Η Μαριστέλλα Σβάμπα, μια από τις σημαντικότερες φωνές της αριστερής διανόησης στην Αργεντινή, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λα Πλάτα, μιλάει για την εμβάθυνση της κρίσης από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του Μαουρίτσιο Μάκρι, την αργεντίνικη Αριστερά, και τις εξελίξεις στην Λατινική Αμερική.
Τη συνέντευξη πήρε ο Δημήτρης Γκιβίσης
Πώς είναι τα πράγματα στην Αργεντινή;
Η σημερινή κατάσταση χαρακτηρίζεται από την υλοποίηση ενός σκληρού νεοφιλελεύθερου οικονομικού και κοινωνικού προγράμματος που διευρύνει τις ανισότητες και οδηγεί σε μια επικίνδυνη επιστροφή στην κοινωνική πόλωση. Μέχρι πρόσφατα, κάποιοι αναλυτές και πολιτικοί προσέφευγαν στην συνηθισμένη απάντηση της «κληρονομιάς που παρέλαβαν» για να δικαιολογήσουν τις τρέχουσες πολιτικές. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα αυτά τα άλλοθι έχουν καταρρεύσει: η οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από τον υψηλό πληθωρισμό, την πτώση των πραγματικών μισθών και της συναλλαγματικής ισοτιμίας, την κρίση των τοπικών οικονομιών, τις μαζικές απολύσεις, και, από τον περασμένο Μάιο, την απροσδόκητη επιστροφή στο ΔΝΤ και τις συνταγές του. Οι λαϊκές τάξεις και τμήματα της μεσαίας τάξης ανησυχούν πραγματικά από την αύξηση της ανεργίας και της ανασφάλειας, από τις «δουλειές του ποδαριού», από την αδυναμία τους να εξασφαλίσουν τρόφιμα στα παιδιά τους στα σχολεία, και γενικότερα από αυτήν την κατάσταση που διευρύνει τον κοινωνικό αποκλεισμό τους.
Σε τι διαφέρει η σημερινή κρίση από τις προηγούμενες;
Τα τελευταία 35 χρόνια, δηλαδή από τη λήξη της στρατιωτικής δικτατορίας, η Αργεντινή αντιμετώπισε διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις, οι οποίες διευρύνουν τα χάσματα της ανισότητας. Αναμφισβήτητα η κρίση του 2001 ήταν μία από τις πιο σοβαρές επειδή ήταν συστημική και γενικευμένη: αποτύπωνε την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και ταυτόχρονα μια βαθιά κοινωνική και οικονομική κρίση. Η κρίση αυτή έπληξε πολύ σκληρά τις μεσαίες και λαϊκές τάξεις και οδήγησε σε μια τεράστια μεταφορά εισοδήματος προς όφελος των οικονομικών και επιχειρηματικών ελίτ, οι οποίες πάντα κερδίζουν. Όλο αυτό εκφράστηκε σε μια κρίση ηγεμονίας, η οποία μέσω κινητοποιήσεων και κοινωνικών αγώνων άνοιξε έναν νέο πολιτικό ορίζοντα. Το 2003 ο κιρχνερισμός, από τα πάνω, επιδίωξε να γεφυρώσει αυτό το κενό και να εγκαταστήσει ένα νέο σύμφωνο κυριαρχίας, και σε ηπειρωτικό επίπεδο κατέλαβε τον κεντροαριστερό χώρο των αποκαλούμενων προοδευτικών κυβερνήσεων. Η τρέχουσα οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση συνδέεται στενά με το μοντέλο φιλελευθεροποίησης που επιβάλλει η δεξιά κυβέρνηση Μάκρι, συνεπάγεται μεγαλύτερες ανισότητες στην κατανομή του πλούτου, και είναι πιθανό να οδηγήσει πολιτικά σε μια κρίση αντιπροσώπευσης, όπως συνέβη κατά την περίοδο 2001 – 2002.
Ποια είναι σήμερα η κυβερνητική αφήγηση;
Προς το παρόν υπάρχει πολύ μικρή προσδοκία ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί. Οι ελπίδες που πλασάρονται από τον επιχειρηματικό κόσμο, ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί το σημερινό κυβερνητικό υπουργικό συμβούλιο, βασίζονται στην υποτιθέμενη εμπειρία του ΔΝΤ. Όμως στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Η δυσπιστία, ο θυμός και η απογοήτευση στοχεύουν κατά κύριο λόγο εναντίον τους, γιατί εκτός από το ότι ζουν στη φούσκα των υπερπλουσίων και επιμένουν στους υπεράκτιους λογαριασμούς τους, η μοναδική λύση που προσφέρουν απέναντι στην οικονομική καταστροφή είναι η επιστροφή στο ΔΝΤ, και ένα νέο πρόγραμμα νεοφιλελεύθερων συνταγών που είναι γνωστό ότι πάντα οδηγούν σε αποτυχία. Είναι σαφές ότι ο έντονος κυβερνητικός αντικιρχνερισμός δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για μια «καλή διαχείριση», οι όποιες αντισταθμιστικές κοινωνικές πολιτικές δεν μπορούν να κρύψουν τον συντηρητικό λαϊκισμό της κυβέρνησης, και η υπόσχεση της αποζημίωσης στους απολυμένους δεν είναι αρκετή για να δείξει ότι διαθέτει κοινωνική ευαισθησία. Η κυβέρνηση Μάκρι, που χάθηκε στον λαβύρινθο της κοινωνικής παρακμής και της επιδείνωσης της κρίσης, ολοένα και περισσότερο αποκαλύπτεται ως μια απάτη, ενώ παράλληλα εδραιώνει μια κατάσταση που θα μείνει στην ιστορία ως το διακριτικό της σήμα: την ταξική τύφλωση.
Οι προοπτικές των κινημάτων και της Αριστεράς
Σε κινηματικό επίπεδο βλέπουμε ότι υπάρχει κινητικότητα.
Πράγματι, σχεδόν κάθε εβδομάδα γίνονται μεγάλες κινητοποιήσεις. Στην Αργεντινή υπάρχει μια ισχυρή παράδοση αγώνων που εκφράζεται με διάφορα κοινωνικά κινήματα (για τα περιβαλλοντικά δικαιώματα, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κινήματα ιθαγενών, ένα όλο και περισσότερο ισχυρό γυναικείο κίνημα), και με συνδικαλιστικούς αγώνες, τόσο στο δημόσιο τομέα όσο και στον ιδιωτικό. Όμως όλα αυτά δεν έχουν κάποια σοβαρή επίδραση, επειδή η κυβέρνηση είναι πολύ θωρακισμένη και υποστηρίζεται από τα μέινστριμ ΜΜΕ. Ωστόσο, έχουν υπάρξει μερικές επιτυχίες, και ακυρώθηκαν ορισμένα αντιλαϊκά κυβερνητικά μέτρα. Η συνδικαλιστική δράση όμως φαίνεται εξαιρετικά κατακερματισμένη, και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι έχει την τάση να διαβάζει τον νεοφιλελευθερισμό μόνο στην ενιαία οικονομική και κοινωνική διάσταση, αφήνοντας στην άκρη άλλες διεργασίες διακλάδωσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όπως, για παράδειγμα, αυτές που αναδεικνύουν οι τοπικοί αγώνες εναντίον των μεγάλων εξορυκτικών έργων, τα κινήματα των ιθαγενών, και τα κοινωνικοπεριβαλλοντικά κινήματα.
Τι προοπτικές υπάρχουν για μια ισχυρή αργεντίνικη Αριστερά; Πως μπορεί ενόψει των εκλογών του 2019 να ξεπεραστεί ο σημερινός κατακερματισμός;
Όσο ο κιρχνερισμός συνεχίζει να καταλαμβάνει το χώρο της κεντροαριστεράς, υπάρχουν πιθανότητες να ξεφύγουμε από τους φατριασμούς και να οικοδομήσουμε έναν πραγματικό χώρο αντινεοφιλελεύθερης σύγκλισης όπου θα χωρέσει το σύνολο των παραδόσεων της Αριστεράς. Από την μία πλευρά, ο κιρχνερισμός προσπαθεί να μονοπωλήσει τον χώρο της εθνικής λαϊκής παράδοσης (εθνικιστικός λαϊκισμός), όταν στην πραγματικότητα υπάρχουν και άλλοι πολιτικοί και συνδικαλιστικοί χώροι που αντιπροσωπεύουν επίσης αυτήν την παράδοση. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια αυτόνομη παράδοση αγώνων που σήμερα είναι πολύ ζωντανή στα κινήματα που μάχονται κατά των διαφόρων μορφών του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Όπως ενάντια στα μεγάλα ορυχεία, στο μοντέλο της βιομηχανίας μεταποίησης αγροτικών προϊόντων κλπ, στα κινήματα των αυτόχθονων που διεκδικούν το δικαίωμα στη γη και το σεβασμό των κοινοτήτων και των εθίμων τους, και πιο πρόσφατα των γυναικείων κινητοποιήσεων, που με ένα αυτόνομο και αντιπατριαρχικό πλαίσιο χιλιάδες γυναίκες διαδήλωσαν ενάντια στις γυναικοκτονίες και στη βία λόγω φύλου, και διεκδίκησαν τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων. Η δημιουργία μιας αριστερής αντινεοφιλελεύθερης σύγκλισης είναι δυνατή, και μπορεί να γίνει μόνο με σεβασμό προς την πολυφωνία, ενσωματώνοντας τις αντιπατριαρχικές και περιβαλλοντολογικές απαιτήσεις.
Ζούμε το τέλος ενός προοδευτικού κύκλου
Πώς βλέπετε τις εξελίξεις στη Λατινική Αμερική;
Νομίζω ότι είμαστε μάρτυρες του τέλους αυτού του προοδευτικού κύκλου που διήρκησε από το 2003 μέχρι το 2016. Οι προοδευτικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, που δημιούργησαν μεγάλες πολιτικές προσδοκίες στο βαθμό που αμφισβητήθηκε ο νεοφιλελευθερισμός, εφάρμοσαν ετερόδοξες οικονομικές πολιτικές, και προγράμματα με βάση τις κοινωνικές δαπάνες και την κοινωνική ένταξη. Με λίγα λόγια, προώθησαν τη δημιουργία ενός χώρου περιφερειακής ολοκλήρωσης της Λατινικής Αμερικής. Ο προοδευτισμός ήταν μια κοινή γλώσσα, που είχε μεγάλη απήχηση και δημιούργησε δυσφορία σε πολλούς αριστερούς. Με τα χρόνια, και με την κορύφωση των συγκρούσεων, οι κυβερνήσεις αυτές έγιναν περισσότερο μοντέλα παραδοσιακής κυριαρχίας, στενά συνδεδεμένα με την ιστορική εμπειρία των λαϊκισμών στη Λατινική Αμερική, που συνεπάγεται ισχυρή συγκέντρωση εξουσίας στους ηγέτες, μια ρητορική πολιτικής πόλωσης, και ταυτόχρονα την εφαρμογή μιας οικονομικής πολιτικής που είναι σύμφωνη με το μεγάλο κεφάλαιο. Αυτός είναι ο διπλός χαρακτήρας των λατινοαμερικανικών λαϊκισμών, στους οποίους συνυπάρχουν δημοκρατικά με μη δημοκρατικά στοιχεία. Η ένταξη των αποκλεισμένων συνυπάρχει με το κλείσιμο του πλουραλισμού και τη συμφωνία με το μεγάλο κεφάλαιο, ιδιαίτερα το χρηματιστηριακό και το εξορυκτικό. Σε αυτό το πλαίσιο, οι λαϊκιστές, προοδευτικοί πολιτικοί προώθησαν μια νεοαναπτυξιακή εξορυκτική πολιτική (αυτό που αποκαλώ συναίνεση των εμπορευμάτων), με τα μεγάλα έργα που σήμερα απειλούν το έδαφος, η οποία είχε μια αμυντική ανταπόκριση από τον κόσμο. Έτσι γεννήθηκαν τα νέα κοινωνικοπεριβαλλοντικά κινήματα, τα οποία συχνά συγκλίνουν με τους αγώνες των αυτόχθονων. Οι προοδευτικές κυβερνήσεις όχι μόνο δεν άλλαξαν το παραγωγικό μοντέλο, αλλά εδραίωσαν μια διαδικασία επαναπληρωμής της οικονομίας, η οποία μεγάλωσε στην κορύφωση της νέας εξάρτησης με την Κίνα. Τέλος, αν και αυτές οι κυβερνήσεις πέτυχαν σημαντική μείωση της φτώχειας, οι ανισότητες, εμφανείς στη συγκέντρωση του πλούτου, συνεχίστηκαν, και κατά τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά το 2013, διευρύνθηκαν στα βασικά αγαθά. Το τέλος αυτού του κύκλου δείχνει ένα πολύ ετερογενές σκηνικό όπου δεν υπάρχει πλέον μια κοινή γλώσσα, επειδή η ρήξη, αυτή είναι η τάση για συντηρητική και νεοφιλελεύθερη στροφή και είναι ορατή σε χώρες όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία, συνυπάρχει με τις συνέχειες, όπως στον Ισημερινό που ζει μια μετάλλαξη του προοδευτισμού, στη Βολιβία όπου ο Έβο Μοράλες θέλει να είναι πρόεδρος στο διηνεκές, και στη Βενεζουέλα που βιώνει μια κρίση χωρίς τέλος, ενώ στο Μεξικό ανέλαβε μια νέα προοδευτική κυβέρνηση. Ας μην ξεχνάμε, τέλος, την Νικαράγουα, όπου η δήθεν προοδευτική κυβέρνηση Ορτέγκα και Μουρίγιο έχει γίνει μια τεράστια δικτατορία, η οποία έχει στοιχίσει τη ζωή σε εκατοντάδες νέους ανθρώπους.
Μπορούν τα κοινωνικά κινήματα και οι νέες χειραφετητικές πρακτικές να γεννήσουν ξανά την ελπίδα στην Λατινική Αμερική, απέναντι στην εξάντληση του κρατικού προοδευτικού;
Η Λατινική Αμερική παρουσιάζει μια πολύ παράδοξη εικόνα, καθώς έχει την ιδιαιτερότητα να συνδυάζει τις διαρκείς ανισότητες με αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες και μεγάλες κοινωνικές κινητοποιήσεις. Το τέλος του προοδευτικού κύκλου έχει αφήσει τεράστιες πληγές, επειδή επηρεάζει και ολόκληρη την Αριστερά, όχι μόνο τους λαϊκισμούς. Παρόλα αυτά, και επειδή έχω την τάση να σκέφτομαι με έναν τρόπο μη μοιρολατρικό, πιστεύω ότι η κοινωνική και πολιτική δυναμική μπορεί να ανοίξει νέα πολιτικά σενάρια. Αλλά η δημιουργία μιας νέας Αριστεράς πρέπει να γίνει από την ισορροπία των ορίων και των προβλημάτων των προοδευτικών κυβερνήσεων, και από την ενσωμάτωση άλλων χειραφετητικών αφηγήσεων, κυρίως από τις νέες φεμινιστικές και περιβαλλοντικές γραμματικές.
Πηγή: Η Εποχή