Macro

Το δέντρο και το δάσος σε ένα ευρωψηφοδέλτιο

Εάν όλοι στον ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν, όπως φαίνεται, ότι οι επικείμενες ευρωεκλογές έχουν κρίσιμη σημασία τόσο για την ΕΕ όσο και για τη χώρα μας, πώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι αντιμετωπίζεται ο πολιτικός σχεδιασμός τής συγκεκριμένης εκλογικής αναμέτρησης με έναν τρόπο που δεν αντιστοιχεί στην πανθομολογούμενη σπουδαιότητά της;
Η αρχική και θεμελιώδης σύλληψη, σύμφωνα με την οποία η παρούσα πολιτική πραγματικότητα απαιτεί τη συσπείρωση ευρύτερων προοδευτικών δυνάμεων σε έναν πόλο που θα αντιπαρατεθεί στην ενίσχυση της δεξιάς και ιδίως της ακροδεξιάς αναγνωρίζοντας ως βασική αιτία αυτού του πανευρωπαϊκού φαινομένου τις κυρίαρχες πολιτικές λιτότητας και δημοκρατικού ελλείμματος, είναι ορθή. Πώς, όμως, υποστηρίζεται στις πρακτικές εξειδικεύσεις της;
Επειδή δεν είναι ώρα –δύο μήνες πριν τις ευρωεκλογές –να παρελθοντολογούμε για το πώς π.χ. σχεδιάστηκε αυτή η συσπείρωση δυνάμεων από το χώρο μεταξύ κέντρου και αριστεράς ή για το αν αποφεύχθηκαν στην προσπάθεια αυτή άστοχες κινήσεις και επιλογές, ας μιλήσουμε συγκεκριμένα για μια πλευρά του γενικότερου σχεδιασμού, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, δηλαδή μπορεί να βελτιωθεί.

Τα πρόσωπα και τα πράγματα

Την εβδομάδα που πέρασε, δεν πρέπει να υπήρξε κανείς που να μην ασχολήθηκε με τη συμπερίληψη του Πέτρου Κόκκαλη στο ευρωψηφοδέλτιο. Την προηγούμενη έγινε το ίδιο για την υποψηφιότητα της Μυρσίνης Λοΐζου. Προφανώς θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε κάθε ένσταση για κάθε πρόσωπο. Όπως θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε και να λάβουμε σοβαρά υπόψη κάθε επιχείρημα υπέρ της επιλογής οποιουδήποτε προσώπου. Μια τέτοια συζήτηση, ωστόσο, θα όφειλε να γίνει πριν την οριστική κατάρτιση και δημοσίευση του ψηφοδελτίου.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το συγκεκριμένο ζήτημα, δείχνει πόσο ευάλωτος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι οπαδοί του στην πολιτική επιδίωξη των αντιπάλων του να επιβάλουν το δικό τους τρόπο στην πολιτική αντιπαράθεση, που είναι η αποπροσανατολιστική περιπτωσιολογία. Συναινώντας σε αυτή τη μέθοδο και τα πραγματικά προβλήματα δεν αναδεικνύονται και το προσδοκώμενο όφελος των αντιπάλων μεγιστοποιείται. Μπορούμε να συζητάμε μερόνυχτα για τη Λοΐζου και τον Κόκκαλη, χωρίς να θίγουμε το ουσιαστικό ερώτημα: πώς πρέπει να συγκροτείται ένα ψηφοδέλτιο, ώστε να πείσει για τη σοβαρότητα αυτών που το προτείνουν, για το συγκεκριμένο πολιτικό στίγμα που δίνει και για την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων για εκλογή;
Πώς και από ποιον προτείνονται τα συγκεκριμένα πρόσωπα; Πώς και από ποιον επιλέγονται ως υποψήφιοι τελικά; Σε ποια πολιτική λογική εντάσσεται κάθε επιλογή και ο τελικός συνδυασμός των υποψηφίων; Τι μηνύματα επιδιώκεται να στείλουν και σε ποιους ακριβώς; Ποια λογική επιβάλλει να δίνονται τμηματικά τα ονόματα των υποψηφίων και όχι συνολικά, σαν μια πρόταση συνεκτική; Τελικά, αυτούς στους οποίους κάνουμε την τιμή και αναθέτουμε το καθήκον να εκπροσωπήσουν στην ευρωβουλή την ελληνική αριστερά, τους βλέπουμε απλώς σαν κράχτες για τη συγκέντρωση εκλογικής πελατείας, σαν ένα είδος ατραξιόν, ή σαν εκφραστές μιας πολιτικής αντίληψης και μιας δυναμικής, μιας πρότασης που θέλουμε να πείσει τους πολίτες και όχι να θαμπώσει τον «πελάτη»;

Διαδικασία με ουσία

Και επειδή κινούμαστε στο πλαίσιο της γενικής γραμμής του προοδευτικού πόλου, για το ψηφοδέλτιο αυτό ποιον ρόλο προορίζεται να έχουν οι σύμμαχες δυνάμεις; Ισότιμο σε μια διαδικασία σύνθεσης ή συμπληρωματικό με τη διάθεση-παραχώρηση σ΄ αυτούς ικανοποιητικού αριθμού «θέσεων» υποψηφίων; Και τι ακριβώς θα ικανοποιεί ένα τέτοιος αριθμός και μια τέτοια διαδικασία; Έχουμε δει την εκλεγμένη το 2014 ομάδα των ευρωβουλευτών, πώς εκλέχτηκε και πώς και πώς κατέληξε; Αποτιμήθηκε ποτέ όχι η απόδοσή της, αλλά η διαδικασία τής επιλογής της; Βγήκαν κάποια συμπεράσματα χρήσιμα για τις επόμενες διαδικασίες επιλογής υποψηφίων – όχι της επιλογής κάποιων προσώπων, αλλά της διαδικασίας ένταξής τους σε μια ομάδα ειδικού και κοινού σκοπού; Και από ποια πολιτικά όργανα; Μονομελή ή συλλογικά; Πολυμελή, ολιγομελή, υπεύθυνα (δηλαδή υπέχοντα ευθύνη) ή μη; Αν για τα ψηφοδέλτια των εθνικών εκλογών τον τελευταίο λόγο έχει η ΚΕ, γιατί το ευρωψηφοδέλτιο δεν θα έπρεπε να ισχύει κάτι αντίστοιχο;
Δεν πρόκειται για μια διαδικασιολογία άνευ ευτελείας, αλλά για την υπευθύμιση μιας απλής και πολλαπλά επαληθευμένης πραγματικότητας: όσο περισσότεροι συζητούν έγκαιρα και συστηματικότερα για ένα θέμα, τόσο μικρότερες είναι οι πιθανότητες της εσφαλμένης επιλογής. Και τόσο πειστικότερες οι εξηγήσεις για τις αμφισβητούμενες μεταξύ αυτών. Και ακόμη λιγότερο οξυμένες οι αντιπαραθέσεις για τις ενδεχόμενες αστοχίες – και λιγότερο βλαπτικές πολιτικά.

Πρόταση με συνοχή

Με αυτές τις προϋποθέσεις θα είχαν τη θέση τους σε ένα ριζοσπαστικό αριστερό ψηφοδέλτιο όχι μόνο πρόσωπα που εντυπωσιάζουν, αλλά και πρόσωπα που ξαφνιάζουν, ακόμα και κάποια που ξενίζουν ή και προκαλούν αντιδράσεις. Γιατί το ζητούμενο –όχι μόνο σε μια εκλογική μάχη– είναι ο βέλτιστος πολιτικά συνδυασμός, ούτε η καθαρότητα ούτε η ποικιλία ως αυτοσκοπός, ή ως μέσο για μια αμφίβολη πολυσυλλεκτικότητα. Ένας τέτοιος συνδυασμός θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως συγκροτημένη και πολιτικά τεκμηριωμένη πειστική πρόταση με το σύνολο της αναγκαίας επιχειρηματολογίας σε μια πολιτική εκδήλωση στην επίσημη έναρξη της προεκλογικής καμπάνιας, ώστε να αποκτήσει το πολιτικό της νόημα ως πρόταση με συνοχή και όχι ως επικοινωνιακό εύρημα. Στο κάτω κάτω της γραφής, η διαδικασία επιλογής και εκλογής -καθώς και κάθε σχετική προδικασία– έχει και παιδευτική αξία· μας μαθαίνει να δεχόμαστε τόσο τις αρχικές προτάσεις όσο και τις τελικές επιλογές, αρκεί να είναι προϊόν διαφάνειας, δημοκρατικών κανόνων και ουσιαστικής πολιτικής συζήτησης. Κι αυτό δεν πρέπει κανείς να το υποτιμά στο όνομα οποιασδήποτε επίκλησης της ανάγκης για άμεση αποτελεσματικότητα. Τουλάχιστον όσοι ζουν ή παρακολουθούν και ακολουθούν τον ΣΥΡΙΖΑ, θα έπρεπε να είχαν πεισθεί ότι τα αποτελέσματα κάθε πολιτικής προσπάθειας πολύ συχνά αργούν να φανούν, και συνεπώς δεν πρέπει να γίνεται καταχρηστική επίκληση της ανάγκης για αποτελεσματικότητα. Τω παντί χρόνος και καιρός μας έχει υποδείξει εδώ και πολλούς αιώνες ο Εκκλησιαστής.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή