Macro

Κατέ Καζάντη: Η Αριστερά ως υπόθεση ζωής και θανάτου

Αν υποθέσουμε πως όντως ο καπιταλισμός υπήρξε -και υπάρχει ως τέτοιο- το δυναμικότερο κοινωνικοοικονομικό σύστημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, σήμερα, μερικές δεκαετίες μετά την πτώση του αντίπαλου δέους της πρώην ΕΣΣΔ, μπορούμε πια να διαπιστώσουμε ότι η μεγαλύτερη, ίσως, επιτυχία που κατέγραψε ιστορικά ο «υπαρκτός» είναι η, διά της αντανάκλασής του, εξομάλυνση των ανισοτήτων και των λοιπών καπιταλιστικών δεινών στον δυτικό κόσμο. Στην Ευρώπη περισσότερο και στις ΗΠΑ λιγότερο.
 
Αυτή η αντανάκλαση εκφράστηκε μέσα από τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, τα οποία, με τη σειρά τους, αποτέλεσαν εν πολλοίς την πολιτική αναφορά των εργατικών κινημάτων. Όπου ανέλαβαν τη διακυβέρνηση -αλλά, σε έναν βαθμό, και όπου δεν την ανέλαβαν, συντηρούσαν όμως τη δυναμική πολλαπλών κινηματικών πιέσεων- επενέβησαν στο καπιταλιστικά διαρθρωμένο κράτος, μεταρρυθμίζοντάς το: έτσι φτιάχτηκε το μοντέλο του κράτους πρόνοιας, έτσι εγκαινιάστηκαν και οι λεγόμενες αναδιανεμητικές πολιτικές από τα πάνω προς τα κάτω.
 
Αλλά η ιστορική παρένθεση δεν κράτησε πολύ. Μετά την κρίση του ’70, οι κεϊνσιανές πολιτικές δεν εγκαταλείφθηκαν για να αντικατασταθούν από ένα αριστερότερο κυβερνητικό πρόγραμμα, αλλά από το αντίθετό του: μέσα σε μια 20ετία και αφού το αντιπαράδειγμα του «υπαρκτού» κατέρρευσε, η δεξιά διολίσθηση παρέσυρε τα πάντα. Έτσι, αν «κύριο επίτευγμα του σοσιαλισμού είναι ότι εκπολίτισε τον καπιταλισμό» (Ντόναλντ Σασούν), σήμερα ο παλιός εκπολιτισμός εξέπεσε σε νέα βαρβαρότητα.
 
Η ταξική, όμως, συγκρότηση της κοινωνίας επιμένει και μάλλον βαθαίνει. Διότι όταν χάνει η Αριστερά και διολισθαίνουν οι πολιτικές της, χάνει όλη μαζί, από την κομμουνιστική εκδοχή της έως τη δεξιά σοσιαλδημοκρατική της απόκλιση, με όλα τα κακά που τούτο συνεπάγεται για τις ζωές των ανθρώπων.
 
Επιπλέον: Όσο η Αριστερά καθυστερεί να επανεύρει τον δυναμικό εαυτό της τόσο τα προλεταριακά στρώματα εγκλωβίζονται στα απλουστευτικά ιδεολογήματα της ριζοσπαστική Δεξιάς, ανασυρμένα εν πολλοίς από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
 
Το έχουμε ήδη δει: Όταν και όπου η Αριστερά λησμονεί το ανάστημά της και, με αναθεωρητικές πολιτικές, συνάπτει σύμφωνα ειρήνης με το σύστημα, αργά ή γρήγορα μετράει ήττες. Στην Ευρώπη, η εκχώρηση των κοινωνικών τάξεων που παραδοσιακά εκπροσωπούσε γίνεται φανερή. Από την άνοδο της εγχώριας Ακροδεξιάς, στη διπλανή Μελόνι και στην άνοδο διαφόρων κρυπτοναζί μορφωμάτων στη Σκανδιναβία έως την Ισπανία και το ξύπνημα του VOX, με ορατή την απειλή μιας συγκυβέρνησης με το Λαϊκό Κόμμα, τα πράγματα δείχνουν τη διάσταση του προβλήματος.
Ιδεολογικό σιωπητήριο
 
Η νέα κατάσταση επηρεάζει και τις διάνοιες. Με την εγκατάλειψη των φιλολαϊκών πολιτικών, εγκαταλείφθηκε, μάλλον από τα πριν, και το πεδίο των ιδεών. Η προσπάθεια διαμόρφωσης μιας ανθρωπολογικής ταυτότητας που επιμένει στο συλλογικό, η διαμόρφωση μιας πληθυντικής συνείδησης, αντικαταστάθηκε από θρίαμβο της «αριστείας» και την «ατομική ευθύνη». Σε ηγεμονικό, πλέον, επίπεδο.
 
Το ιδεολογικό σιωπητήριο είναι εκκωφαντικό. Η ευρωπαϊκή Αριστερά αφίσταται των ιδεών εκείνων που της έδιναν και την πολιτική ηγεμονία: ο νέος ευρωπαϊκός εθνικισμός -αλήστου μνήμης η στάση των σοσιαλδημοκρατικών της Δανίας στις πολιτικές ασύλου-, οι μονεταριστικές πολιτικές από το λεγόμενο «διευθυντήριο» των Βρυξελλών, το «επάρατο» δημόσιο χρέος με την ποινικοποίηση του προνοιακού κράτους, οι περιβόητες μειώσεις των δαπανών, θεωρούνται ευαγγέλια που δεν αμφισβητούνται. Κορωνίδα όλων αυτών, οι αδιανόητες φοροαπαλλαγές στις μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, οι προστατευμένοι φορολογικοί παράδεισοι, η συνεχής διολίσθηση των αναδιανεμητικών χαρακτηριστικών στα φορολογικά συστήματα. Η εκχώρηση του δικαιώματος στους οίκους αξιολόγησης να κρίνουν τα κράτη και τη φερεγγυότητά τους, οι κερδοσκοπικές φούσκες στις χρηματαγορές, οι γονυκλισίες στους ειδήμονες που-ξέρουν-καλύτερα και η κατάργηση κάθε δημοκρατικής διαδικασίας είναι μερικά από εκείνα απέναντι στα οποία η Αριστερά περίπου σιωπά. Και όχι μόνο η εκπεσούσα σοσιαλδημοκρατική μεριά της.
 
Η συζήτηση σύρεται όλο και δεξιότερα, με την Ακροδεξιά, αποενοχοποιημένη, να σηκώνει κεφάλι για να χρησιμοποιηθεί κατόπιν σε δεξιές κυβερνήσεις διαφόρων συνασπισμών. Επισήμως, η κριτική στην αγυρτεία του καπιταλισμού εκλείπει. Τούτη αφήνεται στη δικαιοδοσία μικρών αριστερών κομμάτων, τα οποία συχνά, οψέποτε «ενηλικιωθούν», αλλάζουν ρότα, συμμορφώνονται και ενσωματώνονται.
 
Και όσο τη Δεξιά δεν τη σκιάζει η δυναμική ριζοσπαστικοποίησή της τόσο η φοβέρα του αντισυστημικού ροκανίζει την αριστερή ηγεμονία. Η μάχη να επαναδιαμορφωθούν οι συνειδήσεις θεωρείται εκ των προτέρων χαμένη, άρα δεν δίνεται καν, ενίοτε με επιλεκτικές αποσιωπήσεις. Οι καπιταλιστικές πολιτικές, ας πούμε, αποδίδονται στα πρόσωπα φορείς του συστήματος και όχι στο ίδιο το σύστημα, το οποίο δεν κατακρίνεται επαρκώς.
Σπάζοντας τις αλυσίδες του συστημισμού
 
Εν τω μεταξύ, ο κόσμος της εργασίας υποφέρει: ό,τι τον αφορά, περικόπτεται. Μισθοί, κοινωνικές παροχές, δαπάνες υγείας κ.ο.κ., όλα θυσία στα πλεονάσματα. Μικρομεσαίοι συνθλίβονται, σπίτια και επιχειρήσεις αλλάζουν χέρια. Οι αρπαγές των funds να γίνονται κανονικότητα με ταξική Δικαιοσύνη να νομιμοποιεί την αδικία (βλέπε απόφαση του Αρείου Πάγου).
 
Οσο για την αναδιανομή, γίνεται πλέον από τα κάτω προς τα πάνω, καθώς ο παγκόσμιος πλούτος συγκεντρώνεται δίχως αναχώματα σε ελάχιστα χέρια.
 
Και αν τέτοια ιστορικά φαινόμενα ανατρέπονται μοναχά από το γνωστό υποκείμενο της ιστορίας, το προλεταριάτο, τούτο, και σήμερα και πάντα, χρειαζόταν και τα αντίστοιχα προλεταριακά κόμματα για να συντονίζουν τη δράση του. Αυτά που με διαφορετικό τρόπο ανά εποχές εξέφραζαν, λόγοις και έργοις, τους/ις εκμεταλλευόμενους/ες.
 
Πανευρωπαϊκά, τέτοια σχηματισμοί φθίνουν δεκαετίες τώρα. Αλλά είναι τα μόνα που, αν επανασυγκροτηθούν, άφοβα, με ιδεολογικό σθένος, σπάζοντας τις αλυσίδες του συστημισμού, μπορούν να καλυτερέψουν τις ζωές των πολλών ανθρώπων.
 
Το υπόδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., που ανέλαβε ανέλπιστα την κυβέρνηση της χώρας σε χαλεπούς καιρούς, είναι ενδεικτικό. Παρά τις δυσκολίες από τη δεξιά παλινόρθωση, δείχνει τον δρόμο.
 
Διότι οι νίκες της Αριστεράς δεν είναι φιλολογική υπόθεση, αλλά ζήτημα, κυριολεκτικά, ζωής ή θανάτου για τους από κάτω. Για τους προλετάριους και τις προλετάριες, δηλαδή, του κόσμου όλου.
 
Κατέ Καζάντη