολλές δεκαετίες βαθιά πεπεισμένοι ότι, όταν οι «διανοητικά ικανότεροι» προχωρούν χωρίς οικονομικά εμπόδια προς τις ανώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες με κριτήριο την επιτυχή συμμετοχή τους σε αδιάβλητες εξετάσεις, ενώ οι «λιγότερο ικανοί» καθώς και εκείνοι που έχουν «χειρωνακτικές ικανότητες» στρέφονται προς τα τεχνικά σχολεία, τότε βασιλεύουν η κοινωνική δικαιοσύνη και η αξιοκρατία. Έρευνες σε διεθνές, αλλά και σε ελληνικό επίπεδο, απέδειξαν τον εσφαλμένο χαρακτήρα ενός τέτοιου ισχυρισμού.
Ο Μπουρντιέ, υπογραμμίζοντας την ιδεολογική λειτουργία που εκπληρώνει σε ορισμένες περιστάσεις η προσφυγή στην ιδέα της ανισότητας των φυσικών χαρισμάτων ως εργαλείου εξήγησης της σχολικής επιτυχίας, αναρωτιέται γιατί οι τυχαιότητες της γενετικής να μην κατανέμουν εξίσου τα άνισα αυτά χαρίσματα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις (P. Bourdieu & J.-Cl. Passeron, σ. 139).
Το σχολείο των ολίγων αφήνει για τους υπόλοιπους τις μεσαίες τεχνικές ικανότητες-«αυτές τις οποίες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι έχουν μια ζωή δέκα ετών καθόσον το πνευματικό κεφάλαιο υποτιμάται κατά 7% ετησίως, ενώ ταυτόχρονα η υποτίμηση αυτή συνοδεύεται από αντίστοιχη ελάττωση της χειρωνακτικής εργασίας». Πρόκειται για «απορριπτέες γνώσεις» —εξίσου απορριπτέες με τους ανθρώπους που προσωρινά είναι οι φορείς τους— «στο βαθμό που, βασιζόμενες σε δεξιότητες ρουτίνας και προσαρμοσμένες σε ένα συγκεκριμένο τεχνολογικό πλαίσιο, παύουν να είναι λειτουργικές μόλις το πλαίσιο το ίδιο θα έχει ξεπεραστεί». (Ζαν-Κλωντ Μισεά, σ. 39) Ας θυμηθούμε το επάγγελμα του διατρητή/τριας καρτών ηλεκτρονικών υπολογιστών, το οποίο απαιτούσε μια ορισμένη κατάρτιση επιπέδου ΙΕΚ και το οποίο προσείλκυσε μεγάλο αριθμό νέων αποφοίτων Λυκείου εκείνης της εποχής. Μετά την πάροδο μιας δεκαετίας το συγκεκριμένο επάγγελμα έσβησε και οι κάτοχοι αυτής της δεξιότητας έπρεπε να καλλιεργήσουν με άλλο τρόπο την απασχολησιμότητά τους.
Ζούμε στην εποχή του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού». Στην εποχή «που οι τεράστιες πολυεθνικές και οι φιλικές τους πολιτικές εξουσίες έχουν επιβάλλει παγκοσμίως το βασίλειό τους παντού: στην τεχνολογία, την παραγωγή, τις συμπεριφορές, τις ιδεολογίες, με σύνθημα την προσαρμογή στις ανάγκες της εποχής». (Άγγελος Ελεφάντης, σ. 104)
Τα χαρακτηριστικά αυτής της κατάστασης στην εκπαίδευση οφείλονται σε πολλούς λόγους. Οι βασικότεροι, θα μπορούσαν να είναι οι εξής: α) Η μόρφωση επαγγελματοποιείται, β) η εκπαίδευση παίρνει έναν χαρακτήρα μύησης εξ απαλών ονύχων στον καταναλωτισμό, γ) διά της παραχαράξεως του συνθήματος του Μάη του ’68 «απαγορεύεται το απαγορεύειν», οι νεοφιλελεύθεροι μεταμορφώθηκαν σε ένθερμους ιδεολόγους της ελευθερίας των επιλογών, που οδηγεί στην απόσυρση του κράτους από τις ευθύνες του σε ευαίσθητους κοινωνικά τομείς, όπως η υγεία και η παιδεία, δ) έχουν καμφθεί οι ιδεολογικές και συνδικαλιστικές αντιστάσεις. (Άγγελος Ελεφάντης, σ. 107)
Κατά τον Άγγελο Ελεφάντη, η γενική παιδεία «[…] Είναι το κοινό ταμείο του πολιτισμού μας από το οποίο ο οιοσδήποτε πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκταμιεύει τα αγαθά της αποθησαυρισμένης ευαισθησίας και της συσσωρευμένης γνώσης». (Α. Ελεφάντης, Αυγή, 13.10.2006).
Αυτήν τη γενική παιδεία το Λύκειο οφείλει να σεβαστεί και να καλλιεργήσει ως την κύρια αποστολή του, γιατί ποτέ ξανά, συντεταγμένα και μεθοδικά, δεν θα δοθεί η δυνατότητα στον άνθρωπο να κατακτήσει αυτό το αγαθό.
«[…] Σκοπός της Μέσης Εκπαίδευσης δεν είναι να διαμορφώσει φυσικούς, βιολόγους, μαθηματικούς, γλωσσολόγους, ιστορικούς, μουσικούς, λογοτέχνες κ.λπ. Σκοπός της είναι οι απόφοιτοι του λυκείου να εγκολπωθούν στοιχεία της αποθησαυρισμένης γνώσης και ευαισθησίας ώστε οι μαθητές να κατανοούν το σώμα τους, να επικοινωνούν με τις τέχνες, να γνωρίζουν την ιστορία της χώρας τους και του κόσμου, να εγκολπωθούν βασικές έννοιες μαθηματικών, φυσικής, χημείας, να τους ανοίγεται με δυο λόγια ο κόσμος της κοινωνικής, της φυσικής και της καλλιτεχνικής πραγματικότητας.» (Α. Ελεφάντης, Αυγή, 13.10.2006).
Οι κατευθύνσεις, οι δέσμες, ο διαχωρισμός πρακτικού και κλασικού αποτελούν εχθρούς της γενικής παιδείας και συμβάλλουν εκ των πραγμάτων στην υποτίμηση εκείνου ή του άλλου μαθήματος, οδηγώντας τους μαθητές σε έναν πρωτόγονο γνωστικό ρατσισμό. Η ελεύθερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα απελευθέρωνε το Λύκειο, τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς από τα πολύμορφα βάρη αυτού του καθεστώτος, αλλά και θα έδινε τον απαιτούμενο εκπαιδευτικό χώρο για την ανάπτυξη του αγαθού της γενικής παιδείας.
Στον σύγχρονο κόσμο, στον οποίο η οικονομία υπαγορεύει ακόμη και την εκπαιδευτική πολιτική κάθε κρατικής υπόστασης ώστε να εξυπηρετούνται με άνεση οι ανάγκες του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η Αριστερά, διαμορφώνοντας κοινωνικές, πολιτικές και διεθνείς συμμαχίες, οφείλει να αντιτάξει το δικό της εκπαιδευτικό όραμα, δηλαδή ένα σχολείο της γενικής παιδείας, ως εργαλείο κοινωνικής και ατομικής απελευθέρωσης
Βιβλιογραφικές αναφορές
P. Bourdieu & J.-Cl. Passeron, Οι κληρονόμοι, μτφρ. Ν. Παναγιωτόπουλος, Μ. Βιδάλη, Καρδαμίτσας, 1996
Άγγελος Ελεφάντης, Tα λύκεια ως αυτόνοµη εκπαιδευτική βαθµίδα, Αυγή, 13/10/2006
Ζαν-Κλωντ Μισεά, Η εκπαίδευση της αμάθειας και οι σύγχρονες συνθήκες της, μτφρ. Άγγελος Ελεφάντης, Βιβλιόραμα, 2002· και στο ίδιο Α. Ελεφάντης, «Επίμετρο του μεταφραστή»
* Η εικόνα είναι προσχέδιο του Ζάφου Ξαγοράρη για το έργο του Λοξή τάξη (2015).
* Ο Γιώργος Κ. Μπουγελέκας είναι εκπαιδευτικός, μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ.