Συνεντεύξεις

Νίκος Μπελαβίλας: Όμηρος των ερειπίων η πόλη

Τη συνέντευξη πήρε η Χαρά Τζαναβάρα

• Πιστεύετε ότι οι κυβερνητικές εξαγγελίες θα συμβάλουν στην αναθέρμανση της οικοδομικής δραστηριότητας;

Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, όποτε πριμοδοτήθηκε η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, παράχθηκαν πολεοδομικά και περιβαλλοντικά τέρατα. Ετσι διογκώθηκε η Αθήνα της αντιπαροχής, χάρη στο «δώρο» της δικτατορίας σε επιπλέον ορόφους. Eτσι δημιουργήθηκε η «φούσκα ακινήτων» των Ολυμπιακών Αγώνων χάρη στην ψευδή χρηματιστηριακή άνοδο και τα άνευ όρων τραπεζικά δάνεια.

Το πρόσφατο αποτέλεσμα της κρίσης ακινήτων το είδαμε όχι μόνο στο περιβάλλον, στην κατασκευή χιλιάδων κενών διαμερισμάτων, στην κατάρρευση των εμπορικών ζωνών, αλλά και στη βαθιά κρίση που έπληξε την Ελλάδα. Το μάθημα που δεν έχει πάρει η παρούσα κυβέρνηση είναι ότι αυτή η κρίση ακινήτων, γεννημένη από την πριμοδότηση της ιδιωτικής οικοδόμησης, δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο, αλλά διεθνές. Η εκκίνηση της κατάρρευσης των τραπεζών και των εθνικών οικονομιών συνέβη στις ΗΠΑ και παρέσυρε την Ευρώπη. Δίδαγμα: Η πολιτική για την οικοδομή, αν δεν έχει στρατηγική –τι οικοδομή, σε ποιους τομείς, σε ποιες περιοχές, για ποια εισοδήματα–, οδηγεί σε καταστροφές. Δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι το μέλλον επιφυλάσσει κάτι διαφορετικό.

• Στην πρωτεύουσα, αλλά και στην υπόλοιπη χώρα, υπάρχει μεγάλο απόθεμα «γερασμένων» κατοικιών. Αρκετοί εκτιμούν ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την Αρχιτεκτονική. Απουσιάζουν όμως τα «εργαλεία» για να αναβαθμιστούν και να καλύψουν ανάγκες στέγασης. Τι προτείνετε;

Η πολιτική στέγης θα έπρεπε να στοχεύσει ακριβώς σε αυτό το απόθεμα. Οχι μόνο των «γερασμένων» αλλά και των νεόδμητων κενών κτιρίων. Είναι ένας τεράστιος όγκος χρήσιμων επιφανειών. Η επανάχρησή τους συνιστά οικολογική πρόκληση στην ορθή κατεύθυνση. Οταν μιλάμε για κλιματική κρίση, είναι αστείο ταυτόχρονα να προτιμάμε να καταναλώνουμε παρθένα αποθέματα γης, αντί να ανακυκλώσουμε τα παλαιά. Υπήρξαν δύο φορές κίνητρα στο παρελθόν για αναβάθμιση παλαιών κτιρίων, στις δεκαετίες του 1980 και του 2000, με πολύ καλά αποτελέσματα.

• Ειδική κατηγορία είναι τα διατηρητέα, πολλά από τα οποία έχουν αφεθεί από τους ιδιοκτήτες τους, από πρόθεση ή από οικονομική στενότητα, να γίνουν ερείπια. Υπάρχουν τρόποι να διασωθούν και να αξιοποιηθούν;

Αν δεν επέμβει το κράτος με δραστικά μέτρα, δεν πρόκειται να γλιτώσουν. Εδώ το πρόβλημα έχει δύο όψεις: Η μια περιλαμβάνει τους μικροϊδιοκτήτες ή τους πολυάριθμους κληρονόμους οι οποίοι δεν έχουν δυνατότητα παρέμβασης. Αυτοί πρέπει να στηριχθούν. Η άλλη όψη περιλαμβάνει χιλιάδες ακίνητα του Δημοσίου, των κρατικών φορέων και ασφαλιστικών ταμείων, των τραπεζών, αλλά και των εταιρειών real estate. Ολοι αυτοί δεν έχουν πρόβλημα να τα επισκευάσουν. Ομως προτιμούν να τα αφήσουν να καταρρέουν με σκοπό την εξοικονόμηση κονδυλίων ή ακόμη χειρότερα για να οικοδομήσουν στη θέση τους πολυώροφα κτίρια με υψηλότερη απόδοση. Αυτοί πρέπει να αλλάξουν πλεύση, με νομικές υποχρεώσεις σχετιζόμενες με το κοινό όφελος και την εικόνα της πόλης. Δεν έχει το δικαίωμα ένας κρατικός ή ένας ιδιωτικός φορέας να καθιστά όμηρο την πόλη, την υγιεινή και τη δημόσια ασφάλεια των κατοίκων, οι οποίοι περπατούν ή ζουν δίπλα σε αιωρούμενες τοιχοποιίες και καταρρέουσες στέγες. Ή το επισκευάζει ή πληρώνει υποχρεωτικά το κόστος της επισκευής του. Οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί δήμοι υποχρεώνουν σε τακτικές δεκαετείς συντηρήσεις των όψεων ή τις αναλαμβάνουν οι ίδιοι στέλνοντας στον ιδιοκτήτη τον λογαριασμό μέσω της Εφορίας. Είναι μια λύση.

• Είσαστε υπεύθυνος της ομάδας ειδικών που είχε συγκροτηθεί το 2017 στο υπουργείο Εργασίας για την αξιοποίηση των ακινήτων των ασφαλιστικών ταμείων. Ποια ήταν η εμπειρία σας; Θα έπρεπε να γίνει κάτι ανάλογο για τη δημόσια περιουσία;

Ηταν ένα εκπληκτικό πείραμα και μάθημα για όσους το σχεδιάσαμε. Είχε τρία χαρακτηριστικά: Ισχυρή πολιτική βούληση της ηγεσίας του υπουργείου, καινοτόμο για τα ελληνικά δεδομένα λειτουργία μιας μικτής ομάδας πανεπιστημιακών και υπηρεσιακών στελεχών από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και στράτευση. Διέθετε έμπνευση, ευελιξία και μεράκι. Ημασταν βέβαιοι, μετά το πρώτο έτος εφαρμογής, μετά την επιτυχία ενεργοποίησης σχεδόν εκατό ακινήτων από τα διακόσια πενήντα της Αθήνας, ότι το μοντέλο είναι δυνατόν να εφαρμοστεί σε όλη τη λανθάνουσα δημόσια κτιριακή περιουσία. Με κοινωνικά, περιβαλλοντικά, πολιτιστικά και οικονομικά κριτήρια, οφέλη, προτεραιότητες, στρατηγικές.

• Ακούμε από χρόνια για κατεδαφίσεις «γερασμένων» κτιρίων σε συνδυασμό με προγράμματα ανάπλασης υποβαθμισμένων γειτονιών.Ποια μέτρα χρειάζεται να ληφθούν για να υλοποιηθεί, έστω και με πιλοτικό χαρακτήρα, ένα τέτοιο πρόγραμμα;

Νομίζω ότι έχω ήδη δώσει απαντήσεις. Συνοπτικά, μιλάμε για χωρική και κοινωνική στρατηγική με πρόσημο το όφελος για όλη την πόλη και τους πολίτες. Δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από τις κανιβαλικές τάσεις της αγοράς ακινήτων, το gentrification, την έξωση των αδύναμων στρωμάτων από υποβαθμισμένες περιοχές, τη «σπέκουλα» στις αξίες γης. Είναι ανάγκη να προστατεύσουμε τις πόλεις μας, και ειδικά τα κέντρα της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, από το «πολεοδομικό απαρτχάιντ», την κατασκευή λαμπρών νησίδων πλούτου στο μέσον μιας θάλασσας φτώχειας. Ο,τι έχει ήδη εν μέρει συμβεί περί τον Κεραμεικό της Αθήνας ή τα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης.

• Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της αυτοδιοίκησης και των συνεταιριστικών σχημάτων σε προγράμματα αναπλάσεων και κοινωνικής κατοικίας;

Η αυτοδιοίκηση, λόγω της φύσης του θεσμού και της άμεσης επαφής με την πόλη, είναι ο εν δυνάμει κύριος φορέας τέτοιων στρατηγικών. Για την αναβάθμιση γειτονιών, για την προστασία παραδοσιακών μικρών επιχειρήσεων, χαμηλών οικονομικά στρωμάτων κεντρικών περιοχών. Για την προώθηση επιτέλους της απαραίτητης κοινωνικής κατοικίας για ευάλωτους, για νέους, για όσους την έχουν ανάγκη.


Η Ελλάδα κατοικεί ακόμη στα… μνημεία του έπους της αντιπαροχής. Σχεδόν το 70% των κατοικιών είναι ηλικίας είκοσι έως εβδομήντα ετών και, όπως φαίνεται από το γράφημα, στην πλειονότητά τους, ιδιαίτερα όσες κατασκευάστηκαν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, δεν διαθέτουν κανενός είδους μόνωση. Κι αυτό δεν είναι η μοναδική τους έλλειψη

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών