Αν την εποχή της μεταπολίτευσης το συλλογικό ήθος έσπρωχνε την κοινωνία και το πνεύμα της προς τ’ αριστερά, με τα χειραφετιτικά προτάγματα των λαών να είναι της μοδός και να συμπαρασύρουν το καλλιτεχνικό στερέωμα, την σήμερον η σόου μπιζ της μεταδημοκρατίας περί άλλων τυρβάζει.
Είναι, δυστυχώς, γνωστό πως η αστική τάξη όχι μοναχά νέμεται την κουλτούρα και τα προϊόντα της αλλά, συχνότατα, την ορίζει και την επανορίζει αναλόγως των συμφερόντων της, με τους “Μαικήνες” να μετεξελίσσονται σε ολόκληρα “Ιδρύματα” των ανθρώπων του κεφαλαίου. Τούτοι, προφανώς, αφού με τον παρά τους βάζουν τα κριτήρια της τέχνης, δεν ανέχονται τον πολιτισμό της αντεξουσίας: το μοντέλο που επιβάλλουν είναι εκείνο του χαρωπού ανθρωπισμού, τόσο αποϊδεολογικοποιημένο που μπορεί να χωρέσει παντού, ακόμα και σε περιόδους όπου ο αυταρχισμός υποφώσκει. Η μεταδημοκρατία εξάλλου έτσι αναπαράγεται: με φιλάνθρωπη καλοσύνη που ακουμπά έτσι αγαπητικά, με νότες, την ανοιξιάτικη λιακάδα, δίχως, εννοείται, να ενοχλεί τους από πάνω.
Οι καλλιτέχνες/ιδες – προμετωπίδες του αστισμού, από τους συμβουλάτορες μιας πεφωτισμένης δεσποτείας ως τους ανάλαφρους διασκεδαστές της, άνθρωποι όντες/ούσες, έχουν, όμως, το δικαίωμα να εκφράζονται πολιτικά, όπως εξάλλου κι εκείνοι της αντεξουσίας. Κι έχουν το δικαίωμα να αλλάζουν γνώμη και να επανατοποθετούνται.
Στην εποχή του “Κοίτα πόσο καλοί μπορούμε να είμαστε”, όπως τονίζει η Πολιτική Προστασία, με μήνυμα στα ΜΜΕ, τα δύσκολα που θέτουν οι αντιφρονούντες δεν έχουν θέση. Θεάματα, δίχως τη στοιχειώδη εξασφάλιση του άρτου, γίνονται τα πυροβόλα μιας ιδιότυπης καταστολής που δεν ανέχεται την άλλη άποψη: σ’ αυτό το πλαίσιο, όσοι στάθηκαν κριτικά απέναντι στην τραγουδιστική περιφορά της κ. Πρωτοψάλτη χαρακτηρίστηκαν «δηλητήριο που έσταξε από κάποιους που δεν “κατάλαβαν””. Η καλλιτέχνιδα τους παρότρυνε, ειρωνικώ τω τρόπω, να το χρησιμοποιήσουν “για ιατρικούς σκοπούς”.
Όταν, όμως, εκδιπλώνεις -και καλά κάνεις- τα πολιτικά σου φρονήματα, διαμορφώνοντας επιπλέον, εκ της διάσημης θέσεώς σου, συνειδήσεις, οφείλεις να είσαι ανοιχτή στον αντί-λογο. Όταν, μάλιστα, η χλεύη των ΜΜΕ κατευθύνεται προς οτιδήποτε αντίκειται στη σημερινή κυβέρνηση και στον περίγυρό της, μια καλλιτεχνική, λεγόμενη, ψυχή, τούτο οφείλει να το ξέρει. Οφείλει να κοιτάει γύρω της, να ακούει και να κατανοεί. Διότι εδώ το μείζον δεν είναι, βεβαίως, η τραγουδιστική διαδρομή καθεαυτή. Είναι η στάση στο Μαξίμου, οι θωπείες με τους κυβερνώντες και, προπάντων, η σιωπή.
Η σιωπή όλων εκείνων των καλλιτεχνών–διασκεδαστών που κάνουν πως δεν υπάρχει φτώχεια και ανέχεια, πως δεν υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, δεν υπάρχει πόνος ταξικός στα 40 τετραγωνικά, παρά μοναχά συλλογικός και ολίγον φιλολογικός, είναι μια βαθιά πολιτική υπόθεση. Η χειρότερη πολιτική μεροληψία είναι η υποκρισία όλων εκείνων που διαλογίζονται πλάι στην πισίνα, μελετούν στην ηλιόλουστη βεράντα, μαγειρεύουν γκουρμέ σε λαμπερές κουζίνες και συμβουλεύουν τους πληβείους να δουν τον κορονοϊό ως ευκαιρία. Γνωστοί από παλιά, είναι οι εκείνοι που αποκαλούσαν την κρίση του καπιταλισμού “κρίση αξιών”, οι υμνητές του “όλοι μαζί τα φάγαμε”, οι μεταπηδήσαντες στους μπαξέδες της αφθονίας.
Κι ενώ όλοι οι άλλοι “σπέρνουν διχασμό” και “χύνουν δηλητήριο”, αυτοί, οι τάχα μου ανθρωπιστές, που, επίσης τάχα μου, δεν έχουν πολιτικές αναφορές και δεσμεύσεις, είναι επί της ουσίας οι πρωτοψάλτες της δεξιάς. Ηθελημένα. Εμπαίζοντας το λαό, όχι εξαιτίας των φρονημάτων τους αλλά με την προκλητικά υποκριτική συμπεριφορά τους.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: ArtiNews