Macro

Πολιτικο-δικαστικός τραγέλαφος

Την επομένη της παραπομπής του κ. Παπαγγελόπουλου στην ειδική επιτροπή της Βουλής με προανακριτικά καθήκοντα, η συζήτηση που συγκέντρωσε το ενδιαφέρον –ακόμα και των κυβερνητικών μέσων– ήταν για τους «αντάρτες» που έσπασαν την κομματική γραμμή της ΝΔ.

Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε το γεγονός στη συνήθη διάθεση των μέσων να προτάσσουν την παραπολιτική πλευρά των ζητημάτων έναντι της πολιτικής, αλλά φαίνεται πως αυτό θα ήταν μάλλον η εύκολη λύση. Το πιο πιθανό είναι πως η υπόθεση δεν παρουσίαζε επί της ουσίας άλλο κανένα ενδιαφέρον: οι λιγοστές και διόλου αδιάσειστες μαρτυρίες δεν αποτελούν οποιαδήποτε βάση για ενδιαφέρουσα συζήτηση. Άλλωστε, αυτά τα ίδια μέσα είχαν φροντίσει να υπερεκμεταλλευτούν τις οποιεσδήποτε ενδείξεις με σπάταλο τρόπο εδώ και μήνες, ενώ στη διάρκεια της συνεδρίασης της ολομέλειας δεν προστέθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία. Ακόμα και η αναμενόμενη και δικαιολογημένη προσπάθεια του ίδιου του «εναγόμενου» να απολογηθεί δεν είχε να προσφέρει κάτι περισσότερο από τα ήδη γνωστά, που εκτέθηκαν μάλιστα με τον εξίσου αναμενόμενο τρόπο: τον τρόπο που γνωρίζει και συνηθίζει ένας επί δεκαετίες εισαγγελικός λειτουργός, με ελάχιστες απόπειρες υπαινιγμού πολιτικών αναφορών. Θα ήταν, όμως, άδικο να περιμένουμε κάτι περισσότερο από τον κ. Παπαγγελόπουλο.

Αλλά και το γεγονός ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πήρε το λόγο για να υποστηρίξει την αρνητική στάση απέναντι στην πρόταση για σύσταση ειδικής επιτροπής, δεν προσφερόταν για πολλή συζήτηση. Ήταν αναμενόμενο για ένα πρώην πρωθυπουργό που είχε συμπεριλάβει στην κυβέρνησή του τον κ. Παπαγγελόπουλο, ο οποίος καταφανώς υποδεικνυόταν τώρα ως εξιλαστήριο. Ακόμα κι αυτοί που έπαιξαν τις προηγούμενες μέρες με τις φήμες για κάλυψη ή μη κάλυψη του κ. Παπαγγελόπουλου, δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργήσουν τη σχετική συζήτηση την επόμενη μέρα.

Άδεια από ευθύνη έδρανα

Και επειδή η συζήτηση περί της προέλευσης ή του μηνύματος των «ανταρτικών» ψήφων εξαντλείται γρήγορα, ένα δεύτερο γεγονός ήρθε να αποτελέσει ενισχυτικό της παραπολιτικής συζήτησης: Τι ήθελαν, άραγε, να δείξουν οι υπουργοί της κυβέρνησης Μητσοτάκη (και ο ίδιος ο πρωθυπουργός), που άφησαν άδεια τα υπουργικά έδρανα, αλλά και τα έδρανα της Βουλής οι περισσότεροι, κατά τη συγκεκριμένη, υποτίθεται κρίσιμη, συνεδρίαση;

Πάντως, η εξήγηση ότι δεν ήθελαν να δείξουν πως η εκτελεστική εξουσία παρεμβαίνει στο έργο της Βουλής, παίρνει πολύ χαμηλό βαθμό στο μάθημα του συνταγματικού δικαίου. Για τον απλούστατο λόγο ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Βουλή μόνο ως τρίτη, διακριτή εξουσία, νομοθετική, δεν ασκεί καθήκοντα. Αντίθετα, υλοποιεί τη μεγαλύτερη παραδοξότητα και τη βαναυσότερη παραβίαση ως προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών: μεταμφιέζεται σε δικαστικο-νομοθετικο-εκτελεστική εξουσία. Και το κάνει με απόλυτη και αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης, της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η οποία δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε πίσω ούτε κάτω από τα άδεια έδρανα. Είναι παγκοίνως σαφές ότι αυτή επιδιώκει να δρέψει τα επιδιωκόμενα οφέλη από τη μετατροπή της Βουλής σε ανακριτή και, αργότερα, σε δικαστήριο. Όλα τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις…

Αν, πάντως, έχει κάποια σημασία το ότι συζητούμε για όλα αυτά τα παράπλευρα, είναι γιατί αναδεικνύουν το κύριο ζήτημα: ότι από τη στιγμή που εμπλέκεται η Βουλή κατά οποιοδήποτε τρόπο στη διαδικασία δικαστικής διαλεύκανσης μιας υπόθεσης με πολιτικά στοιχεία, τότε δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να διαφυλαχτεί το κύρος και το δικό της και των άλλων δύο εξουσιών, από την αναπομπή στο φυσικό δικαστή.

Εγγενείς αντιθέσεις

Ο κ. Μητσοτάκης είχε δείξει αρχικά, όταν ξεκίνησε η συζήτηση περί παραπομπής του κ. Παπαγγελόπουλου, ότι δεν σκόπευε να ακολουθήσει την πεπατημένη. Ορισμένα ρεπορτάζ, μάλιστα, ανέφεραν ότι η σκέψη που κυριαρχούσε τότε στην ηγεσία της ΝΔ ήταν αυτή ακριβώς: να ακολουθηθεί η υποχρεωτική διαδικασία αποστολής αμελητί στη Βουλή, να συσταθεί η ειδική επιτροπή, αλλά χωρίς καθυστερήσεις να αποφανθεί υπέρ της επιστροφής στη δικαστική δικαιοδοσία.

Αν πράγματι υπήρξαν τέτοιες σκέψεις, φαίνεται ότι ηττήθηκαν κατά κράτος. Από ποιους; Από εκείνους που δεν καταλαβαίνουν από τέτοιες «ευγένειες». Είναι ισχυρότεροι του αρχηγού; Ίσως η θέληση του αρχηγού δεν είναι τόσο ισχυρή, ώστε να θέλει να επιβληθεί. Πάντως, ο κ. Μητσοτάκης είχε στη διάθεσή του ένα όπλο που δεν αξιοποίησε: την πολύ πρόσφατη κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που παρακάμπτοντας το εμπόδιο του συνταγματικού άρθρου και του νόμου περί ευθύνης υπουργών, επέστρεψε στον φυσικό δικαστή την υπόθεση Novartis. Ο κ. Μητσοτάκης προτίμησε το μικροκομματικό ελπιζόμενο όφελος.

Αν έχει, λοιπόν, νόημα μια κουβέντα για τα παρατράγουδα της διαδικασίας στη Βουλή, είναι γιατί μας οδηγεί στο βασικό μοτίβο, που χαρακτηρίζει και γενικά την κυβερνητική πολιτική αλλά ιδίως σ΄ αυτό το θέμα: εκσυγχρονιστές και μεταρρυθμιστές, κεντροδεξιοί και όχι ακραίοι, συναινετικοί παρά το νεοφιλελευθερισμό, αλλά με την αναγκαία στήριξη στους ξεσαλωμένους παλαιοκομματικούς, οι οποίοι ονειρεύονται ένα ειδικό δικαστήριο τύπου ΄89, όπου υπό το πρόσχημα της κάθαρσης επιχειρείται ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον πολιτικό αντίπαλο. Με μια παρωδία ποινικής δήθεν διαδικασίας, που δεν μπορεί να κρύψει τον βαθύτατα ρεβανσιστικό χαρακτήρα της: την παραπομπή ή μη, καθώς και τη σύσταση ειδικού δικαστηρίου, την ποινική δηλαδή μετεξέλιξη της υπόθεσης, αποφασίζουν αυτοί που καταγγέλλουν πολιτικά τον υποψήφιο για παραπομπή, δηλαδή η συγκεκριμένη κάθε φορά κοινοβουλευτική πλειοψηφία διά στόματος της κάθε φορά κυβέρνησης.

Η αναζήτηση της πατρότητας (ή της μητρότητας) των «ανταρτικών» ψήφων και το κρυφτούλι των υπουργών της ΝΔ αναδεικνύουν αυτή την προσπάθεια απόκρυψης της εγγενούς υπαρκτής αντίφασης και μέσα στο κυβερνητικό κόμμα. Ο αρχηγός της ΝΔ και οι υπουργοί της κυβέρνησής της δεν άφησαν μόνο κενά τα υπουργικά έδρανα· δεν ανέλαβαν ούτε την πολιτική ευθύνη να γίνουν, ως μέλη του κοινοβουλίου, κατήγοροι, αρνούμενοι οποιοδήποτε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία. «Δειλούς ρεβανσιστές» τους χαρακτήρισε ο Αλ. Τσίπρας στην ομιλία του στη Βουλή. Ο ρεβανσισμός προκύπτει αβίαστα από τη φύση της τραγελαφικής διαδικασίας, καθώς μόνο μια πλειοψηφία που στην προηγούμενη περίοδο ήταν μειοψηφία μπορεί να την κινήσει· η δειλία επιβεβαιώνεται από την απόπειρα να κρυφτεί ο ρεβανσισμός πίσω από μια δήθεν θεσμική μεταμφίεση της εκτελεστικής εξουσίας σε δικαστική.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή