Macro

Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;

Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά. Ο πρώην υπουργός και μέχρι πρότινος βουλευτής της ΝΔ (μια και η διαγραφή του από την ΚΟ του κυβερνώντος κόμματος, μετά το σάλο που δημιουργήθηκε, ήταν μονόδρομος) Λευτέρης Αυγενάκης, έχασε την περασμένη Παρασκευή την πτήση του για το Ηράκλειο. Δεν άκουσε τις τρεις αναγγελίες του ονόματός του, όταν έφτασε στην πύλη η επιβίβαση είχε ολοκληρωθεί, ο ίδιος απαίτησε να επιβιβαστεί κι επειδή ο υπάλληλος αρνήθηκε, τού άρπαξε το τηλέφωνο, τον χαστούκισε, έσπασε εξοπλισμό του αεροδρομίου και απείλησε με δυσμενή μετάθεση τους αστυνομικούς που επενέβησαν, ουρλιάζοντάς τους να μην τον αγγίζουν γιατί έχει ασυλία!
 
Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο τρόπος που επιχείρησε να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του –ζητώντας συγγνώμη τέσσερις μέρες μετά, και μόνο αφού δόθηκε στη δημοσιότητα το σχετικό βίντεο– ήταν απολύτως ενδεικτικός της λογικής του: «ήταν μια κακιά στιγμή που μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε», είπε ο άνθρωπος που ως υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης εκβίαζε τους πολίτες της Θεσσαλίας πως αν δεν ψήφιζαν τον εκλεκτό περιφερειάρχη της κυβέρνησης, δεν θα έπαιρναν τις αποζημιώσεις τους! Ή που ως υφυπουργός Αθλητισμού, όπως λένε αυτοί που γνωρίζουν, γιγάντωσε το πλέγμα διαφθοράς και αδιαφάνειας επιτείνοντας το χάος στον χώρο.
 
 
Ο ανθρωπότυπος του Λευτέρη Αυγενάκη είναι μια γνώριμη ναρκισσιστική και άξεστη φιγούρα που τραμπουκίζει, ξεφτιλίζει, σηκώνει χέρι. Μάγκας και προκλητικός, ζόρικος και νταής, αμετροεπής και αλαζόνας, συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά των εκφυλισμένων από την –όποιου είδους– εξουσία: πολιτική, οικονομική, θρησκευτική. Περιφέρει το υπερφουσκωμένο «εγώ» του και τραμπουκίζει. Γιατί; Γιατί μπορεί. Γιατί είναι παράγοντας. Γιατί νομίζει ότι είναι παντοδύναμος. Γιατί νομίζει ότι έχει το ακαταδίωκτο. «Ήταν μια κακιά στιγμή που μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε», είπε, και στις δέκα αυτές λέξεις αποτυπώνεται όλη η φιλοσοφία της ατιμωρησίας, της αλαζονείας και του βολέματος που διέπει την πολιτική του διαδρομή –τη δική του, αλλά όχι μόνο αυτού. Γιατί το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε», δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Ούτε σπάνιο. Αποτελεί στάση ζωής για κάποιους που θεωρούν ότι ο κόσμος «τούς χρωστάει». Είναι το σύνδρομο του σύγχρονου ναρκισσιστή για τον οποίον η αγένεια, συνδυασμένη με την απαίτηση για ιδιαίτερη μεταχείριση και προνόμια, έχει γίνει δεύτερη φύση. Είναι χαρακτηριστικό όσων χρειάζονται τον τσαμπουκά για να φανούν καμπόσοι.
 
 
Ωμή, κυνική, διαχρονική, η αλαζονεία αφορά όλων των ειδών τις εξουσίες και δεν οφείλεται μόνο στο χάσμα μεταξύ των εξουσιαστών και των λιγότερο προνομιούχων από τους εξουσιαζόμενους, αλλά και στην έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα (των άλλων). Οι αλαζόνες ενεργούν χωρίς να λογοδοτούν, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι προέκυψαν στην εξουσία αυτοδίκαια και όχι ως εκπρόσωποι ενός ορισμένου σώματος, με το οποίο έχουν την ηθική και πολιτική υποχρέωση να συμπορεύονται υπηρετώντας το. Μοιάζει σαν να ακολουθούν έναν δικό τους δρόμο, παραμιλώντας μάλιστα. Ταυτόχρονα, έχουν χτίσει μέσα τους την αυτοαθώωσή τους: η συμπεριφορά τους είναι ο τρόπος επιβίωσης και συντήρησής τους σε ένα άγριο σύστημα και, παράλληλα, η άμυνά τους προς όσους τους επιβουλεύονται προσωπικά.
 
 
Ναι, ο Λευτέρης Αυγενάκης δεν προέκυψε τυχαία. Με ισχυρούς δεσμούς με την οικογένεια Μητσοτάκη –να σημειωθεί πως παρά τη διαγραφή του από την κοινοβουλευτική ομάδα, ο διατελέσας και γραμματέας της ΝΔ δεν αποπέμφθηκε από το κόμμα– και με «δεμένη» εκλογική βάση στο Ηράκλειο, καθώς εκλέγεται σταθερά πρώτος σε ψήφους βουλευτής τόσο το 2023, όσο και το 2019, είναι το χαρακτηριστικό δείγμα μιας πολιτικής κουλτούρας που διέπεται από ιδιοκτησιακή λογική σε σχέση με τη χώρα, την κυβερνητική εξουσία, τους θεσμούς. Είναι η επιτομή του …παντελονάτου λεβεντόμαγκα που τα λέει έξω από τα δόντια, που δεν «μασάει», που μιλάει τη γλώσσα του λαού. Που χαίρει της εμπιστοσύνης του αρχηγού (μέχρι, φυσικά, να γίνει «η στραβή» και για κακή του τύχη να μαγνητοσκοπηθεί), γιατί του φέρνει ψήφους, γιατί συντηρεί την πελατειακή σχέση με τους ψηφοφόρους, γιατί… γειώνει το κόμμα με «αυτά που θέλει η κοινωνία».
 
Ας μην υπάρχει καμιά αμφιβολία: θα ήταν ακόμα στη θέση του αν δεν υπήρχαν οι κάμερες στο αεροδρόμιο και αν δεν κυκλοφορούσε το επίμαχο βίντεο με την ελεεινή επίθεση εναντίον τού εργαζόμενου. Γιατί ο Αυγενάκης –και ο κάθε Αυγενάκης, μια και το φαινόμενο φύεται και εκτός Δεξιάς, αλλά και εκτός πολιτικής («μεγαλοσχήμονες παράγοντες» συναντώνται παντού)– δεν έχει κρύψει ποτέ το ποιος είναι. Την υπεραξία του τραμπούκου εξαργυρώνει. Στην οποία, όμως, απολύτως συνειδητά επενδύουν οι πολιτικοί του προϊστάμενοι που, ας μη γελιόμαστε, κάθε άλλο παρά τους ξενίζουν τέτοιου είδους λογικές –όσο και αν διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους μόλις πιαστούν στα πράσα. Όπλα στην κομματική τους φαρέτρα τις θεωρούν, αφού στο ψηφοθηρικό αλισβερίσι (κάποιοι θεωρούν πως) όλα επιτρέπονται, αν δεν υποδαυλίζονται κιόλας.
 
Και κάπως έτσι, οι πελατειακές σχέσεις ζουν και βασιλεύουν, η απαξίωση της πολιτικής συνεχίζεται, η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα διαρκώς κλονίζεται. Συνθήκη που, δυστυχώς, δεν αφήνει κανέναν αλώβητο.
 
ΥΓ. Μόνο ως ειρωνεία μπορεί να εκληφθεί η… αγανάκτηση που εκπέμπουν κυβερνητικά στελέχη με αφορμή την υπόθεση Αυγενάκη, καθώς και οι διαβεβαιώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη πως «φαινόμενα αλαζονείας δεν γίνονται αποδεκτά στη ΝΔ». Ειρωνεία και υποτίμηση της νοημοσύνης όλων μας, αφού ο εγωισμός, η έπαρση και η φιλαυτία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά μιας κυβέρνησης που πέντε χρόνια τώρα έχει κάνει την αλαζονεία δεύτερη φύση της. Ας μην προκαλούν, λοιπόν. Στην Ελλάδα ζούμε. Και γνωριζόμαστε.
 
Αννέτα Καββαδία