Macro

Αυτό το επεισόδιο του Black Mirror είναι χάλια

Α. Εισαγωγικά: Η βρετανική τηλεοπτική σειρά επιστημονικής φαντασίας Black Mirror (Μαύρος Καθρέφτης) αποτελείται από αυτοτελή επεισόδια που, συνήθως με σκοτεινό πρόσημο, εξετάζουν και σχολιάζουν κοινωνικές επιπτώσεις από τη χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών. Η σειρά δημιουργήθηκε από τον Τσάρλι Μπρούκερ το 2011 και μεταδόθηκε από το βρετανικό Κανάλι 4, ενώ οι επόμενες περίοδοι μεταδόθηκαν από την αμερικανική πλατφόρμα Netflix.

 

Β. Το συγκεκριμένο επεισόδιο (ΠΡΟΣΟΧΗ, ΣΠΟΪΛΕΡ ΑΛΕΡΤ, ακολουθεί η σύνοψη της πλοκής):

Fifteen Million Merits (Δεκαπέντε Εκατομμύρια Χρηματομονάδες)

Σε έναν μελλοντικό δυστοπικό κόσμο, οι εργαζόμενοι πρέπει να ποδηλατούν αδιάκοπα προκειμένου να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια, κερδίζοντας χρηματομονάδες, τις οποίες ξοδεύουν για να βελτιώσουν τον εικονικό κόσμο που περιβάλλει τα «κελιά» όπου ζουν, αλλά και για να αποφύγουν τις αδιάκοπα προβαλλόμενες διαφημίσεις.

Ο Μπινγκ θεωρεί ότι η Άμπι έχει υπέροχη φωνή και αγοράζει για λογαριασμό της το πανάκριβο εισιτήριο συμμετοχής στο σόου ταλέντων Hot Shot (κάτι σαν το X Factor), τη μοναδική ευκαιρία να ξεφύγει κάποιος από την επίπονη ρουτίνα του ποδηλάτη. Η ερμηνεία της εντυπωσιάζει, αλλά επειδή υπάρχουν ήδη πολλοί τραγουδιστές, οι κριτές τής προτείνουν να κάνει καριέρα στην πορνογραφία, κάτι που, υπό την πίεση του κοινού, αποδέχεται.

Συγκλονισμένος ο Μπινγκ, ποδηλατεί αδιάκοπα ώσπου να μαζέψει τις χρηματομονάδες για τη δική του συμμετοχή στο Hot Shot. Ανεβαίνοντας στη σκηνή, απειλεί να αυτοκτονήσει σε ζωντανή σύνδεση και εξαπολύει ένα δριμύ «κατηγορώ» εναντίον του κόσμου όπου ζει.

Οι κριτές, μόλις συνέρχονται, του αντιπροτείνουν να βγάζει τους αντισυστημικούς λόγους του σε δικό του καθημερινό σόου. Ο Μπινγκ τελικά αποδέχεται την πρόταση.

 

Γ. Αυτό το επεισόδιο του Μαύρου Καθρέφτη είναι χάλια

This episode of Black Mirror sucks. Τον περασμένο Ιανουάριο, κατά τη διάρκεια των διαμαρτυριών για την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στο αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ, ένας διαδηλωτής κρατούσε ένα αυτοσχέδιο πλακάτ με αυτό το σύνθημα, κάνοντας ένα σχόλιο για το πόσο εξωφρενική φάνταζε σε όλους μας η εκλογή Τραμπ. Δεν το έπαιξαν στις ειδήσεις: το είδαμε, κοινοποίηση στην κοινοποίηση, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Και κάπως έτσι το σύνθημα πέρασε τον Ατλαντικό: το ξαναείδαμε στις ανάλογες διαδηλώσεις του Λονδίνου, ξανά κοινοποίηση στην κοινοποίηση. Και, παρακινημένοι από τη μικρή ανακλαστική ικανοποίηση που προκαλεί ένα φεϊσμπουκικό λάικ, ίσως να το κοινοποιήσαμε και εμείς.

Βεβαίως και δεν είναι πρωτοφανές ένα έργο δημιουργικής φαντασίας να αναδρά στην πραγματικότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι η επινόηση του όρου κυβερνοχώρος από τον Γουίλλιαμ Γκίμπσον στον Νευρομάντη έδωσε όνομα και ταυτότητα σε έναν μη-υλικό χώρο που μέχρι τότε ούτε οι πρωτοπόροι του δεν είχαν καταφέρει να οριοθετήσουν. Η διαφορά εδώ όμως είναι ότι ο Μαύρος Καθρέφτης προπορεύεται στην ανίχνευση των επιπτώσεων που έχει η συγκρότηση και επιβολή του ψηφιακού κόσμου στην καθημερινότητά μας. Και να θυμίσω εδώ ότι η όποιου τύπου επιστημονική φαντασία δεν μιλάει για το μέλλον, μιλάει για το παρόν και τα βάσανά του.

Ναι, το επεισόδιο που μόλις παρακολουθήσαμε ήταν όντως χάλια – με μια άλλη έννοια. Δεν ήταν όμορφο, δεν ήταν χαριτωμένο, δεν ήταν ανακουφιστικό. Γιατί έδειχνε τα απώτατα όρια και την τελική κατεύθυνση που μπορεί να πάρει ένας παιγνιοποιημένος κόσμος. Ένας κόσμος όπου η συμπεριφορά κατευθύνεται, μέσω ακριβώς αυτών των μικρών εξαρτημένων ανακλαστικών που δημιουργεί κάθε βιντεοπαιχνίδι, προς συγκεκριμένες επιλογές, το εύρος των οποίων όμως δεν ορίζεται από το άτομο, αλλά από τον κατασκευαστή του παιγνίου.

Βεβαίως, η κοινωνιολόγος Τζέιν ΜακΓκόνιγκαλ, η εισηγήτρια του όρου παιγνιοποίηση (gamification), είναι πολύ πιο αισιόδοξη, καθώς θεωρεί ότι η υιοθέτηση θετικών συμπεριφορών σε κάθε πλευρά της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσω της παιγνιοποίησής της, της μετατροπής της δηλαδή σε κάτι σαν βιντεοπαιχνίδι, με ανταμοιβές και πόντους, μπορεί να δώσει λύσεις σε προβλήματα που σήμερα μας βασανίζουν – και να ενοποιήσει τη «σπασμένη» αντίληψη του ανθρώπου του 21ου αιώνα για την πραγματικότητα και τον κόσμο που τον περιβάλλει. Ευγενές όραμα, δεν λέω.

Μόνο που βασίζεται σε αυτά ακριβώς τα εξαρτημένα ανακλαστικά του βιντεοπαίκτη, στη θεωρία της «συντελεστικής μάθησης», το conditioning που εισηγήθηκε ο συμπεριφοριστής ψυχολόγος Μπ.Φ. Σκίννερ – και όσοι ασχολούνται γνωρίζουν την οξύτατη κριτική που έχει ασκηθεί σε αυτή τηn προσέγγιση, καθώς θεωρείται ότι ωθεί στη μετατροπή του ανθρώπινου υποκειμένου σε κατευθυνόμενο ον, σε ένα είδος μηχανήματος.

Αυτό ακριβώς μόλις παρακολουθήσαμε: μέσω του αδίστακτου περιορισμού των επιλογών, επενδυμένων όμως με πολύχρωμο, διασκεδαστικό περιτύλιγμα, κάθε ελευθερία επιλογής χάνεται. Αν θέλουμε να το δούμε με τα μάτια ενός κοινωνικού επιστήμονα, οι πραγματικοί όροι παραγωγής είναι εξαιρετικά σκληροί: οι εργαζόμενοι σχεδόν κυριολεκτικά «τραβούν κουπί» όλη μέρα, χωρίς καμία υπαρξιακή σύνδεση με αυτή την επίπονη αλλά σχεδόν άσκοπη δραστηριότητα, μέσα σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον όπου δεν επιτρέπεται η μειωμένη παραγωγικότητα, αλλιώς ακολουθεί η κοινωνική κάθοδος και η επισφάλεια της ύπαρξης. Οι χώροι μοιάζουν με φυλακή και η κατοικία με κελί, χωρίς διέξοδο, χωρίς καμία επαφή με τον φυσικό κόσμο. Όσο για τις διαπροσωπικές σχέσεις, ο ατομισμός είναι θρησκεία, η συμβολική «ανθρωποφαγία» σχεδόν θεσμοποιημένη, και έτσι επιτρέπεται κάθε συμπεριφορά, αρκεί να μην παραβαίνει τους όρους του παιχνιδιού: ο εξευτελισμός του αδύναμου, του διαφορετικού, του μη-προσαρμοσμένου είναι καθεστώς. Και καθετί γύρω τους αποσκοπεί στην αφαίμαξη του χρήματος που με τόσο κόπο έχουν κερδίσει, σε μια άσκοπη κατανάλωση ή στην αποφυγή του αισθητηριακού βομβαρδισμού τους με επιπλέον εικόνες: πρέπει να πληρώσεις για να μην δεις διαφημίσεις. Και ποτέ δεν μπορείς να κλείσεις τα μάτια.

Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι δεν νιώθουν τιθασευμένοι, δεν νιώθουν καταπιεσμένοι, δεν νιώθουν θύματα στυγνής εκμετάλλευσης, δεν αναρωτιούνται για την κατάστασή τους ούτε και θα ήθελαν να την αλλάξουν. Διότι οι αισθήσεις τους είναι κατακλυσμένες από ευχάριστες εικόνες. Τα αντιληπτικά όργανά τους γίνονται οι προδότες τους, οι δεσμοφύλακες που τους κρατούν χαρούμενους σε μια κατάσταση την οποία εμείς ακόμη θεωρούμε μάλλον απαράδεκτη – αλλιώς, αν κάτι τέτοιο βρισκόταν ήδη στα όρια του «φυσιολογικού», αυτό το επεισόδιο δεν θα είχε λόγο ύπαρξης, δεν θα το είχαμε δει, δεν θα το συζητούσαμε και θα ήταν μία ακόμη σπατάλη τηλεοπτικού χρόνου, καταδικασμένη στην αφάνεια, την ύστατη καταδίκη ενός οπτικοακουστικού έργου.

 

Μία εκτεταμένη πραγματικότητα ενώνει δύο κόσμους

Ώς εδώ, δεν έχω πει τίποτε διαφορετικό από όσα θα έλεγε ένας φοιτητής Κοινωνιολογίας που διαβάζει τα μαθήματά του: μια μικρή άσκηση διάκρισης των πραγματικών όρων που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια των κοινωνικών σχέσεων, με αφορμή μια τοσοδά ανάλυση περιεχομένου ενός οπτικοακουστικού έργου. Μια μικρή προσπάθεια απομάγευσης, αποφενακισμού, demystification. Με το απαραίτητο πασπάλισμα ελαφράς πλην άσκοπης γκρίνιας που υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις, του τύπου «πού πάει ο κόσμος μας πια με δαύτα τα βιντεοπαιχνίδια, φτου κακά, και σας το λέμε εμείς οι μορφωμένοι». Υπάρχει όμως ένα πραγματικό ζήτημα πολύ μεγαλύτερο κατά τη γνώμη μου, που θα πρέπει σύντομα να ανιχνευθεί, να οριστεί και να ονοματιστεί.

Τα εργαλεία με τα οποία κατανοούμε την πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούν οι κοινωνικές επιστήμες, είναι φτιαγμένα σε άλλες εποχές, από ανθρώπους που έζησαν πριν ή κατά τη δημιουργία της ψηφιακής επικοινωνίας. Που έβλεπαν, ή βλέπουν ακόμη, σαφή και ευδιάκριτα τα όρια μεταξύ της «πραγματικότητας» και εκείνου που αντικρίζουν στην οθόνη.

Μόνο που η «πραγματικότητα» διαμορφώνεται από όσα μας ταΐζουν οι αισθήσεις μας, όπως υποψιαζόμασταν και όπως τεκμηριώνουν τα ευρήματα των νευροεπιστημών. Και οι νέοι άνθρωποι που μεγαλώνουν τώρα, γεννημένοι με το Διαδίκτυο σε πλήρη χρήση και επικοινωνιακά οργανωμένοι γύρω από οθόνες, δεν νιώθουν ακριβώς έτσι: δεν διακρίνουν μια «πραγματική» πραγματικότητα και μια «εικονική» – αυτός ο διαχωρισμός είναι τόσο 90ς…

Αντιλαμβάνονται μια εκτεταμένη πραγματικότητα, που απλώνεται από τον φυσικό κόσμο έως τα φανταστικά σύμπαντα των βιντεοπαιχνιδιών. Και στην οποία ελίσσονται με χαρακτηριστική άνεση, αλλάζοντας «επίπεδα» στο δευτερόλεπτο. Για να μην μιλήσω για τους ψηφιακά εγγράμματους των προηγούμενων γενεών, που νομίζουν ότι διακρίνουν τα επίπεδα, αλλά άμα στραβώσουν με κάποιο φεϊσμπουκικό σχόλιο ενός παλιού φίλου τού κόβουν τη (διά ζώσης) καλημέρα. Το μειονέκτημα είναι ότι οι παγίδες εκείνου που κάποτε ονομάζαμε πραγματικότητα παραμένουν, καλυμμένες από ακόμη περισσότερα πέπλα. Κρύβοντας ακόμη περισσότερο κάτω από το χαλί, σήμερα, τώρα, τους όρους της κοινωνικής συγκρότησης, τους όρους της εκμετάλλευσης, τους όρους της καταπίεσης και της απανθρωπιάς. Και δεν νομίζω να υπάρχει σοβαρά σκεπτόμενος άνθρωπος που να θεωρεί ότι η κατάσταση στον κόσμο πηγαίνει προς το καλύτερο, προς μεγαλύτερη γαλήνη και πιο εύρυθμη κοινωνική συμβίωση. Ίσα-ίσα, αν θέλετε, ζούμε σε αχαρτογράφητους καιρούς, που ξαναφέρνουν, σε νέα συσκευασία, προβλήματα που ο δυτικός άνθρωπος, εν τη αφελεία της ευμαρείας του, νόμιζε ότι είχε ξεπεράσει.

Πρέπει λοιπόν κάπως να ξεχωρίσουμε αυτά τα επίπεδα, χωρίς να τα αντιπαραθέτουμε. Δεν πρόκειται για διαφορετικές πραγματικότητες, αλλά για διαφορετικές επικράτειες, η καθεμία με τους δικούς της όρους και κανόνες.

Άμα με αφήνετε να αυτοσχεδιάσω, θα ονόμαζα αυτές τις επικράτειες «κόσμους». Από τη μία ο κόσμος της ύλης, πραγματικός με την κυριολεξία της λέξης, χοντρικά αποτελούμενος από πράγματα: θα τον ονόμαζα Εμπράγματο Κόσμο. Κι από την άλλη ένας εξίσου πραγματικός – με την ευρύτερη έννοια της λέξης – κόσμος, ο Ψηφιακός Κόσμος. Σε κάποια σημεία συγκλίνουν, σε κάποια αποκλίνουν, αλλά σίγουρα δεν ταυτίζονται. Και από τη γνώση και την κατανόηση της σύμφυσης και των αλληλεπιδράσεών τους εξαρτάται σε έναν βαθμό και η αντίδρασή μας στη δυσλειτουργία των καιρών μας.

Όχι λοιπόν, δεν είναι απαραιτήτως κακό να ζεις σε μια παιγνιοποιημένη κοινωνική κατάσταση – είναι κάτι αφ’ εαυτού ουδέτερο, είναι μια φάση της ανθρώπινης πορείας, μια παλέτα με βάση την οποία χρωματίζουμε τις ατομικές και κοινωνικές πορείες.

Το πραγματικό ζήτημα όμως είναι ότι, όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι σοβαρά ασχολούμενοι με τα βιντεοπαιχνίδια, μεγάλο μέρος της επίπτωσής τους στηρίζεται ακριβώς στους όρους και τους κανόνες που θέτει ο κατασκευαστής τους. Με απλά λόγια, δεν είναι βλαβερά τα βιντεοπαιχνίδια, το αντίθετο μάλιστα πιστεύω, αλλά ένα βιντεοπαιχνίδι όπου λ.χ. κερδίζεις πόντους εξοντώνοντας τύπους που φωνάζουν «Αλλάχ» ή βιάζοντας γυναίκες θα το χαρακτήριζα τουλάχιστον επικίνδυνο, για να μείνω στα όρια της ευπρέπειας.

Σε μια πραγματικότητα που παιγνιοποιείται όλο και περισσότερο, όπου πολλές συμπεριφορές έχουν αρχίσει να ρυθμίζονται μέσω ανταμοιβών και απαγορεύσεων με όρους εξαρτημένων ανακλαστικών, μέσα από μια εφαρμογή για κινητό τηλέφωνο ας πούμε, είναι σημαντικό να μπορούμε τόσο να αποκωδικοποιούμε τους όρους και τους κανόνες όσο και να έχουμε κάποιον λόγο σε αυτούς. Δεν είναι μόνο το απλό και συνηθισμένο πλέον «καταναλώστε και κερδίστε πόντους / αν δεν καταναλώσετε, θα έχετε μεγαλύτερη επιβάρυνση», είναι όσες εφαρμογές έρχονται και επιβραβεύουν μηχανικά συμπεριφορές χωρίς να βοηθούν στην κατανόηση των λόγων για τους οποίους είναι θετική μια τέτοια συμπεριφορά. Λόγου χάρη, η Νισσάν, σε κάποια τελευταία μοντέλα ηλεκτρικού αυτοκινήτου στην Ιαπωνία, είχε μια εφαρμογή που σε επιβράβευε με πόντους όσο λιγότερο πατούσες το γκάζι – και σε σύγκρινε με τους οδηγούς της περιοχής σου, απονέμοντας διάκριση στον πλέον εγκρατή οδηγό. Στο μεταξύ όμως, πουθενά δεν γινόταν σαφής μνεία όσον αφορά το γιατί είναι καλό να εξοικονομείς ενέργεια. Όλοι καταλαβαίνουμε λοιπόν τι μπορεί να συμβεί αν μια τέτοιας λογικής εφαρμογή, υποστηριγμένη από κάποιον ισχυρό παράγοντα με δόλιες προθέσεις, επιβράβευε τον πιο αδίστακτο φανατικό σε μια οποιουδήποτε είδους κοινωνική αντιπαράθεση ή και σύγκρουση, ας πούμε.

Κι αν μια τέτοια εφαρμογή έβγαινε αύριο, πώς θα αντιδρούσαν οι εχέφρονες και σκεπτόμενοι άνθρωποι; Γράφοντας πύρινες αναρτήσεις στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, απλώς προκαλώντας εξίσου πύρινους καβγάδες (και μεγαλύτερα κέρδη στις ιδιοκτήτριες εταιρείες των Μέσων αυτών, λόγω αυξημένης κίνησης και προβολής διαφημιστικών μηνυμάτων); Κάνοντας μια διαδήλωση, η οποία έχουμε δει πόσο λίγο επηρεάζει πλέον τις αποφάσεις των ισχυρών και πόσο εύκολα χρησιμοποιείται εναντίον εκείνων που την υποστηρίζουν; Απειλώντας να κόψουν το λαρύγγι τους σε ζωντανή σύνδεση, όπως ο Μπινγκ που μόλις παρακολουθήσαμε;

Εννοείται πως δεν γνωρίζω την απάντηση. Όμως, το πρώτο βήμα για μια απάντηση είναι να τεθεί σωστά η ερώτηση. Και για να θέσουμε σωστά τις ερωτήσεις της εποχής μας, και όσων θα την ακολουθήσουν, θα πρέπει να αναβαθμίσουμε τόσο την αντίληψή μας για την πραγματικότητα όσο και τα εργαλεία με τα οποία την κατανοούμε και την αναλύουμε, ώστε εντέλει να παραχθεί μια συλλογική αφήγηση συντονισμένη με όσα συμβαίνουν, όχι πια βασισμένη σε όρους αντίληψης που ίσχυαν τον 19ο και τον 20ό αιώνα, ούτε όμως και με «μεταμοντέρνα» χαζοχαρούμενα ευχολόγια ή αμιγώς τεχνικές προσεγγίσεις που, κλασικά, καλύπτουν το πραγματικό διακύβευμα κάτω από εντυπωσιακές μετρήσεις και δυσνόητους όρους.

Τότε μόνο θα μπορούμε να αρχίσουμε να μπαίνουμε στον πραγματικό πυρήνα του ζητήματος: πώς θα επιτευχθεί μια κάποια εποπτεία των όρων και των κανόνων, σαν να λέμε του «κώδικα» και του «λειτουργικού συστήματος» της παιγνιοποιημένης κοινωνίας και των εφαρμογών της, προς όφελος της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας και της μεγιστοποίησης του κοινωνικού οφέλους. Για να μην φτάσουμε να θεωρούμε ως τον μόνο εφικτό κόσμο εκείνον που μόλις είδαμε να παρουσιάζεται στον Μαύρο Καθρέφτη. Είμαστε κοντά, αλλά ευτυχώς όχι ακόμα εκεί.

Όσο για το ωραίο εκείνο σύνθημα, το This episode of Black Mirror sucks, είχε μεγάλη απήχηση. Κι έτσι κυκλοφόρησε σχεδόν αμέσως τυπωμένο σε μπλουζάκι και σε κούπα καφέ, για να δείχνουμε κοινωνικά ενήμεροι. Κυκλοφόρησε τυπωμένο μέχρι και σε βρεφικό φορμάκι. Για να μαθαίνουν από μικρά ότι το παν είναι να έχεις τη σωστή, την προχωρημένη άποψη. Κι ας κάνεις όλη μέρα ποδήλατο στην ανηφόρα προκειμένου να βγάλεις τα χρήματα για να την αγοράσεις.

 

 

Το κείμενο είναι μία από τις εισηγήσεις που έγιναν στο πλαίσιο του 3ου Net and Zelda, της διεπιστημονικής ημερίδας σχετικά με τις νέες τεχνολογίες, το Διαδίκτυο και τα βιντεοπαιχνίδια, η οποία διοργανώνεται από το Εργαστήριο Νέων Τεχνολογιών του Παντείου Πανεπιστημίου (http://net-zelda.blogspot.gr/). Η φετινή συνάντηση είχε θέμα «Ψηφιακή Κουλτούρα και Video Games» και ξεκίνησε με την προβολή του επεισοδίου Fifteen Million Merits της τηλεοπτικής σειράς Black Mirror.

Θανάσης Κούτσης