Η πολιτική άνοδος του Σαλβίνι και της Λίγκας του Βορρά στην Ιταλία είναι ένα από τα συμπτώματα της κρίσης νομιμοποίησης των ιστορικών κομμάτων σε πολλές χώρες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκφράζεται με την κατακόρυφη πτώση των εκλογικών τους ποσοστών· σε ορισμένες χώρες η κρίση νομιμοποίησης των κομμάτων απειλεί να εξελιχθεί σε κρίση τής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η πολιτική κρίση εκδηλώθηκε πάνω στο έδαφος οικονομικών τάσεων, που έχουν τις απαρχές τους στη δεκαετία του 1970 και είναι κοινές στις μεγάλες εθνικές οικονομίες τού ευρώ, στις οποίες αυτή σοβεί. Ας τις υπενθυμίσω τηλεγραφικά:
1. Η πρώτη από αυτές τις κοινές τάσεις είναι η πολιτική περιορισμού τής δυνατότητας του κράτους να επεμβαίνει στην οικονομία. Ο περιορισμός επιτυγχάνεται τόσο με θεσμικά μέτρα – ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση αγορών – όσο και με τη γενίκευση του στόχου της συγκράτησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
2. Ενώ το επίπεδο της ανεργίας μπορεί να διαφέρει από χώρα σε χώρα – πλήρης απασχόληση ή σχεδόν στη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία, πάνω από 15% στην Ισπανία, μεταξύ 9 και 10% σε Γαλλία και Ιταλία – σε όλες αυτές τις ευρωπαϊκές χώρες αυξάνει η εισοδηματική ανισότητα ανάμεσα στους πολίτες.
3. Ένα στοιχείο των μεγάλων εισοδηματικών ανισοτήτων είναι η αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας. Σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Μ.Βρετανία το ποσοστό αυτό κυμαίνεται γύρω στο 15%. Μια βασική αιτία τής φτώχειας είναι ότι μεγάλο μέρος των εργαζομένων αμείβεται με μισθούς που δεν επαρκούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Οι «εργαζόμενοι φτωχοί» του 19ου αιώνα κάνουν την επανεμφάνισή τους στον 21ο.
4. Στις ανισότητες και στη φτωχοποίηση συμβάλλει και η καθήλωση των συντάξεων και η συνεχής μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης του τελευταίου μισθού.
5. Εξίσου συμβάλλει η μείωση των εσόδων από την αποταμίευση για τα χαμηλότερα εισοδήματα λόγω της πτώσης των επιτοκίων μετά το 2008 και της διατήρησής τους σε χαμηλά επίπεδα, αρνητικά σε ορισμένες χώρες σε σχετικές και απόλυτες τιμές.
6. Παράλληλα με τις εισοδηματικές ανισότητες σε εθνικό επίπεδο διευρύνονται οι περιφερειακές ανισότητες στο εσωτερικό κάθε χώρας, τόσο όσο προς το εισόδημα των πολιτών όσο και ως προς τις υπηρεσίες που τους παρέχονται από το δημόσιο και τις κοινωφελείς επιχειρήσεις.
7. Επιπλέον, και στις τέσσερις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ αποσαθρώνονται οι μεγάλες υποδομές κυρίως στη συγκοινωνία, ως αποτέλεσμα του περιορισμού των δημόσιων επενδύσεων.
Η κοινωνική έκπτωση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων και ο φόβος που διακατέχει άλλα ότι θα έχουν παρόμοια τύχη, βρίσκονται παντού στη βάση της απομάκρυνσης των πολιτών από τα μεγάλα ιστορικά κόμματα. Εντούτοις, ο τρόπος αντίδρασης των πολιτών διαφέρει από χώρα σε χώρα, καθώς φέρει τη σφραγίδα τής ιδιαίτερης πολιτικής τους κουλτούρας. Η επανάκαμψη του εθνικισμού σε πολλές χώρες πήρε αταβιστικά χαρακτηριστικά με την υιοθέτηση τρόπων σκέψης και πράξης που θεωρείτο ότι ανήκαν οριστικά στο παρελθόν.
Η ενίσχυση της ακροδεξιάς
Ας αρχίσουμε με τη χώρα με τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη και πολιτική επιρροή στην ΕΕ. Στη Γερμανία η επίκληση των κανόνων και η απαίτηση της πιστής εφαρμογής τους, είτε στην Ευρώπη κατά την κρίση χρέους είτε στο εσωτερικό της ίδιας της χώρας μετά την προσφυγική κρίση του 2015, ήταν αντίστοιχη της παλιάς πρωσικής ακαμψίας, μιας ακαμψίας που συγκάλυπτε τη ρατσιστική αντιμετώπιση των λαών της Νότιας Ευρώπης και των προσφύγων. Το κόμμα που εκφράζει εντονότερα τον νέο γερμανικό εθνικισμό και τις προκαταλήψεις σε βάρος των άλλων λαών, είναι το AfD. Ιδρύθηκε με αφορμή την κρίση χρέους και τα προγράμματα διάσωσης των υπερχρεωμένων χωρών, τα οποία κατεύθυνε η Γερμανία και παρουσιάστηκαν από διάφορους συντηρητικούς κύκλους μέσα στη χώρα ως η καταλήστευση του προϊόντος του ιδρώτα των Γερμανών εργαζομένων από τους τεμπέληδες Έλληνες και άλλους Νοτιοευρωπαίους. Τα ποσοστά αυτού του κόμματος εκτινάχτηκαν μετά την κρίση προσφύγων του 2015, η οποία παρουσιάστηκε, και από πάρα πολλούς εκλήφθηκε, ως μια θανάσιμη απειλή εναντίον της γερμανικής κουλτούρας και του γερμανικού τρόπου ζωής. Με την προσφυγική κρίση η πολιτική συμπεριφορά πολλών Γερμανών καθορίζεται περισσότερο από φοβίες και στερητικά σύνδρομα και λιγότερο από τις πραγματικές συνθήκες. Η συγκρότηση της κοινοβουλευτικής του ομάδας του AfD, που μπήκε για πρώτη φορά στο Μπούντεσταγκ με τις εκλογές του 2017, φανερώνει την ευρεία κοινωνική βάση αυτού του κόμματος, καθώς σε αυτή συμμετέχουν ελεύθεροι επαγγελματίες, καθηγητές, δικαστές, αστυνομικοί και στρατιωτικοί. Παράλληλα με το AfD έχει αναπτυχθεί ένα καλά δικτυωμένο κίνημα εθνικιστών διανοουμένων με τους δικoύς τους εκδοτικούς οίκους και περιοδικά που διαδίδουν την εθνικιστική ιδεολογία, διατηρούν μια ασαφή σχέση με τη ναζιστική ιδεολογία και έχουν σημαντική απήχηση στη νεολαία, ενώ γύρω τους περιστρέφεται ένα νεφέλωμα από λιγότερο η περισσότερο παράνομες ναζιστικές, φιλομοναρχικές και άλλες μικροομάδες διαφόρων νοσταλγών του παρελθόντος. Παρά την κατά καιρούς εκδήλωση οχλοκρατικών εκδηλώσεων της γερμανικής άκρας δεξιάς και τους όχι σπάνιους φραστικούς εκτροχιασμούς της ηγεσίας του κόμματος, το AfD ακολουθεί γενικώς τη στρατηγική της νόμιμης δράσης, κάτι που αυξάνει την ανησυχία μέχρι αγωνίας τού παλαιού πολιτικού συστήματος και το οδηγεί σε αντιφατικές και σπασμωδικές κινήσεις. Παρόλο που το AfD έχει αποσπάσει ψήφους από όλους τους πολιτικούς χώρους, τη μεγαλύτερη νευρικότητα δείχνει η Χριστιανοδημοκρατία, οι ηγέτες της οποίας καλούν αλληλοδιαδόχως σε μια νέα «συντηρητική επανάσταση», για να ανατραπεί η υποτιθέμενη ηγεμονία της αριστερής ιδεολογίας, επιβάλλουν την ανάρτηση εσταυρωμένων στις δημόσιες υπηρεσίες της Βαυαρίας, και κατόπιν εξετάζουν τη λήψη αστυνομικών μέτρων κατά τουAfD , ενώ την επομένη καλούν τους πολίτες παρά τις διαφορετικές πολιτικές τους απόψεις να δείχνουν αλληλοκατανόηση και να διαλέγονται ήρεμα μεταξύ τους και, τελικά, θέτουν υπό παρακολούθηση το κόμμα από την Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος. Χαρακτηριστικό της σύγχυσης είναι η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του ομοσπονδιακού υπουργείου των Εσωτερικών, που μετατράπηκε σε υπουργείο Εσωτερικών, Οικοδόμησης και Μικρής Πατρίδας (Heimat) δείχνοντας την πρόθεση να συνδυαστεί η αστυνόμευση με την πολιτική κατοικίας και τους συμβολισμούς του γερμανικού τρόπου ζωής.
Η συγκεκαλυμμένη γαλλική μοναρχία
Στη Γαλλία, με την εκλογή Μακρόν, η συγκεκαλυμμένη μοναρχία της 5ης Δημοκρατίας έφθασε στο αποκορύφωμά της. Από την εποχή της προεκλογικής εκστρατείας ο Μακρόν ανήγγειλε την άσκηση της εξουσίας κατά το πρότυπο του Δία – président jupitérien – κατακόρυφα, χωρίς ενδιάμεσα πρόσωπα ή θεσμούς με χαρακτηριστικό στοιχείο την υπόσχεση μείωσης του αριθμού των βουλευτών κατά ένα τρίτο και με περιορισμό των συνεδριάσεών τους. Κόμματα, συνδικάτα και άλλες συλλογικότητες αποδυναμώθηκαν η/και περιθωριοποιήθηκαν. Ενάμιση χρόνο μετά οι υποσχέσεις τού προέδρου – Δία για βελτίωση των όρων ζωής της πλειονότητας δεν υλοποιήθηκαν, ενώ η φορολογική πολιτική της νέας κυβέρνησης αύξησε τις ανισότητες. Δεδομένης της επαναστατικής παράδοσης της γαλλικής κοινωνίας, δεν είναι απρόσμενο ότι στη μοναρχική αντίληψη και πρακτική η απάντηση δόθηκε με ένα γενικευμένο ρεμπελιό, με μια εξέγερση – τα κίτρινα γιλέκα. Η διαχείριση της πολιτικής κρίσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, οδήγησε σε μια χαρακτηριστική αναβίωση πολιτικής ορολογίας και πρακτικών του του Παλαιού Καθεστώτος πριν την Επανάσταση του 1789. Συγκαλούνται συνελεύσεις τοπικών προυχόντων ανάλογων των επαρχιακών συνελεύσεων των τριών νομοκατεστημένων τάξεων, συντάσσονται «τετράδια παραπόνων», αναγγέλλονται «ασίζες» και η εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων Γαλλία αποκαλείται «τα εδάφη» (les territoires), όρος που χρησιμοποιούταν για τις αποικίες, ενώ οι κάτοικοί αυτών «των εδαφών» αντιμετωπίζονται ως καθυστερημένοι ιθαγενείς.
Η ιταλική περίπτωση
Στην Ιταλία η κρίση των πολιτικών συνασπισμών που εναλλάχτηκαν στην εξουσία μετά το 1992 και το σκάνδαλο διαφθοράς που είχε ως συνέπεια, έμμεσα ή άμεσα, τη διάλυση των παλαιών πολιτικών κομμάτων (Χριστιανοδημοκράτες, Σοσιαλιστές, Σοσιαλδημοκράτες, Ρεπουμπλικάνοι), ανανέωσε την ισχύ των τοπικισμών και βάθυνε τις εσωτερικές διαιρέσεις ανάμεσα σε Βόρεια, Κεντρική και Νότια Ιταλία. Μετά την ανατροπή τής κυβέρνησης Μπερλουσκόνι το 2012, κάτω από την πίεση της κερδοσκοπίας σε βάρος των κρατικών χρεογράφων και μιας ετερόκλητης εσωτερικής πολιτικής συμμαχίας και πολύ παρασκήνιο, στην αρχή ανήλθαν τέσσερις κυβερνήσεις που είτε δεν είχαν αναδειχθεί από τη λαϊκή ψήφο είτε προέκυψαν από παρασκηνιακούς σχεδιασμούς. Αυτές εφάρμοσαν την πολιτική λιτότητας που επέβαλε η ΕΕ και το ΔΝΤ και προώθησαν χωρίς επιτυχία μια συνταγματική μεταρρύθμιση, που ενίσχυε την εκτελεστική εξουσία σε βάρος του κοινοβουλίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Στις εκλογές του Μαρτίου 2018 ο Βορράς συντάχθηκε πλειοψηφικά με το δεξιό συνασπισμό, στους κόλπους του οποίου τις περισσότερες ψήφους πήρε η Λίγκα του Βορρά, η οποία εκφράζει το αίτημα των πλούσιων βόρειων επαρχιών για περισσότερη αυτονομία από την κεντρική κυβέρνηση και παρουσιάστηκε με ένα πρόγραμμα που ανακήρυσσε τους πρόσφυγες και τους παράτυπους μετανάστες στο κατ’ εξοχή πρόβλημα της χώρας χρησιμοποιώντας λόγο στα όρια του ρατσιστικού και με συγκεκαλυμμένες αναφορές στον Μουσολίνι. Κατά τα άλλα, υποσχόταν μείωση της άμεσης φορολογίας των επιχειρήσεων και των φυσικών προσώπων και κατάργηση της αύξησης του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση. Σε αυτό το τελευταίο αίτημα το πρόγραμμα της Λίγκας συνέπιπτε με εκείνο του Κινήματος των 5 Αστέρων, που το υπερψήφισαν ο Νότος και τα μεγάλα νησιά. Άσχετα αν τελικά τα δύο κόμματα αναγκάστηκαν να συγκυβερνήσουν, η επιλογή των ψηφοφόρων της Νότιας Ιταλίας εξέφρασε την αποστροφή τους για την υπεροψία και τη μέχρι πολύ πρόσφατα ρατσιστική αντιμετώπιση των Νότιων Ιταλών από τους ηγέτες της Λίγκας.
Στις νότιες επαρχίες με υψηλά ποσοστά ανεργίας η υπόσχεση των 5 Αστέρων για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα από το κράτος για όλους τους πολίτες φαίνεται ότι μέτρησε θετικά εκλογικά. Το Δημοκρατικό Κόμμα που είχε προκύψει από αλλεπάλληλες μετεξελίξεις και διευρύνσεις προς τα δεξιά του ΚΚΙ διατηρήθηκε μόνο σε μερικές επαρχίες της Κεντρικής Ιταλίας, Τοσκάνη και Εμίλια, ενώ οι αριστεροί διαφωνούντες που είχαν αποσχιστεί από αυτό καταποντίστηκαν εκλογικά. Η ένταση ανάμεσα στις εξισωτικές προτάσεις των 5 Αστέρων και τη φιλοεπιχειρηματική πολιτική της Λίγκας έσπρωξε προς την τελευταία το σύνολο σχεδόν των υποστηρικτών των παλαιότερων αστικών κομμάτων, που δεν τους απέτρεψαν οι ρατσιστικές και φασίζουσες εξάρσεις των στελεχών της Λίγκας. Μαζί τους προσχώρησαν και τα πολιτικά κυκλώματα του Νότου, που διατηρούν σχέσεις με τη μαφία και είχαν περάσει μετά το τέλος τής Χριστιανοδημοκρατίας στο κόμμα τού Μπερλουσκόνι. Η ετερόκλητη συμμαχία Λίγκας και 5 Αστέρων σήμανε την ήττα – προσωρινή άραγε; – των λεγόμενων poteri forte, του συμπλέγματος δημόσιας διοίκησης, καθολικής εκκλησίας, οικονομικών κύκλων, μασονικών στοών και άλλων μυστικών οργανώσεων, που τα πλοκάμια του εκτείνονταν σε όλα τα κόμματα.
Η «υπέροχη απομόνωση» της Μ.Βρετανίας
Οι οικονομικές στατιστικές αντανακλούν το διχασμό της κοινωνίας στη Μ. Βρετανία, που εξελίσσεται σε δυαδική κοινωνία του τύπου πολλών χωρών του τρίτου κόσμου. Η κεντρική κυβέρνηση έχει ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, το έλλειμμα των εξωτερικών ισοζυγίων είναι χαμηλό και το ύψος της ανεργίας διατηρείται επίσης σε χαμηλά επίπεδα. Ταυτόχρονα όμως το ποσοστό του πληθυσμού που θεωρείται φτωχό αυξάνει και οι ανισότητες μεταξύ τών περιφερειών διευρύνονται. Η μετανάστευση από τις χώρες τής ΕΕ συγκέντρωσε τη μήνι πολλών πολιτών που κατηγορούν τις πολιτικές της ΕΕ για τη δυσπραγία τους. Σε αυτές τις συνθήκες, στην Αγγλία η στροφή έγινε προς το ένδοξο αυτοκρατορικό παρελθόν, προς την «υπέροχη απομόνωση» την οποία ελπίζουν να αναβιώσουν όσοι ψήφισαν στο δημοψήφισμα του 2016 υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ, υπέρ του Brexit. Οι αντίπαλοι αυτής της επιστροφής στο παρελθόν επιχείρησαν να την αποτρέψουν με την προσφυγή στις εξουσίες άλλων θεσμών συνδεδεμένων με το ένδοξο παρελθόν τη Βουλή των Λόρδων και το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court), με τελικό αποτέλεσμα οι διαδικαστικές μάχες οπισθοφυλακής τού φιλοευρωπαϊκού κατεστημένου να αναδείξουν το ρυθμιστικό ρόλο τής λαϊκής αντιπροσωπίας, της Βουλής των Κοινοτήτων, στην οποία οι πολιτικοί αντικατοπτρισμοί των διαιρέσεων της βρετανικής κοινωνίας αλληλοεξουδετερώθηκαν και οδήγησαν σε ένα προσωρινό, κατά πάσαν πιθανότητα, πολιτικό αδιέξοδο.
Τα κοινά αρνητικά στοιχεία
Η επιστροφή σε πολιτικές φόρμες τού παρελθόντος, ο αταβισμός, είναι φυσικό να παίρνει σε κάθε χώρα διαφορετική μορφή. Παρόλες όμως τις διαφορές, η κατεύθυνση της κοινωνικής και πολιτικής πίεσης είναι η ίδια. Η εξουδετέρωση των ενδιάμεσων πολιτικών συλλογικοτήτων, κομμάτων και συνδικάτων, η εξατομίκευση της κοινωνίας, οι ανακατατάξεις στη διάρθρωση της οικονομίας, με τη διόγκωση των υπηρεσιών και την αύξηση της αυτοαπασχόλησης και της επισφαλούς εργασίας, σε συνδυασμό με τη μείωση της αυθεντίας των μαρξιστικών αναγνώσεων του κοινωνικού γίγνεσθαι έκαναν την ανοικτή ταξική αντιπαράθεση μισθωτών και εργοδοτών λιγότερο συχνή από ό,τι στον 20ό αιώνα. Η πολιτική εξουσία, το κράτος αναδείχτηκε στο μόνο ορατό αντίπαλο, στο στόχο προς τον οποίο συγκλίνει η δυσαρέσκεια και η πολιτική κινητοποίηση. Στο μοντέλο τής κατακόρυφης άσκησης της εξουσίας είναι φυσικό το πρόσωπο του προέδρου Μακρόν να γίνεται ο κύριος στόχος και να ζητείται η παραίτησή του, αλλά η απώτερη βλέψη των διαμαρτυρόμενων είναι η μεταβολή των δομών της εξουσίας προς το δημοκρατικότερο με κυριότερο εργαλείο το Δημοψήφισμα κατόπιν Πρωτοβουλίας των Πολιτών (RIC) . Στη Γερμανία, όταν το AfD βάζει στο στόχαστρο την καγκελάριο Μέρκελ, ο στόχος δεν είναι το συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά όλο το οικοδόμημα των γερμανικών πολιτικών και δικανικών θεσμών και το αξιακό σύστημα που τους συνέχει, από το Σύνταγμα, το βασικό νόμο του 1949, τη νομοθεσία για το γάμο, τη νομολογία για το άσυλο. Στην Ιταλία το σύνθημα εντιμότητα (onesta) του Κινήματος των 5 Αστέρων έθιγε την εξουσία του συμπλέγματος των poteri forte, που θεωρείται ότι ελέγχουν παρασκηνιακά την κεντρική κυβέρνηση, αυτήν που οι πλούσιες βόρειες επαρχίες και η Λίγκα του Βορρά κατηγορούν για διαφθορά και διασπάθιση των φορολογικών εσόδων.
Τι περιμένουν οι πολίτες από την ΕΕ;
Καθώς όμως οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν εκχωρήσει μέρος της κυριαρχίας τους στους θεσμούς τής ΕΕ, η εναντίωση σε κάθε μια από αυτές για λόγους εσωτερικής πολιτικής μεταφράζεται άμεσα σε απόρριψη της ΕΕ και των πολιτικών που εμφανίζονται να υπαγορεύονται από τα όργανά της. Αυτό όμως που θέλω να τονίσω, είναι ότι, παρόλο που η ΕΕ μπορεί να εμφανίζεται σαν ο υπερκείμενος στόχος, η πολιτική αντιπαράθεση διεξάγεται μέσα στα εθνικά θεσμικά πλαίσια του κάθε κράτους μέλους. Αμφιβάλλω ότι αυτό θα αλλάξει με τις επικείμενες εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Η απειλή για τις πολιτικές ελευθερίες και τον πολιτισμό είναι υπαρκτή, αλλά η μάχη θα κριθεί στο εσωτερικό κάθε χώρας μέλους, με επιχειρήματα που αντλούνται από τις συγκεκριμένες εθνικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, γιατί οι ευρωπαίοι πολίτες θεωρούν ότι μόνο αυτές μπορούν να τις επηρεάσουν άμεσα.
Η χαμηλή και φθίνουσα συμμετοχή στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από 62% το 1979, όταν το σώμα αυτό αναδείχθηκε για πρώτη φορά με άμεση και καθολική ψηφοφορία, σε κάπου 42% το 2014. Είναι εμφανές ότι οι πολίτες δεν έχουν πειστεί για τον αποφασιστικό ρόλο του Ευρωκοινοβουλίου, δικαιολογημένα κατά τη γνώμη μου. Για τους λόγους αυτούς μια προεκλογική εκστρατεία αρθρωμένη γύρω από το δίλημμα ποια Ευρώπη θέλουμε που ταυτόχρονα ορίζεται ως ιδεολογικό αποκλειστικά δίλημμα δεν θα μπορέσει να κινητοποιήσει τους ευρωπαίους πολίτες. Το διακύβευμα εμφανίζεται εγκεφαλικό και απομακρυσμένο από τις πιεστικές ανάγκες της καθημερινότητας, αν δεν τεθούν ζητήματα που θα μπορεί να τα νοιώσει ο πολίτης. Για παράδειγμα θα μπορέσει να υπάρξει περισσότερη κοινωνική και περιφερειακή δικαιοσύνη, αν δεν αμφισβητηθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας;
Αυτά θα πρέπει να το έχουν υπόψη τους οι δυνάμεις που θέλουν πραγματικά να αλλάξει η Ευρώπη σε μια κατεύθυνση περισσότερο δημοκρατική και με μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη. Ο αγώνας προς αυτήν την κατεύθυνση είναι αναγκαστικά συνεχής και διαρκής. Τα αιτήματα και οι στόχοι πρέπει να τίθενται καθημερινά και με σαφήνεια και όχι μόνο κάθε πέντε χρόνια. Η επιτυχία είναι αβέβαιη και διαφεύγει σε ένα μέλλον που δεν μπορεί να το περιμένει η πολιτική πράξη. Είναι λοιπόν κατανοητή η διάθεση των προοδευτικών – ας τις ονομάσουμε έτσι – δυνάμεων να αναζητήσουν συμμαχίες αναγκαστικά βραχυπρόθεσμες και ας τις βαφτίζουν «στρατηγικές». Το ερώτημα όμως είναι με τι τίμημα για την επίτευξη των μακροπρόθεσμων στόχων και την ίδια την επιβίωση των δυνάμεων που επαγγέλλονται την αλλαγή. Οι πολιτικές δυνάμεις που υπερασπίζονται τη σημερινή ευρωπαϊκή πολιτική δεν είναι πολύ πειστικές στο ρόλο των υπερασπιστών της δημοκρατίας από τις «σκοτεινές δυνάμεις» καθώς έχουν κατά καιρούς κάνει πολλούς συμβιβασμούς με αυτές και έχουν συχνά δείξει μεγάλη ελαστικότητα στην εφαρμογή των δημοκρατικών αρχών. Ας θυμηθώ εδώ τη μάλλον ευγενική και προσεκτική, σε σχέση με τις ρήσεις άλλων, διατύπωση της Άνγκελα Μέρκελ του 2011: «Ζούμε βέβαια σε μια Δημοκρατία και αυτή είναι μια κοινοβουλευτική Δημοκρατία και για αυτό [η ψήφιση] του προϋπολογισμού αποτελεί κεντρικό δικαίωμα του κοινοβουλίου και για αυτό το λόγο θα βρούμε τρόπους, ώστε η συμμετοχή του κοινοβουλίου στις αποφάσεις να διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο που, παρόλα αυτά, να είναι συμβατή με την αγορά». Ίσως πάλι αυτοί που ελέγχουν σήμερα την πολιτική της ΕΕ και ισχυρίζονται ότι θέλουν να σώσουν τη δημοκρατία σε αυτήν από το λαϊκισμό και τον εθνικισμό να μη πολυπιστεύουν σε αυτήν τη μάχη, αν κρίνουμε από τους επικεφαλής υποψήφιους που επέλεξαν το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι και τη χαμηλής έντασης προεκλογική εκστρατεία που φαίνεται ότι θα διεξάγουν. Τα διλήμματα είναι επιτακτικά και αδυσώπητα. Ο θεωρητικός κατανοεί την απορία του πολιτικού και συμπάσχει με αυτόν, αλλά η υποχρέωσή του είναι να συμβουλεύει λιγότερο κυνισμό και περισσότερο θάρρος.
Χρήστος Χατζηιωσήφ
Πηγή: Η Εποχή