Micro

Μια απόφαση υποδειγματικής υποκρισίας από την ελληνική δικαιοσύνη

Η πρόσφατα δημοσιευμένη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί του τρόπου επιλογής των διευθυντών των σχολικών μονάδων της χώρας αποτελεί πράγματι ένα μνημειώδες δικονομικό κείμενο. Μνημειώδες από απόψεως υποκρισίας, όπως ισχυρίζομαι και στον τίτλο του παρόντος κειμένου.

Η διαδικασία κρίσης των υποψήφιων διευθυντών, μέσω μυστικής ψηφοφορίας εκ μέρους των συναδέλφων τους, οι οποίοι ζουν και εργάζονται μαζί τους σε διπλανές σχολικές αίθουσες, συνεδριάζουν από κοινού στην ίδια αίθουσα διδασκόντων, κυκλοφορούν στο ίδιο σχολικό προαύλιο, γενικότερα συνυπάρχουν επί πολλές ώρες, για μία ή συνήθως για πολλές σχολικές χρονιές, θεωρείται από το ΣτΕ, ως διαδικασία μη επαρκής ώστε να αποτιμηθούν το εκπαιδευτικό έργο, η προσωπικότητα και η γενική συγκρότηση του κάθε  υποψηφίου και της κάθε υποψηφίας.

Και γιατί αυτό; Επειδή, αποφαίνεται το ΣτΕ, ο σύλλογος διδασκόντων του σχολείου (που, ας το επαναλάβουμε, γνωρίζει επί μακρόν προτού ψηφίσει τους υποψήφιους) δεν αποτελεί «κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, όπως είναι τα καθιερωμένα συμβούλια της Διοικήσεως». Το ΣτΕ δηλαδή στην απόφαση αυτή αναγνωρίζει και αντιπαραβάλλει ως όργανο «αμεροληψίας και αντικειμενικότητας», τα γνωστά συμβούλια κρίσης που υπήρχαν τα προηγούμενα χρόνια. Τα εν λόγω συμβούλια, τα οποία «έκριναν» τους υποψήφιους μέσω ολιγόλεπτων συνεντεύξεων, έχουν καταγγελθεί πάμπολλες φορές από συνδικαλιστικούς φορείς (και όχι μόνο) ως φαύλα, διαβλητά, ως διεκπεραιωτές, με την κατάλληλη βαθμολογία, των κομματικών επιλογών της εκάστοτε κυβέρνησης, ακριβώς μέσω της περίφημης («αμερόληπτης», υποθέτω, κατά το ΣτΕ) συνέντευξης. Τα εν λόγω συμβούλια δεν τόλμησαν να τα υπερασπιστούν, στην σχετική συζήτηση στη Βουλή, οι εκπρόσωποι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, ακριβώς επειδή όλοι οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν καλά και την «αμεροληψία» αλλά  και την «αντικειμενικότητα» που έχουν επιδείξει, κάθε φορά που έχουν κληθεί να «αποτιμήσουν» τα προσόντα των υποψηφίων. Και όμως, αυτά τα συμβούλια επικαλείται το ΣτΕ, όχι βέβαια γιατί δεν γνωρίζει πως κανείς δεν τα θεώρησε ποτέ αντικειμενικά, –η αρθρογραφία έχει βοήσει– αλλά επειδή τα μέλη του ΣτΕ εσκεμμένα αποφασίζουν, μέσω της απόφασης αυτής, να υπερβούν το ρόλο τους ως δικαστική εξουσία, διεκδικώντας για τον εαυτό τους και νομοθετικό ρόλο, συντασσόμενοι με συγκεκριμένα ιδεολογικά ρεύματα, δρώντας με πολιτικό και όχι δικονομικό κριτήριο, όπως θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω παρακάτω.

Η απόφαση δεν αφορά μόνο τη διοίκηση των σχολικών μονάδων. Το Κράτος, όπως το αντιλαμβάνονται τα μέλη του ΣτΕ, πρέπει να συνεχίσει, όπως το ξέρουμε, λάφυρο του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, το οποίο μέσω «αξιοκρατικών» συμβουλίων θα τοποθετεί τους ημέτερους στις θέσεις ευθύνης. Ιδέες περί εκδημοκρατισμού, περί διάχυσης της ευθύνης λειτουργίας, σήμερα μιας σχολικής μονάδας, αύριο μιας υπηρεσίας, αποτελούν προφανώς ιδέες παράδοξες ή επικίνδυνες για τους εμπνευστές της βαρύγδουπης κρίσης, της εμπνευσμένης από το ύψος του σπουδαίου Πολιτειακού τους ρόλου (είναι χρήσιμο εδώ να υπενθυμιστεί αυτό που οι σοβαρά ασχολούμενοι με το θέατρο γνωρίζουν: ο ρόλος δεν αποτελεί τεκμήριο υποκριτικής, μπορείς να είσαι ένας σπουδαίος αλλά και ένας γελοίος Οιδίποδας).

Μα δεν αληθεύει ότι τα μέλη του συλλόγου διδασκόντων κρίνουν και με υποκειμενικά κριτήρια τους υποψήφιους διευθυντές; – θα σπεύσουν να διαμαρτυρηθούν οι επικροτητές της απόφασης που μας απασχολεί. Ας δούμε λοιπόν. Ένας υποψήφιος που συγκέντρωσε το απόλυτο των ψήφων των συναδέλφων του, δηλαδή είχε ψηφιστεί από το 100%,  έχει συγκεντρώσει μόλις το 1/3 των μορίων που απαιτούνταν για την ανάδειξή του ως διευθυντή, καθώς τα άλλα 2/3 των μορίων προέρχονταν από την προσμέτρηση άλλων τυπικά μετρήσιμων προσόντων (μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί τίτλοι, πτυχία ξένων γλωσσών κλπ.). Με άλλα λόγια, η ψήφος των συναδέλφων του συνυπολογιζόταν έως 33% στην τελική κρίση αθροιζόμενη με τα τυπικά του προσόντα – ανάλογα γινόταν και κατά τη «χρυσή» εποχή των κρίσεων, μέσω της συνέντευξης των συμβουλίων. Συνεπώς αυτό που στην ουσία άλλαξε με το νόμο 4327/15, επί υφυπουργίας Κουράκη, ήταν ότι αντικαταστάθηκε η αμαρτωλή συνέντευξη (μικρός συγκεκριμένος αριθμός διορισμένων και ελεγχόμενων από την εκάστοτε Εξουσία ανθρώπων μέσα σε λίγα λεπτά «έκρινε» τους υποψήφιους μέσω τυπικών και τυποποιημένων  ερωτήσεων και απαντήσεων) από την ψήφο των μελών του Συλλόγου Διδασκόντων (μεγάλος αριθμός ατόμων, μη ελεγχόμενων από την εκάστοτε Εξουσία, με εμπειρία μεγάλης συνύπαρξης με τον υποψήφιο). Είναι η δεύτερη μέθοδος αντικειμενική; Όχι ! Είναι περισσότερο αντικειμενική και δημοκρατικότερη από την προηγούμενη; Προφανώς ναι. Πώς αλλιώς;

Για όσους επιμένουν.  Αν αποφασίσουμε να προεκτείνουμε τη λογική των μελών του ΣτΕ, η καθολική ψηφοφορία για την επιλογή π.χ. της κυβέρνησης είναι αντισυνταγματική. Οι ψηφίζοντες επηρεάζονται από προσωπικές κρίσεις, συμπάθειες και αντιπάθειες, ίσως και από προσωπικά συμφέροντα, άρα δεν αποτελούν «αντικειμενικό» σώμα επιλογής. Αντίθετα, ένα συμβούλιο ή μάλλον ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ καθορισμένο από ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ και αποτελούμενο από ΕΙΔΙΚΟΥΣ, (με μεγάλο ποσοστό πανεπιστημιακών ανάμεσα τους, πανεπιστημιακοί δια πάσαν νόσον και πάσαν…) αποτελεί το καταλληλότερο όργανο επιλογής κυβέρνησης. Αφού βεβαίως κάνει κάποιες ερωτήσεις στους υποψήφιους πρωθυπουργούς. Αυτό εννοούμε με την περίφημη λέξη αντικειμενικότητα;

Πρέπει λοιπόν, τελικά, να μιλάμε περί αντικειμενικότητας ή περί δημοκρατίας; Το επικοινωνιακό και το ουσιαστικό με ποιον τρόπο συμπλέκονται; Θα μιλάμε με όρους προνομιακούς του φιλελευθερισμού ή προτάσσοντας αρχές και ιδέες;

Το άρθρο μπορεί να «κατηγορηθεί» ως πολιτικό, δηλαδή ως μη νομικό. Για όσους αναζητούν νομικά επιχειρήματα υπάρχει η άποψη της μειοψηφούσας δικαστικού λειτουργού, μέλους του ΣτΕ, που η άποψη της καταγράφεται στην απόφαση και η οποία αποδέχεται ότι «ο σύλλογος διδασκόντων της οικείας σχολικής μονάδας –πέραν του ότι έχει εγγύτερη γνώση των συνθηκών λειτουργίας και των αναγκών της συγκεκριμένης σχολικής μονάδας– είναι εν πάσει περιπτώσει όργανο μετεχόντων  της εκπαιδευτικής διαδικασίας, μη στερούμενο, κατ’ αρχήν, των εχέγγυων της αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας». Δηλαδή, η μειοψηφούσα δικαστικός, δεν αποδέχεται από νομικής πλευράς τα νομικά επιχειρήματα περί μη αντικειμενικότητας κλπ. Είναι και αυτό ένα δείγμα της αξίας των νομικών επιχειρημάτων. Ας προσθέσουμε το εξής «παράδοξο»: η επιλογή πρυτάνεων στα Τριτοβάθμια Εκπαιδευτικά Ιδρύματα δεν κρίθηκε ποτέ αντισυνταγματική. Και όμως στην εν λόγω διαδικασία ψήφιζαν και ψηφίζουν οι συνάδελφοί τους. Είναι, εξ ορισμού, περισσότεροι αντικειμενικοί οι πανεπιστημιακοί καθηγητές από τους δασκάλους και τους καθηγητές; Προφανώς τα νομικά επιχειρήματα έχουν τελικά ενδιαφέροντες βαθμούς ελευθερίας.

Οι αποφάσεις της δικαιοσύνης δεν μπορούν να είναι υπεράνω κριτικής. Μια τέτοια αντίληψη δημιουργεί άβατα τα οποία δεν συνάδουν με τη δημοκρατία, το βάθεμα της οποίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον κοινωνικό μετασχηματισμό τον οποίο επιδιώκει η αριστερά. Ο εκδημοκρατισμός συγκεκριμένα της εκπαίδευσης, γιατί περί αυτού πρόκειται, αποτελεί θέση της Αριστεράς, αλλά και θέση του εκπαιδευτικού κινήματος από την εποχή της μεταπολίτευσης, θέση την οποία έχουν αποδεχθεί και υιοθετήσει ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις. Προξενεί λοιπόν η απόφαση του ΣτΕ  σε πολλούς, ελπίζω, εύλογα ερωτηματικά (και φυσικά θυμό). Ερωτηματικά απέναντι στα οποία όλοι έχουμε ευθύνες και δεν μπορούμε να σιωπούμε – γιατί δυστυχώς υπάρχει πολλή και αδικαιολόγητη, σιωπή από πλευρές που δεν περίμενα να μένουν σιωπηλές.

 

Υ.Γ.: Ο αγώνας για τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης δεν εξαντλείται φυσικά στην επιλογή των στελεχών της, αφορά πολλά πράγματα, π.χ. την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του συλλόγου διδασκόντων/-ουσών, αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία ώστε να μην αντιλαμβανόμαστε τη σημασία της συγκεκριμένης μάχης. Κρινόμαστε όλοι και όλες  και βεβαίως και η δικαιοσύνη αλλά κυρίως το αυριανό τοπίο  του δημόσιου σχολείου.