Παραθέτω απόσπασμα από προηγούμενο άρθρο μου στην «Εφ.Συν.»: «Το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου είναι πρώτα και κύρια συνέπεια μιας ισχυρής και αποτελεσματικής ανασύνταξης και ανασυσπείρωσης των κυρίαρχων ταξικών δυνάμεων γύρω από τον κομματικό μηχανισμό που ανέκαθεν τις εκπροσωπούσε μεταδικτατορικά, αν και όχι πάντα με τον ίδιο βαθμό συσπείρωσης». [Απόσπασμα που είχε την καλοσύνη να παραθέσει σε δικό του πολύ ενδιαφέρον κείμενο ο Δημήτρης Γιατζόγλου – «Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά» («Εφ.Συν.», 10-11.8.2019)].
Το ερώτημα που τίθεται τώρα αφορά τη βιωσιμότητα τούτης ακριβώς της –οσοδήποτε «ισχυρής και αποτελεσματικής»- «ανασύνταξης και ανασυσπείρωσης» μετά τις εκλογές. Αν η αντιμετώπιση της επαπειλούμενης (εκ νέου) εκλογής της Αριστεράς στην κυβέρνηση αποδείχτηκε ικανό κίνητρο για την εν λόγω ανασυσπείρωση, πόσο επαρκές μπορεί να είναι το κίνητρο της αντιμετώπισης της Αριστεράς ως ισχυρής, έστω, αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Ας ανατρέξουμε στην «αντίστοιχη», αν και εντελώς διαφορετική, προδικτατορική περίοδο, ιδίως τότε που η Αριστερά αποτελούσε μια υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Τουλάχιστον μετά τις εκλογές της «βίας και νοθείας» του 1961, βλέπουμε ότι το τότε καπιταλιστικό καθεστώς κάθε άλλο παρά συμπαγές ήταν όσον αφορά τις στρατηγικές του μεθοδεύσεις και τις θεσμικές και εξωθεσμικές του πρακτικές.
Πρώτα απ’ όλα, ο ίδιος ο «ανένδοτος» του Γεωργίου Παπανδρέου εναντίον της Δεξιάς και του Παλατιού ήταν πασιφανής ένδειξη μιας αποκλίνουσας στρατηγικής επιλογής κάποιων δυνάμεων στο εσωτερικό του αστικού συγκροτήματος, που άρχισαν να διαβλέπουν τα αδιέξοδα της σκληροπυρηνικής (ακρο)δεξιάς πολιτικής. Ταυτόχρονα, μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο της σκληρής Δεξιάς είναι γνωστή η διένεξη μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και Παλατιού.
Επιπλέον, η διένεξη αναπαράχθηκε στο εσωτερικό της κυβερνώσας Ενωσης Κέντρου με την αποστασία. Και, τέλος, όπως είναι επίσης γνωστό, ενώ αρχικά το στρατιωτικό πραξικόπημα σχεδιαζόταν ως «έσχατη λύση» μεταξύ στελεχών της Δεξιάς, του Παλατιού και ανώτατων αξιωματικών, τελικά συνέβη «προληπτικά» (πριν από τις επικείμενες εκλογές), ερήμην όλων αυτών, από «μεσαία» στελέχη του στρατεύματος.
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, παρ’ ότι ως κεντρικό βέβαια στόχο είχε την αποφασιστική και οριστική εξόντωση της Αριστεράς, ήταν ταυτόχρονα ένας τρόπος επίλυσης της πολυδιάσπασης που επικρατούσε στο κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας και που εμφανιζόταν ως «σήψη» του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος.
Στη σημερινή Ελλάδα, το κοινωνικο-πολιτικό καθεστώς μοιάζει να έχει επενδύσει όλες του τις δυνάμεις τόσο στον στόχο της κατατρόπωσης της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος όσο και σε εκείνον της δικής του ενοποίησης, σε μια ενισχυμένη κυβερνητική αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας, την οποία όντως σε μεγάλο βαθμό κατόρθωσε να εξασφαλίσει. Ταυτόχρονα, όμως, μπορούμε ήδη να διακρίνουμε κάποιες φυγόκεντρες τάσεις.
Στο επίπεδο των ταξικών συμμαχιών, η Ν.Δ. κέρδισε τις εκλογές επειδή σημαντικά τμήματα των «μεσαίων τάξεων» πείστηκαν ότι το κόμμα αυτό θα τις γλίτωνε από την «ιδεοληψία» του ΣΥΡΙΖΑ που τις υπερφορολογούσε. Ηδη όμως διαφαίνεται μια υπαναχώρηση της Ν.Δ. ως προς το πότε θα εφαρμοστούν οι φοροελαφρύνσεις και το βέβαιο είναι πως αν κάποτε αυτές όντως εφαρμοστούν, οι ίδιες αυτές τάξεις θα νιώσουν στο πετσί τους τις «παράπλευρες απώλειες» που θα επέλθουν με τη μορφή δραστικών περικοπών στη δημόσια υγεία και παιδεία.
Στο κομματικό επίπεδο, παρατηρείται μετεκλογικά μια «κρίση» στη μέχρι την εκλογική αναμέτρηση αγαστή σύμπλευση μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝ.ΑΛΛ. Ο λόγος είναι απλός. Ενώ πριν από τις εκλογές η εν λόγω σύμπλευση συνίστατο στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, στο οποίο συμμετείχε σύσσωμο το αστικό στρατόπεδο, το μικρότερο κόμμα τώρα κατάλαβε ότι τούτο το μέτωπο ωφέλησε σχεδόν αποκλειστικά τη Ν.Δ., οπότε άρχισε να το ξανασκέφτεται το ζήτημα. Το πόσο ουσιαστική θα είναι η διαφοροποίηση μένει να φανεί.
Ισως η πιο ενδιαφέρουσα όμως φυγόκεντρος τάση έχει να κάνει με τις σχέσεις της Ν.Δ. με την Ακροδεξιά. Ολοι/ες βέβαια χαρήκαμε που η Χ.Α. δεν ξαναϋπάρχει στο Κοινοβούλιο. Η Ν.Δ. δεν έχει λόγους να είναι και τόσο χαρούμενη. Οσο το εκ δεξιών της κόμμα στη Βουλή ήταν ένα μόρφωμα που δικαζόταν ως εγκληματική οργάνωση, μπορούσε να έχει το κεφάλι της ήσυχο πως δεν θα υπάρξουν προς τα δεξιά διαρροές.
Τώρα όμως, με το καθ’ όλα ακροδεξιό και ταυτόχρονα καθ’ όλα «ευυπόληπτο» κόμμα της Ελληνικής Λύσης, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ασφαλή. Στα «κρίσιμα» θέματα, όπως η Συμφωνία των Πρεσπών και όχι μόνο, μια ακροδεξιά αντιπολίτευση την περιμένει, που ενδέχεται μέχρι και την αυτοδυναμία της να καταστήσει επισφαλή, αν κάποιοι από τους πιο «θερμοκέφαλους» ακροδεξιούς που ενυπάρχουν στους κόλπους της αποφασίσουν να ασκήσουν εκβιασμό.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών