Macro

Υπόθεση Υποκλοπών: «Every Breath you take»

Η γνωστή υπόθεση των υποκλοπών έχει προφανώς τεράστια σημασία. Αν έστω και ένα μέρος των στοιχείων που δημοσιοποιούνται είναι αλήθεια, τότε γινόμαστε μάρτυρες εργαλειοποίησης των θεσμών προστασίας του πολιτεύματος από ποικίλα συμφέροντα, μετατροπής του κράτους σε ρυθμιστή της ροής πλούτου και ένταξης της εθνικής ασφάλειας στο φάσμα επικερδών συναλλαγών.
 
Επιπλέον, η συγκεκριμένη υπόθεση αποτελεί και έναν δείκτη για τις συνέπειες που έχει η δομική μεταβολή της αστυνόμευσης στην εποχή της πληροφορίας. Έχει σημασία όμως να εστιάσουμε σε ορισμένες πτυχές της υπόθεσης αυτής και να την εντάξουμε σε ένα ευρύτερο περιβάλλον για να μπορέσουμε να συλλάβουμε τη σημασία της. Κρίσιμα από αυτήν την άποψη είναι τα παρακάτω σημεία:
 
1. Η μαζική επιτήρηση. Η υπόθεση αποτελεί «έκφραση» της εποχής μαζικής ηλεκτρονικής επιτήρησης και στην Ελλάδα. Η μαζική ηλεκτρονική επιτήρηση αποτελεί όπως έχει καταγράψει ο Ε. Σνόουντεν έναν τρόπο παρακολούθησης της ιδιωτικής ζωής εκατομμυρίων πολιτών από το κράτος, εν αγνοία τους και χωρίς συγκεκριμένο λόγο, η οποία διαρηγνύει τα όρια μεταξύ εθνικής και δημόσιας ασφάλειας (βλ. άλλωστε το internal – external security nexus της ΕΕ) και τη φυσική επιτήρηση. Επομένως, είναι αδύνατον να ελεγχθεί η πρωτογενής πληροφορία στην πηγή, δηλαδή, να σταθμίσει ο ανθρώπινος παράγων, τι συλλεγεί και τι όχι, την ώρα που συλλέγεται.
 
Η μαζική επιτήρηση ενδιαφέρεται κυρίως για τα λεγόμενα μετα- δεδομένα, δηλαδή, πληροφορίες για την επικοινωνία (ποιος τηλεφωνεί, σε ποιον, τι ώρα κλπ) και αφορά τηλέφωνα αλλά και υπολογιστές συνδεδεμένους στο διαδίκτυο. Έτσι δημιουργείται, ένα αφήγημα για τον παρακολουθούμενο τις συνήθειες και τις σχέσεις του, που καθιστά και τα δύο «αναγνώσιμα» και αυτόν/ην και εκείνους με τους οποίους «συνομιλεί» : ξαφνικά γίνεστε ο καταδότης της προσωπικής σας ζωής. Αυτές οι μεταβολές στην αστυνομία ασφάλειας εκτός του ότι είναι καταλυτικές είναι αυτονόητα ελκυστικέςκαι για εταιρείες στην ελεύθερη αγορά, που μέσω τέτοιων δεδομένων κατασκευάζουν αλγορυθμικές κλίμακες πρόγνωσης συμπεριφοράς, αποκτούν πληροφορίες για τους ανταγωνιστές τους κλπ…
 
2. Ο ρόλος του κράτους. Ο φορέας που μπορεί με μεγάλη άνεση να παρακολουθεί τους πάντες και νόμιμα (καθώς τη νομιμότητα την κατασκευάζουν οι κυβερνήσεις και όχι ο θεός) είναι το κράτος. Οι εταιρείες που θα ενδιαφέρονταν επομένως «για το τι σας αρέσει να βλέπετε στην τηλεόραση πριν κοιμηθείτε», τι σκέφτεται ο ανταγωνιστής τους, και όσες παράγουν σχετικά λογισμικά, θα είχαν κάθε ενδιαφέρον να εξασφαλίσουν υπόγεια και με το αζημίωτο, καταχρηστικές δράσεις κρατικών αξιωματούχων ή κέντρων πολιτικής εξουσίας μια που θα ήταν ανέλεγκτες.
 
Έτσι εξασφαλίζεται όχι μόνον η νομότυπη πρόσβαση – μέσω του κρατικού μηχανισμού – στη ζωή των πολιτικών αντιπάλων και γενικά των πολιτών αλλά και ενδεχομένως ένας δεύτερος μισθός σε αυτονομημένα τμήματα του κράτους ή κρατικούς αξιωματούχους. Εδώ είναι ο αγοραίος καπιταλισμός και η αλγορυθμική αστυνόμευση! Σειρά τέτοιων υποθέσεων έχουν δει παγκόσμια το φως της δημοσιότητας στις «δημοκρατίες της Μπανάνας» και όχι μόνον…
 
3. Εξουδετέρωση της εφαρμογής του νόμου. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο το θεσπισμένο σύστημα των εγγυήσεων έναντι του όποιου ενδεχόμενου κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους των αρχών είναι ανεπαρκές και συχνά προσχηματικό, καθώς ακόμα και όταν εισαγγελείς ως προϊστάμενοι ή εποπτεύοντες νευραλγικές υπηρεσίες του κράτους, δεν διασφαλίζεται η αμεροληψία τους αλλά ούτε και η αντικειμενική δυνατότητά τους να συγκρουστούν με τον πυρήνα της κυβερνητικής εξουσίας, ακόμα και εάν θα το ήθελαν.
 
Συχνά εκ των πραγμάτων εξουδετερώνεται η δυνατότητά τους να ασκήσουν πραγματικά το έργο τους: Στις ΗΠΑ π.χ. αλλάζοντας όνομα στη διαδικασία συλλογής δεδομένων η μαζική παρακολούθηση, γινόταν δυνατή χωρίς ένταλμα. Στην Ελλαδα π.χ η «υπερφόρτωση του συστήματος» μέσω πληθώρας αιτήσεων άρσης του απορρήτου, ώστε να μην μπορεί να ελεγχθεί κατ΄ ουσίαν κανείς, η εξάρτηση από τις γνώσεις των υπηρεσιών ασφάλειας (π.χ. για να αξιολογηθούν οι άρσεις του απορρήτου), η ενδεχόμενη τυπολατρική προσέγγιση κλπ, αποτελούν τα βέβαια εργαλεία της εξουδετέρωσης ενός «καλού» νόμου στην πράξη, που σε συνδυασμό με άλλα οφέλη, καθιστά ιδιαίτερα ελκυστική την παρανομία μέσα στο κράτος.
 
4. Εγγυήσεις: Πλην τούτων οι εκπρόσωποι θεσμών και φορέων κ.α. είναι έκθετοι στη βούληση και τη διακριτική ευχέρεια εκείνων που συλλέγουν την πληροφορία και μετουσιώνουν την πληροφορία σε αφήγημα. Πρόκειται για έναν τεράστιο όγκο δεδομένων που συλλέγονται με απίστευτη ταχύτητα και που η αξιολόγησή τους γίνεται και αυτή αλγορυθμικά! Διαμορφώνεται έτσι ανέλεγκτο πλέγμα άδηλης εξουσίας, που ελέγχει και τους πολιτικούς και τους οικονομικούς παράγοντες, με τους οποίους εξάλλου αυτό το εξουσιαστικό πλέγμα συμβιώνει μέσα από ανταλλαγές εξυπηρετήσεων, καταστρατήγηση και μασκάρεμα κανόνων που θεσπίζονται για άλλο λόγο, από αυτόν που υποδηλώνει η λεκτική τους διατύπωση κλπ.
 
Οι μαρτυρίες του Έρικ Σνόουντεν) είναι χαρακτηριστικές επ΄αυτού. Το κυριότερο είναι όμως, ότι τα δεδομένα αυτά διαμορφώνουν ένα σύστημα αιώνιας αστυνόμευσης, όπως το ονομάζει ο Σνόουντεν, καθώς μπορούν να ανακληθούν ανά πάσα στιγμή στο μέλλον, με απλό τρόπο χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, αλλά και από τον οποιονδήποτε κακόβουλο αρμόδιο αξιωματούχο: τα δεδομένα από τις παρακολουθήσεις δεν είναι έγχαρτα, δεν καταχωρούνται σε κάποιο φάκελο, σε ένα συρτάρι και ούτε ακριβώς «καταστρέφονται».
 
5. Το βαθύ κράτος. Δημιουργείται έτσι ένα βαθύ κράτος που σήμερα ταυτίζεται με τα σύγχρονα συστήματα πληροφοριών, υποστηρίζει ο Εντουαρντ Σνουοντεν. Οι συλλεχθείσες πληροφορίες διατηρούνται για πάντα, ακόμα και όταν σβήνονται αφήνουν ίχνη. Διατηρούνται μέχρι να φανούν χρήσιμες και «κρύβονται», μέσα στο νέφος, κατακερματίζονται και τοποθετούνται σε διαφορετικά μέρη του κόσμου και του διαδικτύου. Η μεγάλη ταχύτητα επεξεργασία και ο όγκος των δεδομένων καθιστά καθημερινά παρωχημένο τον νόμο (που «δεν προλαβαίνει»), αν λάβουμε υπόψη την αμερικανική πραγματικότητα, που ο Σνόουντεν περιγράφει. Έτσι, σχολιάζει, η χρήση της τεχνολογίας για την προάσπιση της ασφάλειας της χώρας, μπορεί να αλλάξει προσανατολισμό και να χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της χώρας..
 
6. Η ελληνική περίπτωση. Φαίνεται πως το προηγούμενο διάστημα σε απροσδιόριστο προς το παρόν χρόνο, δημιουργήθηκε στην Ελλάδα ένα δίκτυο- σύστημα – σχέσεων, ανάμεσα σε στελέχη ή πρώην στελέχη του σκληρού πυρήνα του κράτους, εκπροσώπους εταιρειών, ανώτατους διοικητικούς, κυβερνητικούς και πολιτικούς παράγοντες, με άξονα την καταχρηστική συλλογή επεξεργασία και διαχείριση πληροφοριών που προέρχονταν από τηλεφωνικές και διαδικτυακές επικοινωνίες. Από το σύστημα και τη ροή πληροφοριών φαίνεται επίσης ότι οι εμπλεκόμενοι, που είχαν διαφορετικά αλλά αλληλεξαρτώμενα συμφέροντα, επωφελήθηκαν ποικιλοτρόπως ο καθένας πολιτικά, οικονομικά, επιχειρηματικά και άλλοι άγνωστο ακόμα πώς, μέσα από ένα κέλυφος τυπικής νομιμότητας που αμφισβητείται και το εύρος και η ίδια η υπόστασή της.
 
Τα στοιχεία που έχουν έρθει ως τώρα στη δημοσιότητα εφόσον ισχύουν παραπέμπουν σε μια σειρά από αναγωγές, σε πάγιες διαπιστώσεις της εγκληματολογικής ανάλυσης, όπως ότι α) σε αυτές τις συνθήκες συντρέχει κατά κανόνα το φαινόμενο των λεγόμενων Κρατικών εταιρικών ή κρατικά οργανωμένων εγκλημάτων, καθώς σχεδιάζονται μεταξύ του κράτους και των ιδιωτών από κοινού στρατηγικές παρανομίας για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. β) η οικειοποίηση πρακτικών οργανωμένου εγκλήματος από νόμιμους τυπικά επιχειρηματίες, πολιτικούς και κρατικούς υπαλλήλους είναι τυπικό παράδειγμα των εγκλημάτων των ελίτ που καταφεύογουν στο οργανωμένο έγκλημα. Το οργανωμένο έγκλημα είναι σχέσεις: ένα κοινωνικό φαινόμενο που βασίζεται σε σχέσεις εγγύτητας, συγγένειας, άτυπων υποχρεώσεων με επιδίωξη το οικονομικό όφελος και την άσκηση εξουσίας. Δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την εγκληματική οργάνωση που προβλέπει ο νόμος και κυρίως, για να επιβιώσει, χρειάζεται το κράτος και τα κόμματα. Έτσι προκύπτει μια συμβιωτική σχέση μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας…
 
7. Το «σύστημα». Στην υπόθεση αυτή φαίνεται ότι αξιοποιήθηκαν συστήματα σχέσεων μεταξύ φίλων, συγγενών, κουμπάρων, συναδέλφων, όπου καθένας κατέχει μια νευραλγική θέση με αποφασιστικές αρμοδιότητες. Το φαινόμενο των περιστρεφόμενων θυρών (εναλλαγή σε θέσεις και αξιώματα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα) αποτέλεσε καταλύτη ενώ η τήρηση μυστικότητας που περιβλήθηκε τον τύπο του απορρήτου διασφάλισε τους εμπλεκόμενους. Όλα αυτά δείχνουν και πόσο ανορθολογική είναι η αγορά, οι ρητορικές περί «αριστείας» και πόση απήχηση έχουν οι προκαπιταλιστικές πρακτικές στην κοινωνία της αγοράς.
 
Αν και χαρακτηριστικό τέτοιων δικτύων είναι η δυσκολία τεκμηρίωσης της παρανομίας, ο ρόλος της δικαιοσύνης αλλά και της Βουλής εξακολουθεί να είναι καταλυτικός για την προστασία του πολιτεύματος και των δημοκρατικών θεσμών. Στο πλαίσιο αυτό οφείλουν να προβληματίσουν ή και να απαντηθούν ορισμένα ερωτήματα όπως:
 
α. Τι γίνεται όταν μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία επιβάλει -θεσπίζει νόμους καταφανώς προβληματικούς με νόμιμο τρόπο; Αυτό βέβαια θα έπρεπε να έχει απαντηθεί σε προηγούμενο χρόνο!
β. Υπό ποιους όρους προέκυψε η νομιμότητα δράσης των υπηρεσιών ασφαλείας και των θεσμών που τις διοικούν ή τις εποπτεύουν και οι όποιοι έλεγχοί τους έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα;
γ. Πώς προστατεύεται η χώρα από το φαινόμενο των περιστρεφόμενων θυρών (που όλοι οι διεθνείς οργανισμοί έχουν επισημάνει) και πως έχει αντιδράσει έως τώρα το πολιτικό σύστημα και κυρίως πως θα μπορούσε να αντιδράσει η Δικαιοσύνη σε αυτό το φαινόμενο; .
δ. Υπάρχει θεσμικός τρόπος να αντιμετωπιστούν οι τεχνικές συγκάλυψης που χρησιμοποιούν τέτοια εγκληματικά δίκτυα που λειτουργούν μέσα στο κράτος;
 
Οι απαντήσεις προφανώς δεν είναι εύκολες. Η λειτουργία των θεσμών όπως η αστυνομία και η δικαιοσύνη πρέπει να σταθμίζεται με βάση την ουσιαστική και όχι την τεχνική εφαρμογή του νόμου. Γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι οι μεγαλύτερες φρικαλεότητες και παρανομίες στην ιστορία έγιναν με το νόμο και όχι παραβιάζοντάς τον. Η υπόθεση των υποκλοπών δοκιμάζει και τη Δικαιοσύνη και την Αστυνομία και ειδικότερα τις υπηρεσίες ασφάλειας, όχι για την αποτελεσματικότητά τους, αλλά για την δυνατότητά τους να αυτοπροστατεύονται και να προστατεύουν και τους πολίτες και το πολίτευμα με τα εργαλεία που τους δίνει ήδη ο νόμος .
 
Αλήθεια, όμως, εάν υποθέσουμε ότι κάποιος υψηλόβαθμος αξιωματούχος από την ΕΛΑΣ, την ΕΥΠ, τη Δικαιοσύνη γνωρίζει «πρόσωπα και πράγματα» και επιθυμεί να τα πει αρμοδίως, ποια αρχή θα μπορούσε να εμπιστευθεί σήμερα; Δεν είμαι βέβαιη ότι για την απάντηση πρέπει να ψάξουμε αποκλειστικά στον ποινικό κώδικα ή τον κώδικα ποινικής δικονομίας και όχι στα συστήματα ιεραρχίας και σχέσεων μέσα στο κράτος.
 
* Τίτλος άρθρου από το τραγούδι του συγκροτήματος The Police (1983) «Every Breath you take»,
 
Η Σοφία Βιδάλη είναι Καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.