Macro

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Η πολιτική ευθύνη έχει πατέρα και μητέρα

Στο κενό η προσπάθεια αντιστροφής των ρόλων

Την περασμένη Πέμπτη το πρωί, καλοπροαίρετοι και κακοπροαίρετοι, είχαν ένα προαίσθημα πως στη συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων που προκάλεσε ο κ. Μητσοτάκης, θα γινόταν της τρελής, ένα συμπούρμπουλο από το οποίο δεν θα έβγαινε κανένα νόημα.

Η αίσθηση αυτή οφειλόταν στον χαρακτήρα που θέλησε να δώσει ο πρωθυπουργός σ’ αυτή την κοινοβουλευτική διαδικασία. Ήταν δηλωμένη η θέλησή του να αποδώσει ευθύνες για εκτροπή του δημόσιου λόγου στην αντιπολίτευση και να εγκαλέσει κυρίως την αξιωματική αντιπολίτευση ως ελεγχόμενη και υποχρεούμενη σε απολογία.

 

Επιχείρηση αντιστροφής των ρόλων

Τίποτα το περίεργο για τα κοινοβουλευτικά ειωθότα, θα σκεφτόταν κάποιος ανύποπτος παρατηρητής: κυβέρνηση και αντιπολίτευση αντιπαρατίθενται στη Βουλή. Όχι ακριβώς. Η Βουλή είναι ο τόπος όπου ελέγχεται η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση από τους αντιπροσώπους του λαού, είτε ανήκουν στην πλειοψηφία είτε στη μειοψηφία. Στη Βουλή καλείται να δώσει λόγο για τα έργα της η κυβέρνηση σε όλους, και στην αντιπολίτευση. Όχι το αντίθετο. Σ’ αυτή τη διαδικασία, βέβαια, κρίνεται και η ίδια, αλλά για το πώς ασκεί τα ελεγκτικά καθήκοντά της.

Το ζήτημα δεν είναι θεωρητικό, ώστε να αντιτείνει κάποιος βιαστικός «μα τι κάθεσαι και μας λες τώρα!» Αφορά την πρακτική της κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού. Αφενός, έχει μετατρέψει τη Βουλή, με τη βοήθεια και της πανδημίας, σε βιομηχανία ψήφισης νόμων με συνοπτικές διαδικασίες και κατά διαταγήν της κυβέρνησης. Μια διαταγή που εκτελείται μέσω του γραμματέα της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ ουσιαστικά. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αντίθετες γνώμες που διατυπώθηκαν από πολλούς βουλευτές της για παραίτηση της κ. Μενδώνη, αποκλειόταν να ακουστούν με την επιλογή της συζήτησης σε επίπεδο αρχηγών. Αφετέρου, η κυβέρνηση ακολουθεί την αδιανόητη τακτική της αποφυγής και της παραμικρής αποδοχής ευθυνών, η οποία συνοδεύεται από την επίρριψη ευθυνών σε όλους τους άλλους, ιδίως στην αξιωματική αντιπολίτευση, γεγονός που τροφοδοτεί πια το σατιρικό λόγο. Ή, ακόμα χειρότερα, από την παγερή σιωπή στα δικαιολογημένα αιτήματα από την πλευρά της αντιπολίτευσης.

 

Ζήτημα δημοκρατίας

Είναι χαρακτηριστικό ότι επί ένα μήνα τώρα ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Αλ. Τσίπρας, ζητάει από την κυβερνητική πλειοψηφία, προσφάτως και από τον πρόεδρο της Βουλής, να πραγματοποιηθεί ειδική συνεδρίαση με θέμα τα σοβαρά προβλήματα λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ένα κλασικό και εύλογο αίτημα όχι μόνο λόγω των σοβαρότατων ελλειμμάτων και παραβιάσεων σ’ αυτό το πεδίο, αλλά και λόγω του συνταγματικού ρόλου της αντιπολίτευσης σ’ ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς. Αντ’ αυτού, ο κ. Μητσοτάκης επιλέγει μια διαδικασία που αντιστρέφει τους ρόλους, με την ψευδαίσθηση ότι έτσι θα οδηγούσε τη συζήτηση εκεί που ήθελε. Δηλαδή όχι στην κριτική των χειρισμών της κυβέρνησης και ειδικότερα της κ. Μενδώνη στην υπόθεση Λιγνάδη, αλλά στην κριτική της αντιπολίτευσης που επιμένει να ζητάει ανάληψη της υπαρκτής πολιτικής ευθύνης.

Η δυσανεξία του κ. Μητσοτάκη και της κυβέρνησης σε κάθε κριτική, που φτάνει μέχρι το σημείο να καθιστά την αυτοκριτική άγνωστη λέξη για το μέγαρο Μαξίμου, δεν είναι κάποιο δευτερεύον στοιχείο της κυβερνητικής πολιτικής. Αποτελεί τον πυρήνα της. Είναι απότοκο του αλαζονικού αυταρχισμού του επιτελικού κράτους των αρίστων, που θεωρεί ότι η παραμικρή ρωγμή μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Δεν τους πτοεί η πιθανότητα να λειτουργήσει η δυσανεξία αυτή σαν μπούμερανγκ. Αυτό απόδειξε η εμμονή στη στήριξη μιας υπουργού Πολιτισμού, που δεν την αντέχει πρώτος απ’ όλους, αλλά όχι μόνος, ο κόσμος του πολιτισμού.

Ο κ. Μητσοτάκης αποδείχτηκε ικανός, προκειμένου να διαιωνίσει αυτή την αντίληψή του για το αρραγές της αυταρχικής εκτελεστικής εξουσίας, να φτάσει ως το σημείο να γυρίσει ανάποδα τους κοινοβουλευτικούς ρόλους, σχεδόν να επιχειρήσει…αλλαγή καθεστώτος.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τσίμπησε

Ευτυχώς ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης -αλλά και οι περισσότεροι αρχηγοί- δεν τον ακολούθησε. Ούτε στους κραυγαλέους τόνους, ούτε στο παραπλανητκό περιεχόμενο της αντιπαράθεσης. Στάθηκε με επιμονή στην επισήμανση και την ανάγκη ανάληψης της πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης, της υπουργού και του πρωθυπουργού. Και ο κ. Μητσοτάκης, καλύπτοντας την κ. Μενδώνη, αναγκάστηκε να την αναλάβει τελικά ο ίδιος, έστω και χωρίς να την αποδεχτεί ρητά. Απαντώντας, ίσως, μ’ αυτό τον τρόπο στο ερώτημα που εκκρεμεί: ποιος τελικά επέλεξε τον κ. Λιγνάδη καταργώντας το διαγωνισμό για την πλήρωση της θέσης του διευθυντή του Εθνικού, που είχε ήδη προκηρυχθεί;

Όσο για το άλλο ερώτημα-επιχείρημα του κ. Μητσοτάκη, ποιο είναι, επιτέλους, το μυστικό που τον κρατάει δεμένο με την κ. Μενδώνη, δεν χρειάζεται να ψάξουμε σε κάνα βαθύ πηγάδι για την απάντησή του. Είναι η κοινή αυταρχική αλαζονεία, που θεωρεί την παραμικρή παραδοχή ευθύνης σαν αρχή κατάρρευσης του νεοφιλελεύθερου αφηγήματος: αφού ο λαός μας ψήφισε, ό,τι είπαμε είναι θέσφατο και ό,τι κάνουμε είναι αδιαμφισβήτητα ορθό.

Αλλά και το άλλο σκέλος της σύλληψης πάνω στην οποία οργανώθηκε η συζήτηση στη Βουλή, η επιμονή του κ. Μητσοτάκη να εμπλέξει και να εγκαλέσει τον Αλ. Τσίπρα για τις χυδαιότητες του διαδικτύου, έπεσε στο κενό. Λειτούργησε σαν ευκαιρία για τον επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αποστομώσει την εκστρατεία συκοφάντησης με μια ξεκάθαρη και πολλαπλά επιβεβαιωμένη καταδίκη και άρνηση αυτών των μεθόδων και της προσπάθειας σφετερισμού της φωνής του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε άλλωστε προαναγγελθεί τόσο από τον Γ. Ραγκούση στη Βουλή, όσο και από τον διευθυντή της «Αυγής» Άγγελο Τσέκερη. Και έμεινε ο κ. Μητσοτάκης, σαν κολλημένη βελόνα σε πλάκα γραμμοφώνου, να επαναλαμβάνει την «πρόκληση» ακόμη και στην τριτολογία του. Ο Αλ. Τσίπρας θα πρέπει να κατάλαβε πόσο απλό και αναγκαίο ήταν να το πράξει από καιρό τώρα.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή