Ότι τα ΜΜΕ αποτελούν τον παραγωγό της μαζικής συνείδησης, εκείνης που στρέφει τον άνθρωπο εναντίον του εαυτού του, και διαμορφώνουν τη γενική «άποψη», αυτή που συμφέρει μοναχά την κυρίαρχη τάξη, αποτελεί μάλλον κοινότοπη διαπίστωση. Ότι ο Τύπος, χάρτινος και ηλεκτρονικός, παραμένει, περισσότερο από ποτέ, το κατά Νίτσε «αηδιαστικό έμβλημα της σύγχρονης παιδευτικής βαρβαρότητας», αποτελεί επίσης κοινότοπη διαπίστωση. Ότι, επιπλέον, η ενημέρωση, η διάχυση της πληροφορίας, έπεσε, τώρα περισσότερο από ποτέ, στα χέρια του κεφαλαίου, αφού οι επαγγελματίες εργοδότες του Τύπου απαιτούν, και την έχουν, την πλήρη υποταγή των εργαζόμενων, αποτελεί μια τρίτη, δυστοπική κοινοτοπία.
Κι επειδή, σε στιγμές του ιστορικού χρόνου, όπως οι δικές μας, αυτό που τρέμει το κεφάλαιο είναι η ριζοσπαστική επαναφύπνιση των μαζών, επιδιώκει να διαμορφώσει κουλτούρα, αισθητική και πολιτισμό πέρα μακριά από την όποια δυνατότητα πολιτικοποίησης.
Έτσι, η απάληψη του πολιτικού λόγου από τα ΜΜΕ, κατ’ εντολή των ιδιοκτητών τους, αποτελεί καθημερινή διαδικασία. Το ζήτημα αφορά όχι μοναχά ραδιοτηλεόραση και διαδίκτυο, αλλά και τις εφημερίδες: η διαμεσολάβηση του νου, μεταξύ του πληκτρολογίου και της διάνοιας στη γραφή και στην ανάγνωση, δεν απαλύνει τις στρεβλώσεις. Η ασυμμετρία στην εκπροσώπηση των συμφερόντων των υποτελών τάξεων είναι κι εδώ εμφανής. Οι γλωσσικές, επιπλέον, εκπτώσεις, η διαχείριση του γραπτού λόγου με συνθηματικού – ατακαδόρικου τύπου εκφράσεις, η επινόηση άλλου, διαφορετικού της καθομιλουμένης, συντακτικού, για λόγους εντυπωσιασμού, η έμφαση στη φωτογραφία με ταυτόχρονη εγκατάλειψη των λέξεων, δημιουργούν κι εδώ, ένα παραμορφωτικό περιβάλλον. Η παραγωγή και η αναπαραγωγή ψευδογεγονότων είναι το ένα κακό. Το άλλο είναι πως ακόμα κι όταν γράφεται η «αλήθεια», την ίδια στιγμή αυτοακυρώνεται. Το ύφος του κειμένου, στα πλαίσια μιας γλωσσικής υποκουλτούρας που κυριαρχεί, πριμοδοτεί τον αποπροσανατολισμό. Επιπλέον, η επιλογή μιας «αλήθειας» αντί μιας άλλης, επίσης «αλήθειας», σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, θεωρείται κανονικότητα. Αλήστου μνήμης η υποσημείωση οικονομικού συντάκτη στη «σοβαρότερη» εφημερίδα της δεξιάς, την Καθημερινή, που επεσήμανε να προσεχτούν οι «δικοί μας» επιχειρηματίες και δημοσιεύτηκε κατά λάθος.
Έτσι, στην «κοινή γνώμη» οι αλήθειες περνούν ξώφαλτσα, σαν τα «ψιλά» στα μονόστηλα. Η εκπαίδευση του αναγνώστη νέας κοπής που αδυνατεί να δει κάτω από τις γραμμές –αν υποθέσουμε πως υπάρχουν ακόμα κείμενα με τέτοιο υπόστρωμα- αποδίδει. Η οπτικοποίηση, η εικονοποίηση, ο πολιτισμός των παραμορφωτικών κατόπτρων έγινε η νόσος της εποχής.
Η κοινωνία του ελέγχου στήνεται στα μέτρα της τηλοψίας. Απλά, πάναπλα, μαθήματα της καπιταλιστικής διάρθρωσης του κόσμου, όπου το κεφάλαιο κουμαντάρει τα πάντα: όλα εξαρτώνται από τ’ αφεντικά. Η συνείδηση και, συνεπώς, η ζωή των υποτελών συντελείται καθ’ υπαγόρευση. Ο τρόπος της προσέγγισης των «γεγονότων» στα ΜΜΕ αντανακλά, πάντοτε, τα συμφέροντα και την οπτική της εργοδοσίας και όσων ταυτίζονται μ’ αυτά.
Η πολιτική απεύθυνση στο κοινό
Τα συμφέροντα υπαγορεύουν και τον τρόπο που καθείς πολιτεύεται στο γυαλί, τον τρόπο δηλαδή απεύθυνσης στο κοινό των πάντων, από τα κατώτερα στην ιεραρχία κομματικά στελέχη ως τον ίδιο τον πρωθυπουργό ή τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σκιώδεις, αλλά πέρα για πέρα πραγματικοί, «ίματζ μέικερ» της σκηνικής παρουσίας όλων των εμφανιζομένων, εκείνοι που υπαγορεύουν τη νέα αισθητική, το νέο ύφος και τις αντίστοιχες εκπτώσεις, είναι, προφανώς, οι ίδιοι μεγαλοϊδιοκτήτες που ελέγχουν και τους λοιπούς κλάδους του κεφαλαίου, από τη ναυτιλία μέχρι τις κατασκευές και τον τουρισμό. Αυτοί βάζουν τους όρους της «επικοινωνίας», αυτοί υπαγορεύουν τι «αρέσει» στο κοινό.
Στο νέο τοπίο, ο πολιτικός λόγος δεν έχει, δεν μπορεί να έχει, καμία θέση. Οι θέσεις της κυριαρχίας υπερπροβάλλονται διαρκώς μέσω ελαφρών infotainment εκπομπών, ακόμα και μέσω της μυθοπλασίας των σίριαλ, εκτοπίζοντας κάθε αντίθετη άποψη. Ο τηλεοπτικός δια-λογος επί πολιτικών θεμάτων μετατρέπεται σε τηλεφαγία. Η ιδεολογική αντιπαράθεση αντικαθίσταται από ρητορείες εν είδει εμπορικού σλόγκαν και ακατάσχετη ηθικολογία.
«Ψεύτες»: ο όρος προσδίδει ηθικολογικό, χριστιανικού τύπου, περιεχόμενο στην πολιτική υπόθεση της εξαπάτησης των μαζών. «Κλέφτες»: η επίσης ηθικολογική, αόριστη κατηγορία εκτοξεύεται διαρκώς, ρίχνοντας αδιάκριτα λάσπη προς πάσα κατεύθυνση, την ώρα που η κλοπή της εργατικής δύναμης, η εκμετάλλευση της υπεραξίας, ουδέποτε καταγγέλλεται.
Τα τηλεοπτικά πάνελ, με τη συμμετοχή εκπροσώπων του κοινοβουλίου, είναι πλήρως ενταγμένα στη βιομηχανία του θεάματος. Η επιλογή των προσώπων έχει αγοραία κριτήρια: μετά τα γούστα του αφεντικού, το επόμενο προσόν είναι τα νούμερα της τηλεθέασης. Ο πόλεμος της φωνασκίας, ο διαγκωνισμός των εξυπνακισμών, το ειδικό στήσιμο όπως ακριβώς το διδάσκει ο επικοινωνιολόγος, αντικαθιστούν τα ιδεολογικοπολιτικά επιχειρήματα, ενίοτε πέρα από κάθε όριο ορθολογισμού. Η απολίτικη πλευρά της πολιτικής, με την απάληψη των ιδεολογικών διαφορών και την αντικατάστασή τους με μια μηχανιστική, ολωσδιόλου ανώδυνη, ανταλλαγή λεκτικών πυρών είναι εδώ.
Δίχως μεσολαβητές
Και η αριστερά; Σύμπασα η αριστερά, δια των εκπροσώπων της, μπαίνει στο παιχνίδι. Προφανώς, αναγκαστικά. Συμμετέχει στην αναπαραγωγή των στερεοτυπικών τηλεμαχιών, με ελάχιστες, σχεδόν αδιόρατες, παραλλαγές, δίνοντας, εκούσα άκουσα, άλλοθι στη συστημική προπαγάνδα. Η δυνατότητα να επιβάλει νέους κανόνες αισθητικής μοιάζει τόσο μακρινή όσο μια βαθιά επαναστατική πολιτική πράξη. Διότι θα είναι, επί της ουσίας, μια διάρρηξη του συστήματος, μια πρώτη, σημαντική, νίκη στην κυριαρχία του κεφαλαίου. Αλλά γι’ αυτό, πέρα της ιδεολογικής τόλμης να επανεφεύρεις τον εαυτό σου, τις ιδέες αλλά και τις λέξεις για την εκφορά αυτών των ιδεών, χρειάζεται καταρχάς να πειστεί να απομυθοποιήσει την, αμφισβητούμενη, δύναμη των Μέσων. Ενεργοποιώντας τη σύνδεσή της με την κοινωνία δίχως μεσολαβητές. Απευθείας.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: Η Εποχή