Σήμερα κλείνουν δύο χρόνια από τότε που ο Νίκος Φίλης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το θώκο του υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων επειδή ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος είχε δημόσια εκφράσει δυσαρέσκεια για τις θέσεις του όσον αφορά τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας γενικά, και τη διδασκαλία των Θρησκευτικών ειδικότερα. Δεν θα αναφερθώ περαιτέρω στο γεγονός, το είχα σχολιάσει εκτενώς σε άρθρο μου όταν είχε προκύψει. Το μνημονεύω ως, ίσως, το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της –τουλάχιστον- «αμήχανης» στάσης της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις σχέσεις κράτους-εκκλησίας. Ωστόσο, παρ’ ότι στο συγκεκριμένο συμβάν είχε παίξει καταλυτικό ρόλο ο «κυβερνητικός εταίρος», δεν νομίζω ότι εξαντλείται εκεί το πρόβλημα.
Η Αριστερά στην Ελλάδα διακατέχεται από μια ιδιόμορφη «ενοχική στάση» απέναντι στην εκκλησία. Ακριβέστερα, δεν πρόκειται τόσο για «ενοχές» απέναντι στον ίδιο τον εκκλησιαστικό θεσμό, όσο για μια ιδιαίτερη «ευαισθησία» ως προς την (ελληνορθόδοξη) θρησκευτική πίστη των απλών ανθρώπων. Κάποιος «κυνικός», ή όχι τόσο καλοπροαίρετος, θα έλεγε ότι πρόκειται απλώς για το γνωστό «φόβο του πολιτικού κόστους», τον οποίο τώρα μοιράζεται και ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας. Πιστεύω, όμως, πως έχουμε να κάνουμε με κάτι βαθύτερο. Εξηγούμαι.
Διαβάζω στο κύριο άρθρο της «Εφ.Συν.» της περασμένης Τετάρτης (31/10/2018) αναφορά σε έρευνα που έγινε την περίοδο 2015-2017 σε 34 χώρες της Ευρώπης: «…οι Έλληνες ήρθαν πρώτοι για τις μεταφυσικές τους ανησυχίες, καθώς το 92% των ερωτηθέντων δήλωσαν πως πιστεύουν στο θεό…». Και λίγο πιο πάνω, κάτι ίσως ακόμα πιο σημαντικό: «…το 76% των συμπατριωτών μας θεωρούν τη χριστιανική πίστη τους, στοιχείο της εθνικής τους ταυτότητας και ότι μόνο ως χριστιανοί είναι “αληθινοί Έλληνες”».
Το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο
Δεν υπάρχει βέβαια κάποιου είδους υπερφυσική ταύτιση μεταξύ του «θεού της Ελλάδας» και εκείνου της χριστιανοσύνης από την οποία απορρέει αναπόφευκτα η «κοινή μοίρα» της πρώτης με τη δεύτερη. Η εν λόγω στενή σύνδεση μεταξύ εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας έχει να κάνει με τους ιστορικά συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους συγκροτήθηκε η αφήγηση της εθνικής ιδεολογίας. Αναφέρομαι στον κομβικό ρόλο που έπαιξε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως κράτος ταυτόχρονα «ελληνικό» και χριστιανικό στην ιδεολογική εγκαθίδρυση της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους, από την ιστοριογραφία του 19ου αιώνα κι έπειτα. Επικαλούμενος την ιστορικο-υλιστική προσέγγιση, θυμίζω πως τούτη η ιδεολογική συγκρότηση δεν έμεινε στα μυαλά κάποιων διανοουμένων, αλλά ενσωματώθηκε κατά τρόπο μαζικό και υλικότατο σε εκπαιδευτικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς, στους οποίους γαλουχήθηκαν αμέτρητες γενιές Ελλήνων, «εμπεδώνοντας» την εν λόγω συνέχεια και τη συνακόλουθη ταύτιση θρησκείας και έθνους, δεδομένου ότι τη διδάσκονταν σε όλες τις βαθμίδες της βασικής εκπαίδευσης.
Μέσα σε αυτό το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο, η πρωινή προσευχή στα σχολεία δεν αποτελεί παραφωνία. Όπως επίσης δεν φαντάζει ως κάτι αξιοπερίεργο η συνύπαρξη ρασοφόρων και πολιτικών κατά την ορκωμοσία των κυβερνήσεων ή κατά τις εναρκτήριες συνεδρίες της Βουλής, για να μην πούμε για τις εικόνες που επικρέμανται ως χριστιανικές μεταμορφώσεις της Θέμιδας στις αίθουσες των δικαστηρίων. Όλα τούτα προσδίδουν στην εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία κάτι από την αίγλη του Βυζαντίου, που από παιδιά είχαμε μάθει να αφομοιώνουμε ως αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικότητάς μας. Ο Αλτουσσέρ, εξηγώντας την πρακτική συγκρότηση του υποκειμένου από την ιδεολογία, είχε πει: «Λέμε λοιπόν, για να πάρουμε ένα μόνο υποκείμενο (το τάδε άτομο), ότι η ύπαρξη των ιδεών της πίστης του είναι υλική, κατά το ότι οι ιδέες του είναι οι υλικές πράξεις του ενταγμένες σε υλικές πρακτικές, ρυθμισμένες από υλικές τελετουργίες που με τη σειρά τους ορίζονται από τον υλικό ιδεολογικό μηχανισμό απ’ όπου απορρέουν οι ιδέες αυτού του υποκειμένου»1. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι πώς όλες αυτές οι εκπαιδευτικές, πολιτικές και δικαστικές «συνήθειες», δηλαδή υλικές πρακτικές, συνεργούν αγαστά στο να αναπαράγουν περαιτέρω και εις τους αιώνας των αιώνων το καταστατικό ιδεολόγημα της νεοελληνικής ταυτότητας ως συνάμα ελληνικής και ορθόδοξης.
Αποκαθήλωση των πρακτικών
Η Αριστερά στην Ελλάδα, όπως η Αριστερά κάθε χώρας, πασχίζει να καταστεί ηγεμονική επικαλούμενη συχνά στοιχεία εθνικής ταυτότητας και ιστορίας, στο πλαίσιο πάντα ενός ριζοσπαστικά εννοούμενου «δημοκρατικού πατριωτισμού» -ο οποίος δυνάμει προσλαμβάνει αντιιμπεριαλιστικά έως και αντικαπιταλιστικά πρόσημα. Το πρόβλημα είναι πως στη χώρα μας τούτη, η εθνική ταυτότητα «πάει πακέτο» με τα πασιφανώς προ-νεωτερικά και αντι-Διαφωτιστικά στοιχεία της ελληνοορθοδοξίας. Εξ ου και η προαναφερθείσα «αμηχανία».
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, το πρόβλημα για την Αριστερά δεν είναι θεωρητικό ή «μεταφυσικό», είναι πρακτικό. Για την Αριστερά, ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας δεν είναι μόνο τι θα γράφει το Σύνταγμα. Είναι το ξήλωμα των πρακτικών που έχουν συγκροτήσει και εξακολουθούν να συγκροτούν ταυτότητες εδώ και τουλάχιστον ενάμισι αιώνα –που κάποτε όμως πρέπει να αρχίσει. Αν όχι τώρα, πότε; Αν όχι από την κυβέρνηση της Αριστεράς, από ποιον;
* Καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
1. Λουί Αλτουσσέρ, Θέσεις, Αθήνα: Θεμέλιο, 1983, σ. 105 (μτφρ. τροποποιημένη).
Κύρκος Δοξιάδης
Πηγή: Η Εποχή