Οι εξελίξεις σχετικά με την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης είναι συνεχείς και μάλιστα εντεινόμενες σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής, κοινωνικής και επιστημονικής δράσης. Σχετικά με την τελευταία, παρατηρούμε πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων για πολλές πλευρές της κλιματικής κρίσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν αυτές που αναφέρονται στην αυξανόμενη κρατική (και όχι μόνο) χρηματοδότηση των επενδύσεων που σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα. Μεταξύ αυτών των δημοσιεύσεων είναι και η πρόσφατη μελέτη πολλών ινστιτούτων μαζί με τον ΟΗΕ (The Production Gap, 2019). Σε αυτήν επισημαίνεται, κατά βάση, η μεγάλη απόκλιση μεταξύ αφενός των σχεδίων των κυβερνήσεων των μεγάλων, ιδίως, κρατών για την παραγωγή ορυκτών καυσίμων και αφετέρου των επιπέδων παραγωγής που να είναι συμβατά με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού. Ειδικότερα, οι κυβερνήσεις των μεγάλων κρατών (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Γερμανία, Μ. Βρετανία κλπ) σχεδιάζουν να παράξουν περίπου 50% περισσότερα ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2030 σε σχέση με όσα θα ήταν σε συνάφεια και αρμονία με τους στόχους της παραπάνω Συμφωνίας.
Σχέδια και πρακτικές
Συγκεκριμένα, η σχεδιαζόμενη μέχρι το 2030 παραγωγή άνθρακα θα είναι 150% μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή που θα ήταν συμβατή με τη Συμφωνία του Παρισιού, ενώ η σχεδιαζόμενη μέχρι το 2040 παραγωγή πετρελαίου θα είναι 43% και η αντίστοιχη φυσικού αερίου θα είναι 47% μεγαλύτερες σε σχέση με αυτές που θα ήταν συμβατές με την ως άνω Συμφωνία. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα κράτη ενώ σχεδιάζουν, στο πεδίο των διακηρύξεων, τη μείωση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων στην πράξη κάνουν το αντίθετο. Αυτή η αύξηση στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, στις επιδοτήσεις, που λαμβάνουν οι εταιρίες παραγωγής τους από τις κυβερνήσεις και σε άλλα δημόσια χρηματοδοτικά μέσα.
Ωστόσο, σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση, μερικές κυβερνήσεις έχουν υιοθετήσει πολιτικές μείωσης της παραγωγής ορυκτών καυσίμων. Η Γαλλία, η Ν. Ζηλανδία, η Δανία, μεταξύ άλλων, έχουν προχωρήσει σε μερική ή ολική απαγόρευση της έρευνας και της εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ άλλες, π.χ. η Γερμανία και η Ισπανία, αποφάσισαν τη σταδιακή κατάργηση της εξόρυξης άνθρακα. Εν όψει αυτής της πραγματικότητας εκείνο που χρειάζεται, συνεχίζει η έκθεση, είναι ένα συνεκτικό σύνολο μέτρων στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας, στα οποία θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται νομικά δεσμευτικοί στόχοι για τον περιορισμό της έρευνας και παραγωγής ορυκτών καυσίμων με απώτερο στόχο την πλήρη κατάργησή τους, την παύση χορήγησης δανείων και παροχής δημόσιων χρηματοοικονομικών μέσων στις εταιρίες παραγωγής τους, εισαγωγή φόρου άνθρακα με μέριμνα για τα ασθενέστερα στρώματα, κλπ.
Χωρίς ευρωπαϊκή χρηματοδότηση
Σε αυτό το πλαίσιο που σκιαγραφήσαμε παραπάνω ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσφατη (14.11.2019) απόφαση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕ) να ακολουθήσει μια νέα πολιτική σχετικά με την παροχή δανείων στον τομέα της ενέργειας, πολιτική που θα κατατείνει στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και στην ενίσχυση των δράσεων περιβαλλοντικής βιωσιμότητας.
Έτσι, σύμφωνα με την απόφαση, η ΕΤΕ θα παύσει να χρηματοδοτεί ενεργειακά σχέδια που θα στηρίζονται στα ορυκτά καύσιμα (άνθρακα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο). Ειδικότερα, επιδιώκεται ώστε οι εν λόγω χρηματοδοτήσεις να συμβάλουν στην καινοτομία αναφορικά με την καθαρή ενέργεια, την ενεργειακή αποδοτικότητα και την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). Συγκεκριμένα, η ΕΤΕ σκοπεύει να διαθέσει, κατά τη δεκαετία 2021-2030, 1 τρισ. ευρώ σε επενδύσεις που συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού (συγκράτηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στους 2 βαθμούς Κελσίου με ιδιαίτερη στόχευση τους 1,5 βαθμούς Κελσίου, σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα). Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΤΕ δεσμεύτηκε, επίσης, στον εξής ειδικότερο στόχο: τα δάνεια στον τομέα των επενδύσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής να αντιπροσωπεύουν το 50% των συνολικών δανείων με ορίζοντα το 2025.
Η ως άνω απόφαση της ΕΤΕ είναι η απόληξη μιας μακράς διαδικασίας διαβούλευσης στην οποία έλαβαν μέρος, οι θεσμικοί παράγοντες τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε επίπεδο κρατών μελών, οι εταιρίες του ενεργειακού τομέα, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών αλλά και μεμονωμένοι πολίτες της ΕΕ. Από τον Ιανουάριο 2019, ο διάλογος ήταν διαρκής και κατατέθηκαν πάνω από 149 συμβολές από οργανώσεις και πολίτες, αλλά και κείμενα που συγκέντρωσαν πάνω από 30.000 υπογραφές.
Εξαιρούνται μερικώς τα έργα φυσικού αερίου
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, κατά το χρονικό διάστημα 2013-2018, η ΕΤΕ παρείχε δάνεια ύψους 6,2 εκατομμυρίων ευρώ σε καθημερινή βάση, σε εταιρίες ορυκτών καυσίμων και για το λόγο αυτό η αντίδραση των εταιριών αυτών ήταν πολύ έντονη και συντονισμένη κατά τη φάση επεξεργασίας της απόφασης. Εξ αιτίας αυτής της αντίδρασης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την υποστήριξη κυρίως της Γερμανίας και της Ιταλίας, πέτυχε να εξαιρεθούν μερικώς τα έργα φυσικού αερίου που περιλαμβάνονται στον «ενωσιακό κατάλογο έργων κοινού ενδιαφέροντος» του Κανονισμού 2019/942/ΕΕ και, επιπλέον, όσα θα συμπεριληφθούν μέχρι το 2022. Όλα αυτά τα έργα θα είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση (μέχρι τώρα ο αριθμός των έργων του καταλόγου ανέρχεται σε 50).
Αξίζει να αναφερθεί ότι στον ως άνω κατάλογο περιλαμβάνονται αρκετά έργα ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως η διασύνδεση Ελλάδας – Βουλγαρίας [έργο επί του παρόντος γνωστό ως IGB] μεταξύ Κομοτηνής και Stara Zagora και σταθμός συμπίεσης αερίου στους Κήπους, τερματικός σταθμός ΥΦΑ στη Βόρεια Ελλάδα, εγκατάσταση υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου και σταθμός μέτρησης και ρύθμισης στη νότια Καβάλα, αγωγός φυσικού αερίου μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας μέσω της Αλβανίας και της Αδριατικής [έργο επί του παρόντος γνωστό ως Trans-Adriatic Pipeline (TAP)], αγωγός μεταφοράς από τα αποθέματα φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου προς την ενδοχώρα της Ελλάδας μέσω της Κρήτης [έργο γνωστό επί του παρόντος ως EastMed Pipeline], αγωγός υπεράκτιου φυσικού αερίου μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας [έργο επί του παρόντος γνωστό ως Poseidon Pipeline].
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίζει τον Δεκέμβριο
Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης ιδιαίτερη βαρύτητα θα έχει η σχεδιαζόμενη λήψη απόφασης, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου, σχετικά με το νομικά δεσμευτικό στόχο της κλιματικής ουδετερότητας με ορίζοντα το 2050. Ομοίως, τον επόμενο Δεκέμβριο αναμένεται η δημοσίευση της Ανακοίνωσης της Επιτροπής για την «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» με βασικούς άξονες αναφοράς, την πολιτική για την κλιματική αλλαγή, τη νέα Στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα 2021-2030, την υλοποίηση πολιτικών για την κυκλική οικονομία. Ιδιαίτερη θέση κατέχει η πρόταση για κατάρτιση του πρώτου πράσινου προϋπολογισμού της ΕΕ που θα αποκλείει προοδευτικά τα ορυκτά καύσιμα και θα αφιερώνει μεγαλύτερο μερίδιο στην κλιματική δράση σε σχέση με το τρέχον της περιόδου 2014-2020: από το σημερινό 20% στο 40%.
Από την πλευρά του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην ολομέλεια του τέλους Νοεμβρίου, προσανατολίζεται στην υπερψήφιση πρότασης για την κήρυξη της ΕΕ σε κατάσταση έκτακτης κλιματικής ανάγκης εν όψει της διάσκεψης για το κλίμα στις αρχές του Δεκεμβρίου στη Μαδρίτη (COP25).
Στην άλλη όχθη η ελληνική κυβέρνηση
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν σε διεθνές και ενωσιακό επίπεδο, οι δράσεις των κρατών μελών στον συγκεκριμένο τομέα είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Στην τελευταία κατηγορία ανήκει, δυστυχώς, η Ελλάδα. Δεν έχει ψηφιστεί κανένα νομικά δεσμευτικό κείμενο για επιμέρους δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Π.χ. δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν έχει υποβληθεί στην Επιτροπή το εθνικό σχέδιο για το κλίμα και την ενέργεια, δεν ενσωματώθηκε η οδηγία για το ΣΕΔΕ (εμπορία εκπομπών), δεν υπάρχει κανένα συγκροτημένο σχέδιο μετάβασης στη νέα ενεργειακή πολιτική, όπως συμβαίνει με πολλά κράτη μέλη.
Αντ’ αυτού η κυβέρνηση προβαίνει σε δράσεις που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τους στόχους που τίθενται από την ΕΕ και τη Συμφωνία του Παρισιού. Επιδοτεί και παρέχει δημοσιονομικά και φορολογικά κίνητρα σε εταιρίες εξόρυξης υδρογονανθράκων, υποστηρίζει την κατασκευή μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με βάση του φυσικό αέριο, προωθεί επενδύσεις με ισχυρό ανθρακικό αποτύπωμα (π.χ. εξορύξεις χρυσού) ή δείχνει αδιαφορία για τα μέσα μαζικής μεταφοράς με ελάχιστες ή καθόλου εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Δεν μπορεί παρά να επισημάνει κανείς ότι η απόσταση μεταξύ λόγων και έργων της κυβέρνησης, στον εν λόγω τομέα, δεν έχει προηγούμενο. Η ανικανότητα, η έλλειψη ολοκληρωμένου σχεδίου και πάνω απ’ όλα η επιμονή στο ιδεολόγημα της λύσης όλων των προβλημάτων, μεταξύ των οποίων και το προκείμενο, από την αγορά και τους μηχανισμούς της καθιστά την κυβέρνηση παντελώς ακατάλληλη για να ανταποκριθεί στις μείζονες προκλήσεις της κλιματικής και της εν γένει περιβαλλοντικής κρίσης όπου διακυβεύονται θεμελιώδη δικαιώματα αλλά και το ίδιο το μέλλον των σημερινών και, κυρίως, των μελλοντικών γενεών.
Ο Γιώργος Μπάλιας είναι αναπληρωτής καθηγητής Περιβαλλοντικής Πολιτικής στο Χαροκόπειο πανεπιστήμιο
Πηγή: Η Εποχή