Macro

Υπονομεύοντας τις ταυτότητες, διερευνώντας το «ανέφικτο»

Μανουέλ Πουίχ «Το φιλί της Γυναίκας-Αράχνης», μτφ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora, 2021

 

Σίγουρα πολλοί θα θυμούνται τη σκηνή από την Παγίδα του νόμου, του Τζιμ Τζάρμους, όπου ο Ρομπέρτο Μπενίνι, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Τζον Λούρι (ο Τομ Γουέιτς είναι σωριασμένος στην κουκέτα του και λαγοκοιμάται), ζωγραφίζει στον βρόμικο τοίχο του κελιού της φυλακής ένα παράθυρο. Μια έξοδο και μια διέξοδο, ένα φως, μια ελπίδα. Μια διαφυγή.

Στο Φιλί της Γυναίκας-Αράχνης, του Αργεντινού συγγραφέα Μανουέλ Πουίχ, το παράθυρο δεν είναι ζωγραφιστό. Το παράθυρο και η διαφυγή είναι οι αφηγήσεις του ενός από τους δύο κρατούμενους στο κοινό κελί. Η ιστορία είναι μάλλον γνωστή: Αργεντινή, 1975, εποχή σκληρής κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας, σε ένα κελί φυλακής στο Μπουένος Άιρες. Συγκρατούμενοι, ένας πολιτικός κρατούμενος, ο 26χρονος Βαλεντίν, και ένας ομοφυλόφιλος, ο 37χρονος Μολίνα, καταδικασμένος σε οκτώ χρόνια για αποπλάνηση ανηλίκου. Στο σκοτάδι της φυλακής, διέξοδος είναι οι κινηματογραφικές ταινίες που, με τρόπο ευρηματικό και παθιασμένο, αφηγείται ο Μολίνα στον Βαλεντίν, ανοίγοντας με τις αφηγήσεις του μικρά φωτεινά παράθυρα μέσα στο κελί.

Στην αρχή, η απόσταση που χωρίζει τους δύο συγκρατούμενους είναι τεράστια, αβυσσαλέα σχεδόν. Ο συναισθηματικός, απ’ ό,τι φαίνεται, Μολίνα, την ώρα που αφηγείται, παρασύρεται, αναπαράγει εκστατικά την ποίηση κάθε ταινίας, ζει τις ταινίες με όλο του το πάθος. Δίπλα του, ο Βαλεντίν κάνει βαριές ορθολογικές αναλύσεις («γυρεύεις εξήγηση για τα πάντα… είσαι θεόμουρλος», του λέει κάποια στιγμή ο Μολίνα), εντοπίζει λογικές αντιφάσεις, οριοθετεί τα θέματα που απαγορεύεται να θίξει η αφήγηση (ερωτικές περιγραφές και φαγητό), σχολιάζει «αυτές τις σαχλαμάρες», στην ουσία μοιάζει να μην μπορεί καν να καταλάβει, να μην μπορεί να νιώσει τον Μολίνα, τόσο τις επιλογές του, την ομοφυλοφιλία του, όσο και τις παθιασμένες αφηγήσεις του. Ταυτόχρονα, όμως, ζητάει διαρκώς τη συνέχεια, την εξέλιξη της ταινίας.

Οι δύο κρατούμενοι είναι δύο κόσμοι μακρινοί, επιφυλακτικοί μεταξύ τους, ασύμβατοι, συχνά προσβλητικοί ο ένας για τον άλλο: μπορεί ο Μολίνα να απαξιώνει την πολιτική και να περιγελάει τον Βαλεντίν που πιστεύει ότι θα αλλάξει τον κόσμο. Ωστόσο, ο δεύτερος είναι εκείνος που εκφράζει όλο τα μάτσο στερεότυπα για τους ομοφυλόφιλους, τα οποία μάλιστα ο Μολίνα τα γνωρίζει και τα συζητάει, αν δεν τα έχει αποδεχτεί μέσα από μια πικρή παραίτηση: όταν ο Βαλεντίν τού λέει να μπει σε κάποια πολιτική ομάδα, αυτός απαντάει «πας καλά; πώς να μ’ εμπιστευτούν, αφού είμαι πούστης».

Όσο κι αν η πεζή και σκληρή καθημερινότητα της φυλακής (ο φόβος, η πείνα, η διάρροια) διεισδύει συνεχώς από κάθε χαραμάδα της μαγείας που πλάθουν οι κινηματογραφικές αφηγήσεις, οι δύο συγκρατούμενοι αφήνονται όλο και περισσότερο σ’ αυτή την προσπάθεια να ξεφύγουν από την πραγματικότητα της φυλακής, παρόλο που κι αυτό αρχικά αποτελεί σημείο διαφωνίας. «Να ξεφύγω λιγάκι απ’ την πραγματικότητα – με την απελπισία, άλλωστε, τι θα κερδίσω;», λέει ο Μολίνα. «Αυτό το χούι που έχεις να σκέφτεσαι όμορφα πράγματα, όπως λες, μπορεί να γίνει επικίνδυνο. Μπορεί να σου γίνει βίτσιο το να δραπετεύεις μ’ αυτό τον τρόπο απ’ την πραγματικότητα, κάτι σαν πρέζα», του απαντάει ο ορθολογικός νεαρός κομμουνιστής. Η συνεννόηση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη όταν ο Μολίνα αρχίσει να τραγουδάει τα γεμάτα πάθος μπολέρο με τον «χαζοβιόλικο ρομαντισμό» τους, όπως λέει ο Βαλεντίν, ο οποίος όμως σε λίγο θα συνειδητοποιήσει ότι «γέλαγα με το μπολέρο σου, αλλά το γράμμα που πήρα λέει τα ίδια με το μπολέρο».

 

Γέφυρες πάνω από την άβυσσο

Ωστόσο, εκεί, μέσα στο «πανοπτικόν» του κελιού, που καταργεί κάθε ιδιωτικότητα και κάνει τα πάντα κοινά, ακόμα και την πιο δύσκολη ή προσωπική στιγμή, οι δύο συγκρατούμενοι προβληματίζονται, προσπαθούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον, αρχίζουν να πλησιάζουν. Οι φραγμοί σπάνε, η άβυσσος γεφυρώνεται με γέφυρες συναισθήματος, οι ξένοι κόσμοι όχι μόνο πλησιάζουν αλλά αρχίζουν και να μοιάζουν, ο ένας κόσμος αρχίζει να παίρνει στοιχεία του άλλου. Τα όποια όρια ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές γίνονται πιο πορώδη, πιο εύθραυστα, καθώς οι συγκρατούμενοι αρχίζουν να ψηλαφούν σιγά σιγά μια επαφή, καθώς η ανταλλαγή οδηγεί σε αλλαγή: και οι δύο αλλάζουν, στο τέλος είναι πια άλλοι άνθρωποι. Αν στην αρχή το βιβλίο μοιάζει να αναπαράγει στερεότυπα, σταδιακά τα υπονομεύει, οδηγώντας και τους δύο πρωταγωνιστές σε ατραπούς μέχρι τότε άγνωστες και, για τους ίδιους, σχεδόν επίφοβες. Οι πρωταγωνιστές που φτιάχνει ο Πουίχ δεν είναι μονοσήμαντοι ιδεότυποι, αλλά άνθρωποι ζωντανοί, με αντιφάσεις, αδυναμίες, σκαμπανεβάσματα, αμφιβολίες – δύο χαρακτήρες έξω από τις νόρμες, των οποίων οι αρχικές «σιδερένιες» ταυτότητες («ανδροπρεπής αντάρτης» και «απολίτικος ομοφυλόφιλος») στο τέλος είναι πια εντελώς υπονομευμένες.

Έχει σχολιαστεί πως ίσως υπάρχει ένα ουτοπικό στοιχείο στο Φιλί. Ο Πουίχ είχε απαντήσει σε μια συνέντευξή του ότι «αυτά τα πράγματα συμβαίνουν, δεν πλάθω απλώς κάτι με τη φαντασία μου, ό,τι ξέρω προέρχεται από την εμπειρία». Το Φιλί της Γυναίκας-Αράχνης εκδόθηκε το 1976 στην Ισπανία (στα ελληνικά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1984, από τις εκδόσεις Οδυσσέας, σε μετάφραση Ιάκωβου Κοπερτί) και ήταν για πολλά χρόνια απαγορευμένο στην Αργεντινή – «έχει εκδοθεί στην Ιαπωνία, το Ισραήλ και την Κούβα, αλλά όχι ακόμα στην Αργεντινή», έλεγε πικρά ο Πουίχ, ο οποίος, όταν εκδόθηκε το βιβλίο, είχε ήδη εγκαταλείψει την Αργεντινή και ζούσε στο Μεξικό, μετά την απαγόρευση του βιβλίου του The Buenos Aires affair, το 1973. Ο ίδιος μιλούσε για τα τηλεφωνήματα της ΑΑΑ, της Αντικομμουνιστικής Ένωσης Αργεντινής, που του έδιναν 24 ώρες διορία για να φύγει από τη χώρα, «αλλιώς…». Μάλιστα, φοβούμενος για την τύχη των γονιών του στην Αργεντινή, είχε ζητήσει από τον εκδότη του στην Ισπανία να καθυστερήσει την έκδοση.

Ο Πουίχ έχει σχολιάσει τις δυσκολίες που συναντούσε κατά καιρούς η έκδοση των βιβλίων του. Καθώς τα βιβλία του είχαν απαγορευθεί από τη χούντα, πίστευε πως θα είχαν καλύτερη υποδοχή από τους αριστερούς εκδότες της Ευρώπης. Ωστόσο, τόσο ο Φελτρινέλι, στην Ιταλία, όσο και ο Γκαλιμάρ, στη Γαλλία, απέρριψαν το Φιλί της Γυναίκας-Αράχνης. «Δεν τους άρεσε το μίγμα σεξουαλικής απελευθέρωσης και κοινωνικής επανάστασης, τις οποίες ήθελα να τις παρουσιάσω ως διαφορετικές πλευρές του ίδιου αγώνα για κοινωνική απελευθέρωση», έλεγε ο Πουίχ, περιγράφοντας με τον τρόπο του τον συντηρητισμό ενός μέρους της Αριστεράς με τον οποίο ήρθε αντιμέτωπος.

 

Έκκεντρη πολιτική λογοτεχνία

Ο Πουίχ έλεγε πως δεν γράφει πολιτική λογοτεχνία, πως δεν τη συμπαθεί. Αριστερός, σοσιαλιστής δήλωνε κάποιες φορές, έκκεντρα πολιτικός, απέφευγε την «κραυγαλέα» στρατευμένη λογοτεχνία. Έγραψε ωστόσο πράγματα πολύ βαθιά πολιτικά, που μπορεί να μην καταγγέλλουν αλλά να υπονομεύουν το ηγεμονικό, το κυρίαρχο σύστημα αξιών και να υποσκάπτουν τις παγιωμένες βεβαιότητες, γράφοντας συνάμα μια λογοτεχνία με τολμηρούς, για την εποχή του, πειραματισμούς στο ύφος, στη σύνθεση, στο περιεχόμενο, στους χαρακτήρες, παρόλο που κάποιοι τον επέκριναν για τα στοιχεία ποπ, μελοδράματος, κιτς ή λαϊκής κουλτούρας που είχαν τα βιβλία του, η Προδοσία της Ρίτα Χέιγουορθ, τα Βαμμένα στοματάκια, το Πέφτει η τροπική νύχτα κ.λπ. «Θέλω να φτιάχνω πραγματικούς χαρακτήρες, οι οποίοι ωστόσο εγκαθιδρύουν αναπόφευκτα ένα πολιτικό περιβάλλον, έστω και άρρητο», έλεγε.

Έχουν γραφτεί εκατοντάδες σελίδες για το Φιλί της Γυναίκας-Αράχνης, αυτό το βιβλίο το τόσο ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες. Άρθρα, διατριβές, αναλύσεις, από διαφορετικές σκοπιές, με διαφορετικά επίκεντρα, με διαφορετικές απόψεις. Ακόμα και ότι αναπαράγει το στερεότυπο όπου ο «φωτισμένος» άνδρας κομμουνιστής «καθοδηγεί» τον «αδύναμο γκέι» στον δρόμο της επανάστασης έχει γραφτεί. Ειδικό θέμα ανάλυσης έχουν αποτελέσει οι «παράξενες» υποσημειώσεις που έχει γράψει ο ίδιος ο συγγραφέας, το περιεχόμενό τους, η θέση στην οποία τις έχει τοποθετήσει, δυστυχώς όμως ο χώρος δεν επιτρέπει παραπάνω συζήτηση γι’ αυτό το θέμα.

Πλάθοντας δύο χαρακτήρες όπως ο Βαλεντίν και ο Μολίνα, που ο καθένας τελικά είτε υπονομεύει τα «ορθά» χαρακτηριστικά της «ταυτότητάς» του είτε διαπραγματεύεται κάποια στερεότυπα μεταβολίζοντάς τα μέσα από την ανταλλαγή αυτής της δύσκολης σχέσης, ο Πουίχ υποθέτω πως φανταζόταν ότι θα ενοχλούσε πολλούς και πολλές και από τις «δύο πλευρές».

Όπως έχει εξομολογηθεί και ο ίδιος, όταν ζούσε στη Βραζιλία δέχθηκε σφοδρή κριτική από κάποιες στρατευμένες ομάδες ομοφυλοφίλων επειδή «δεν τους άρεσε το γεγονός ότι δεν έδειχνα έναν ηρωικό ομοφυλόφιλο», ενώ συνάμα δεχόταν πιέσεις να μιλήσει δημόσια για την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο ίδιος θεωρούσε το θέμα ιδιωτική/προσωπική υπόθεση. «Το κίνημα για την απελευθέρωση των ομοφυλοφίλων έχει αναμφίβολα πετύχει πολλά», έλεγε, «αλλά, όπως και το μότο “Black is beautiful”, υπάρχει κίνδυνος να ενισχύσει τα τείχη του γκέτο και να μεγαλώσει την αποξένωση». Ο Πουίχ, αναγνωρίζοντας ότι μπορεί να είναι ουτοπικό αυτό που λέει, ονειρεύεται μια κοινωνία όπου η όποια σεξουαλική επιλογή δεν θα έχει κανένα ειδικό βάρος, όπως είναι το φαγητό ή ο ύπνος: «κοιμάσαι με ή χωρίς μαξιλάρι, αυτό δεν διαμορφώνει την ταυτότητά σου», λέει, για να προσθέσει: «από τη στιγμή που δίνεται ηθικό βάρος στο σεξ, δημιουργούνται οι σεξουαλικοί ρόλοι και οι άνθρωποι πιέζονται από μικρή ηλικία να υιοθετήσουν συγκεκριμένες σεξουαλικές συμπεριφορές […] επομένως δεν νομίζω πως είναι σωστό να δημιουργούμε μια “γκέι” ταυτότητα, δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι, υπάρχουν μόνο άνθρωποι που κάνουν ομοφυλόφιλες πράξεις, αλλά αυτή η μπανάλ πλευρά της ζωής τους δεν εγκαθιδρύει ταυτότητα. Δεν υπάρχει κάτι που να λέγεται ομοφυλοφιλία, είναι πλάσμα του αντιδραστικού μυαλού». Ο Πουίχ έλεγε πως η μοναδική «φυσιολογική» σεξουαλικότητα, κατ’ αυτόν, ήταν μια σεξουαλικότητα ολική («total»): κατά τον Πουίχ, ένας πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος δεν μπορεί να προσδιορίζεται μέσα σε σεξουαλικά όρια. Μια πρώιμη κουήρ ματιά, λένε κάποιοι μελετητές του.

Πέρα από αυτή τη ριζικά αντιουσιοκρατική οπτική του, ο Πουίχ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Μετώπου Ομοφυλόφιλης Απελευθέρωσης, που δημιουργήθηκε στην Αργεντινή τον Αύγουστο του 1971. Η κυρίαρχη, αλλά όχι μοναδική, άποψη σ’ αυτό συνέδεε την πολιτική του Μετώπου με τη συνολική κοινωνική καταπίεση και επιδίωκε τη συμμαχία με άλλα κοινωνικά κινήματα. Μάλιστα, υπάρχουν αναλύσεις που συνδέουν το Φιλί της Γυναίκας-Αράχνης με τη φιλοσοφία αυτής της ευρείας συλλογικότητας, που στήριζε την πολιτική της στην κοινή καταπίεση πολλών κοινωνικών ομάδων, μεταξύ των οποίων και οι ομοφυλόφιλοι. Στο Μέτωπο συμμετείχαν αριστεροί/ές, αναρχικοί/ές, καθολικοί/ές, αλλά και πιο συντηρητικοί άνθρωποι, και η εσωτερική διαμάχη για το πολιτικό στίγμα του Μετώπου οδήγησε σε συγκρούσεις και διασπάσεις. Η εκλογική νίκη των περονιστών, το 1973, αποτέλεσε κρίσιμο σημείο καμπής για το Μέτωπο, καθώς ο περονισμός και οι διαφορετικές πλευρές του αντιπερονισμού δημιουργούν πάντα ένα δίκτυο από διαχωριστικές γραμμές στην Αργεντινή, σε όλους τους χώρους και σε όλες τις εποχές. Κάποια στιγμή στο Μέτωπο κυριάρχησε η γραμμή της προσέγγισης με τον περονισμό, ωστόσο τότε φάνηκε ξανά η εξαιρετικά δύσκολη σχέση του κινήματος των ομοφυλοφίλων με το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς (με εξαίρεση, κατά κύριο λόγο, κάποιες κινηματικές και τροτσκιστικές ομάδες) αλλά και της αριστερής πτέρυγας του περονισμού, την οποία είχε προσπαθήσει να προσεγγίσει. Χαρακτηριστική η προσπάθεια των Μοντονέρος να τραβήξουν διαχωριστική γραμμή με το σύνθημα «δεν είμαστε πούστηδες, δεν είμαστε πρεζόνια, είμαστε στρατιώτες του Περόν και Μοντονέρος».

Η ομότιτλη ταινία που γύρισε το 1985 ο Έκτορ Μπαμπένκο, παρά τις αδυναμίες της, έγινε παγκόσμια επιτυχία και πήρε πολλά βραβεία – ενδεικτικά, ο Ουίλιαμ Χαρτ (Μολίνα) πήρε το Όσκαρ α΄ ανδρικού ρόλου (η ταινία ήταν υποψήφια για άλλα τρία Όσκαρ, καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου), ενώ το ίδιο βραβείο πήρε και στις Κάννες (όπου η ταινία ήταν υποψήφια και για τον Χρυσό Φοίνικα). Για τον ρόλο του Μολίνα, μάλιστα, αρχικά προοριζόταν ο Μπαρτ Λάνκαστερ.

Πριν από λίγες μέρες, στις 18 Ιανουαρίου, πέθανε ο Χουάν Κάρλος Ταμπίο, συν-σκηνοθέτης (μαζί με τον κορυφαίο Κουβανό σκηνοθέτη Τομάς Γκουτιέρες Αλέα) της ιστορικής ταινίας Φράουλα και σοκολάτα, που καταπιάνεται, με τη δική της οπτική, με μια παρόμοια δύσκολη σχέση, ανάμεσα στον νεαρό κομμουνιστή Δαβίδ και τον ομοφυλόφιλο καλλιτέχνη Διέγο. Η ταινία στηρίζεται σε ένα διήγημα του Κουβανού συγγραφέα Σενέλ Πας, για το οποίο τιμήθηκε μάλιστα με το Βραβείο Χουάν Ρούλφο. Παρά τις διαφορές μεταξύ τους, τόσο η ταινία όσο και το διήγημα (που δεν επικεντρώνονται τόσο στις συνθήκες που αντιμετώπιζαν οι ομοφυλόφιλοι στην Κούβα εκείνη τη δύσκολη εποχή, όπως, για παράδειγμα, οι Μάσκες, του Λεονάρδο Παδούρα) έχουν κοινά στοιχεία, αλλά και μεγάλες διαφορές από το Φιλί της Γυναίκας-Αράχνης. Για παράδειγμα, παρά τους διαύλους κατανόησης που ανοίγονται, παρά την αμφίσημη, ίσως, αγκαλιά του τέλους της ταινίας, παραμένει ερωτηματικό σε ποιο βαθμό η προσέγγιση των δύο πρωταγωνιστών υπερβαίνει ουσιαστικά κάποια όριά τους.

Παρόμοιο θέμα, αλλά με άλλη πάλι ματιά, πραγματεύεται ο Χιλιανός συγγραφέας Πέδρο Λεμεμπέλ, εμβληματική προσωπικότητα της πολιτιστικής και πολιτικής σκηνής της Χιλής που αυτοπροσδιοριζόταν ως «φτωχός, κομμουνιστής και αδερφή», του οποίου το κορυφαίο μυθιστόρημα Φοβάμαι, ταυρομάχε περιγράφει με τον δικό του τρόπο τον έρωτα ενός ομοφυλόφιλου για έναν νεαρό αντάρτη του Πατριωτικού Μετώπου Μανουέλ Ροδρίγκες την εποχή που το Μέτωπο οργάνωνε την απόπειρα κατά του Πινοτσέτ (θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τον Καστανιώτη).

Πολλά έχουν γραφτεί γι’ αυτά τα βιβλία, πολλά θα γραφτούν ακόμα γι’ αυτό το θέμα. Όπως, όμως, λένε κάποιοι μελετητές, όλα άρχισαν με Το φιλί της Γυναίκας-Αράχνης, ένα βιβλίο πρωτοποριακό, ίσως όχι μόνο για την εποχή του. Τα πεδία που ανιχνεύουν ο Πουίχ, ο Λεμεμπέλ ή ο Πας δεν αφορούν μόνο εκείνη την εποχή ούτε μόνο τη Λατινική Αμερική. Γι’ αυτό κάποια ερωτήματα είναι πάντα επίκαιρα και καμιά φορά αμείλικτα. Όπως ρωτάει και αναρωτιέται ο Λεμεμπέλ στο κλασικό του «Μανιφέστο»: «Η δικτατορία περνάει / Και έρχεται η δημοκρατία / Και μετά ο σοσιαλισμός / Και τότε; / Τι θα κάνετε μ’ εμάς σύντροφε; / Μήπως θα υπάρχει σε κάποια γωνιά μια αδερφή / να αποσταθεροποιεί το μέλλον του νέου σας ανθρώπου;».

Κώστας Αθανασίου

Πηγή: Η Εποχή