ΣΥΡΙΖΑ

Στο δρόμο για τη ΔΕΘ: Πολιτική σύνεση και ειλικρίνεια

Η δημοσίευση των αποτελεσμάτων του δεύτερου τριμήνου 2017 για την πορεία της οικονομίας, όπου καταγράφηκε μια άνοδος κατά 0,8% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2016 και κατά 0,5% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2017, έδωσε την ευκαιρία να γίνει μια γενικότερη αξιολόγηση της κατάστασης της οικονομίας και της προοπτικής της. Φυσικά, να διασταυρωθούν και οι απόψεις των κομμάτων. Το αποτέλεσμα, προφανώς, είναι θετικό και δίνει το έδαφος στην κυβέρνηση να ενισχύσει την εκτίμησή της, εξετάζοντας και άλλους οικονομικούς δείκτες, ότι αλλάζει σελίδα η οικονομία, σταθεροποιείται και ανακάμπτει. Ότι το 2017, θα επιτευχθεί ο στόχος που υπάρχει στο μεσοπρόθεσμο για 1,7% αύξηση του ΑΕΠ ή ακόμη και να επαληθευθεί ή πιο αισιόδοξη πρόβλεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα «ότι αν συνεχίσουμε σ’ αυτούς τους θετικούς ρυθμούς, μπορούμε να φθάσουμε το 2017 σε ανάπτυξη κοντά στο 2%».

Δυο στοιχεία ακόμη ενισχύουν αυτό το αισιόδοξο συμπέρασμα. Το ένα είναι ότι η οικονομική δραστηριότητα το δεύτερο τρίμηνο διεκπεραιωνόταν στο κλίμα της αβεβαιότητας της ανοιχτής και ταραχώδους αξιολόγησης. Ιδίως ορισμένοι τομείς, όπως οι επενδύσεις και η κατανάλωση, θίγονταν άμεσα. Το άλλο είναι ότι τα επόμενα δύο τρίμηνα του 2017, ιδίως το τρίτο, που περιλαμβάνει την έντονη τουριστική κίνηση, θα έχουν επιταχυνόμενους ρυθμούς ανόδου. Αυτό φαίνεται ήδη από τους δείκτες, που, εν τω μεταξύ είναι γνωστοί, όπως η κατανάλωση, (λιανικό εμπόριο), η βιομηχανική παραγωγή, οι εξαγωγές και πάνω απ’ όλα η μείωση της ανεργίας που είναι βασικό στοιχείο ανόδου της καταναλωτικής ζήτησης. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τις επενδύσεις και ήδη δημοσιεύονται διάφορα σημαντικά επενδυτικά σχέδια ή γίνονται επιτυχείς εκδόσεις ομολογιακών δανείων από επιχειρήσεις.

Η ανάλυση αυτή —συγκρατημένα αισιόδοξη— θα ήταν κουτσή ή μεροληπτική αν δεν έβλεπε στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και τα προβληματικά σημεία, με ανήσυχα μηνύματα. Οι επενδύσεις, για παράδειγμα, το δεύτερο τρίμηνο καταγράφουν αρνητικές επιδόσεις (-5%, αν αφαιρέσουμε τα αποθέματα) έναντι του δεύτερου τριμήνου του 2016. Έστω και αν η σύγκριση γίνεται με ένα ιδιαίτερο υψηλό επίπεδο, άρα υπάρχει στατιστική εξήγηση, ο δείκτης ανησυχεί. Να σημειωθεί ότι προβλεπόταν σημαντική συμμετοχή των επενδύσεων στην πρόβλεψη για άνοδο του ΑΕΠ το 2017 (άνοδος περίπου 9%). Δεύτερο αρνητικό σημείο είναι ότι η άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης, όπως σημειώνει και ο Κώστας Μελάς στο μπλοκ του, «συνοδεύεται από μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην αποταμίευσή τους». «Αυτό σημαίνει», συνεχίζει, «ότι τα νοικοκυριά έχουν σταματήσει να αποταμιεύουν και, λόγω και της αυξημένης φορολογικής επιβάρυνσης, είτε φοροδιαφεύγουν περισσότερο, είτε χρησιμοποιούν συσσωρευμένες αποταμιεύσεις». Οι δυσμενείς επιπτώσεις του φαινομένου αυτού «είναι μεσομακροπρόθεσμες στις επενδύσεις και στο τραπεζικό σύστημα»

Η ΝΔ δια του κ. Χρ. Σταϊκούρα προέβη σε συγκρατημένη, όχι καταστροφολογική, κριτική για την «ανεμική άνοδο» που καταγράφηκε, υπενθυμίζοντας, όπως ήταν αναμενόμενο, ότι «χάθηκε τα δύο προηγούμενα χρόνια η αναπτυξιακή δυναμική που η χώρα είχε αποκτήσει το 2014». Και επισημαίνει τη «συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος» και των επενδύσεων.

Αυτό, όμως, που δεν μπορούν να κατανοήσουν στην ΝΔ ή φοβούνται ότι θα συμβεί είναι ότι η αναπτυξιακή δυναμική στο επόμενο διάστημα, αν δεν παρεμβάλλουν πρόσθετα εμπόδια οι δανειστές, μπορεί να θεραπεύσει και αυτά τα αρνητικά που όντως υπάρχουν. Η κυβέρνηση, εξάλλου, δεν περιμένει να δει πως θα πάνε οι δείκτες. Παρεμβαίνει, με διάφορα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της.

 

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΘ

Πολιτική σύνεση και ειλικρίνεια

 

Σε σχέση με προηγούμενες χρονιές τα φετινά εγκαίνια της ΔΕΘ θα αποδειχθούν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, πολύ πιο βατά και πολιτικά πρόσφορα για τον πρωθυπουργό. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά λόγους, όπως η πορεία της οικονομίας που διαμορφώνει, έστω δειλά, ένα απτό χώρο ελπίδας, η δυνατότητα που είχε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων να παράξει σημαντικό έργο στο «ήρεμο» διάστημα μεταξύ των δύο αξιολογήσεων, η κατάσταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης που αναζητά νέα στρατηγική άρον άρον και οι περιορισμοί που επιβάλλονται στις κινήσεις της κυβέρνησης εν όψει της τρίτης αξιολόγησης.

 

Πειστικά χωρίς εξωραϊσμούς

 

Υπάρχουν, δηλαδή, όλα τα δεδομένα και η πολιτική ανάγκη ο Αλέξης Τσίπρας να επιδιώξει στη Θεσσαλονίκη, μακριά από υποσχέσεις ή εξωραϊσμούς, με πειστικό τρόπο και τεκμηριωμένα να δώσει το πολιτικό στίγμα της περιόδου που βάσιμα μπορεί να υποστηρίξει ότι οδηγεί, έστω και με δυσκολίες, στην αρχή αλλαγής σελίδας για τη χώρα, ίσως και αλλαγής εποχής. Αυτό, δε, ως δυνατότητα που πληρώθηκε πανάκριβα από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, με τη συμβολή της Αριστεράς. Και επομένως και ως υπόσχεση πάλι της Αριστεράς για το μέλλον.

Η κατάσταση της οικονομίας, ως ένα βαθμό, προσφέρεται να επιχειρηματολογήσει κανείς. Οι πολίτες γνωρίζουν ότι η όχι ευκαταφρόνητη δυναμική εξασφαλίστηκε παρά τα εμπόδια που τίθενται από τους δανειστές, οι οποίοι δεν επιθυμούν πρόοδο τέτοια που να μπορεί μια ελληνική κυβέρνηση να αποκτήσει περισσότερους βαθμούς ελευθερίας, να αμφισβητήσει ντε φάκτο την επιτροπεία. Οι πολίτες, επίσης, γνωρίζουν ότι ο αφορισμός ότι οι δείκτες μπορεί να πηγαίνουν καλά, αλλά ο κόσμος, η κοινωνία υποφέρει δεν επαληθεύεται όταν υπάρχει κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά και δεν μένει με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά παρεμβαίνει για να προστατεύσει τους οικονομικά πιο αδύναμους και να διασφαλίσει θέσεις εργασίας.

Οι παρεμβάσεις με προοδευτικές μεταρρυθμίσεις διαμορφώνουν, επίσης, μια θετική πραγματικότητα που ναι μεν μπορεί να μην έχει άμεσα αποτελέσματα σ’ όλες τις περιπτώσεις, όμως θεμελιώνουν βελτιώσεις ζωτικών τομέων για το μέλλον. Αυτές οι νομοθετικές παρεμβάσεις αναβαθμίζουν και την ποιότητα άσκησης πολιτικής, όπως την αντιλαμβάνεται η Αριστερά. Φυσικά, άσκηση πολιτικής μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες κάτι που επίσης ο λαός το γνωρίζει και τοποθετείται θετικά ή αρνητικά με βάση τη δική του εμπειρία και γνώση. Γι’ αυτό είναι και μέγα αμάρτημα από την πλευρά μας ο εξωραϊσμός.

 

Απομένει μια δύσκολη αξιολόγηση

 

Μπροστά μας, βέβαια, υπάρχει μια ακόμη, τουλάχιστον, αξιολόγηση, η οποία δεν γνωρίζουμε ακόμη, το βαθμό δυσκολίας που θα εμφανίσει, ακόμη και πρόσθετες απαιτήσεις που μπορεί να ανακύψουν. Μπορεί πράγματι η ύλη να μην είναι τόσο ακανθώδης όσο σε προηγούμενες αξιολογήσεις, όμως πολύ πιθανό το ΔΝΤ θα θέσει ανοικονόμητα ζητήματα. Για παράδειγμα, να γίνει νέος και αυστηρότερος οικονομικός έλεγχος στις τράπεζες, να επισπευσθούν τα μέτρα και να πάνε προς τα πίσω τα αντίμετρα. Σ’ αυτή την περίπτωση κανείς δεν είναι σίγουρος για τη στάση των ευρωπαίων με βάση την ως τώρα αρνητική εμπειρία. Και σ’ αυτή την περίπτωση η πολιτική εμπλοκή είναι δεδομένη.

Η κυβέρνηση, ωστόσο, χωρίς να καθησυχάζει τους πολίτες θα πρέπει να εργάζεται με στόχο την έξοδο από τα μνημόνια ως ένα ιστορικής σημασίας βήμα. Σίγουρα, ούτε εύκολο θα είναι ούτε θα συνιστά το πέρασμα σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Θα είναι, όμως, σημαντικό βήμα. Και αυτό ανοίγει τη συζήτηση για τη μετά το μνημόνιο περίοδο και τις προκλήσεις του. Η Αριστερά με το ως τότε έργο της πρέπει να πείθει ότι ιστορικά είναι αυτή που πρέπει να κυβερνήσει στη μεταμνημονιακή, αλλά και πάλι αρκετά δύσκολη, περίοδο.

Σ’ αυτό το πεδίο πρέπει να αντιπαρατεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην ΝΔ. Μπορεί να είναι, να γίνει το δυνατό σημείο γι’ αυτόν και το αδύνατο για την ΝΔ. Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει επίγνωση των δυσκολιών που θα συναντήσει στην αντιπαράθεσή της με την κυβέρνηση και το αντιλήφθηκε ευθύς αμέσως μετά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Η ΝΔ, ύστερα από μια περίοδο συγχύσεων και σπασμωδικής αντιπολίτευσης υποχρεώθηκε σε μια άτσαλη αναδίπλωση, εν μέσω διαφωνιών, επιχειρώντας να εμφανίσει πρόσωπο σοβαρό, κόμματος με προτάσεις και όχι εύκολη αντιπολίτευση κ.τ.λ. Το γνωστό άρθρο του Κυριάκου Μητσοτάκη στην «Καθημερινή» ήταν χαρακτηριστικό. Απαντάει ουσιαστικά στον έως λίγο πριν εαυτό του, κατηγορώντας βέβαια τον ΣΥΡΙΖΑ ότι φταίει και γι’ αυτό!

 

Το ρίσκο της έκθεσης

 

Η διαφωνία που προέκυψε στην ηγετική ομάδα της ΝΔ σοβούσε από καιρό. Κάποτε θα έρχονταν στην επιφάνεια, διότι υπάρχει όντως ένα ακροδεξιό κομμάτι με ισχυρή επιρροή στην ηγεσία. Όμως η βαθύτερη αιτία της δυσκολίας της ΝΔ να στήσει αποτελεσματική αντιπολίτευση είναι διότι έχει απέναντί της μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά που έστω και με καθυστερήσεις φέρνει στη βουλή νομοθετήματα που αντιμετωπίζουν, στο μέτρο του δυνατού και με αντιφάσεις, λαϊκά προβλήματα. Πώς μπορείς να ασκήσεις αντιπολίτευση εδώ, χωρίς να εκτεθείς σε λαϊκό κόσμο; Ούτε, όμως, μπορεί να εμφανιστεί και ενδοτική. Τελευταίο παράδειγμα είναι το νομοσχέδιο για τα εργασιακά του υπουργείου Εργασίας. Ήταν μια οδυνηρή δοκιμασία, στη βουλή, πολύ περισσότερο και από το νομοσχέδιο για τους ΟΤΑ ή την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Αυτό το πρόβλημα δύσκολα θα το λύσει η ΝΔ και δεν φταίει ασφαλώς γι’ αυτό ο Κ. Μητσοτάκης.

Από άλλη πλευρά παρεμφερές πρόβλημα έχει και το ΚΚΕ. Όταν έρχονται τα συγκεκριμένα θέματα προς ψήφιση χάνει μεγάλο μέρος από τη σιγουριά των άρθρων με τα οποία κατακεραυνώνει τον ΣΥΡΙΖΑ. Όποιος ή όποια διάβαζε προσεκτικά τα ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» Τετάρτη και Πέμπτη καταλάβαινε, στις αντιφάσεις τους, ότι το πιο πιθανό είναι στο νομοσχέδιο Αχτσιόγλου το ΚΚΕ να ψηφίσει παρόν. Δεν είναι λίγο αυτό και δείχνει πολλά. Δείχνει δηλαδή πως πρέπει να εργάζεται η κυβέρνηση. Υπάρχουν κι άλλοι τομείς που περιμένουν ένα νομοσχέδιο σκούπα να ανασάνουν.

 

Παύλος Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή