Είναι δυνατόν ένας φιλελεύθερος κεντροδεξιός να υποστηρίζει το δόγμα της υπαγωγής της ελευθερίας στην ασφάλεια; Γιατί όχι; Δεν έχει δίπλα του, στην αντιπροεδρία, τόσο συμβολικά ταιριασμένους έναν πούρο νεοφιλελεύθερο κι έναν γόνο της ακροδεξιάς. Αυτό είναι το σύγχρονο μείγμα που απαιτεί η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου: μείγμα ανελευθερίας και καλλιεργημένης ανασφάλειας.
H ομιλία του νέου προέδρου της ΝΔ στη Βουλή, στην προ ημερησίας διάταξης συζήτηση με θέμα την ασφάλεια, που ο ίδιος προκάλεσε, ήταν ένα πραγματικό ιδεολογικό μανιφέστο, που κηρύσσει τη μετατόπιση της ηγεσίας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ένα μόλις βήμα από την άκρα δεξιά. Μια πρώτη ερμηνεία που δόθηκε για το διάβημα αυτό, ήταν ότι το έκανε προκειμένου να αποσπάσει ψήφους από την άκρα δεξιά και να αποτρέψει την ισχυρή παρουσία του κόμματος που ιδρύθηκε ήδη στα δεξιά της ΝΔ.
Φοβάμαι ότι δεν είναι απλώς μια κίνηση τακτικής, αλλά κάτι βαθύτερο: είναι η απόρριψη του ιδρυτικού χαρακτήρα της ΝΔ ως κόμματος του «κοινωνικού φιλελευθερισμού», που, χωρίς να παύει να είναι ένα κόμμα της συντηρητικής παράταξης, μέσα στο πνεύμα της μεταπολίτευσης ιδρύθηκε με τη διάθεση και τη φιλοδοξία να εκφράσει ευρύτερες λαϊκές μάζες, διεκδικώντας και πείθοντας κεντρώες δυνάμεις να ενταχθούν στο πλαίσιό της. Σήμερα, με αυτή την ομιλία, ο κ. Μητσοτάκης κάνει τη ΝΔ να μοιάζει πιο πολύ με την ΕΡΕ, με τη Δεξιά της δεκαετίας του 1950. Σε πλήρη αντίθεση, δηλαδή, με τη δεδηλωμένη φιλοδοξία του να την καταστήσει τάχα ένα κεντροδεξιό κόμμα.
Με τα δικά του λόγια
Ας δούμε, όμως, με τα δικά του λόγια, αν στοιχειοθετείται μια τέτοια εκτίμηση. Από τις πρώτες κιόλας φράσεις της ομιλίας του συνδέει με τον πιο άμεσο τρόπο την παρουσία προσφύγων στη χώρα μας με την ασφάλεια: «Οι πολίτες αισθάνονται αυξημένη ανασφάλεια λόγω του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση έχει χειριστεί το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα». Συντάσσεται, δηλαδή, ουσιαστικά με τις ακραίες εκείνες δυνάμεις της ευρωπαϊκής Δεξιάς, που, προκειμένου να ενισχύσουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών στις χώρες τους, αρνούνται να υποδεχτούν ούτε καν δύο με τρεις δεκάδες πρόσφυγες, γιατί τους θεωρούν εκ προοιμίου πηγή τζιχαντιστών.
Κάνει, ωστόσο, και ένα ακόμη βήμα στον ολισθηρό αυτό δρόμο. Αμέσως μετά τη διατύπωση της ακραίας αυτής θέσης, εμπλέκει το ζήτημα της εσωτερικής ασφάλειας (που πλήττεται από τους πρόσφυγες) με το ζήτημα της εξωτερικής ασφάλειας. Τα ενοποιεί, με αποτέλεσμα να προτείνει την υπαγωγή αστυνομικών και ενόπλων δυνάμεων σε ένα «ενιαίο υπουργείο Εσωτερικών Υποθέσεων και Ασφάλειας (…) το οποίο θα χειρίζεται προφανώς και το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα (…) θα συνενώνει τους αυτονόητα αλληλένδετους τομείς της δημόσιας τάξης, της ασφάλειας και της προστασίας των συνόρων»! Στόχος; «Να σταματήσει αυτό το ανεξέλεγκτο χάος και να αποκατασταθεί πλήρως η εθνική κυριαρχία». Από πού, άραγε, προκαλείται αυτό το «ανεξέλεγκτο χάος», αν όχι από το προσφυγικό ρεύμα; Θέλει, λοιπόν, ο κ. Μητσοτάκης την εμπλοκή των ενόπλων δυνάμεων στο προσφυγικό, αλλά προφανώς όχι για τα ποταπά καθήκοντα του μάγειρα, των σερβιτόρων και της καθαρίστριας, όπως καταγγέλλει ακριβώς και η Χρυσή Αυγή. Δεν καταλαβαίνει ότι έτσι τους αναθέτει αστυνομικά καθήκοντα; Μάλλον αυτό επιδιώκει.
Ακραίες θεωρίες περί βίας
Ακόμα, επαναφέρει ατόφιο το σαμαρικό (και της ακροδεξιάς παρέας του) δόγμα της καταδίκης της βίας «από όπου κι αν προέρχεται», το οποίο είναι η άλλη όψη της θεωρίας των δύο άκρων: «Ένα τμήμα της Αριστεράς αρνείται ακόμη να καταδικάσει τη βία από όπου κι αν προέρχεται». Και γιατί το κάνει, κατά τον κ. Μητσοτάκη; «Γιατί η τρομοκρατία στην Ελλάδα είχε ιδεολογικό πρόσημο». Προσέξτε την αριστοτεχνική χρήση του αόριστου χρόνου, που του επιτρέπει, παρότι οπαδός της θεωρίας των δύο άκρων, να μιλάει μόνο για το ένα «άκρο» και να μην αναφέρεται ούτε μία φορά στην ομιλία του στη Χρυσή Αυγή, που βάζει το ναζιστικό πρόσημο στη βία με τις δολοφονικές πράξεις της. Τη στιγμή, μάλιστα, που, ενώ διεξάγεται η δίκη της Χρυσής Αυγής, το ναζιστικό μόρφωμα αρχίζει ξανά να σηκώνει κεφάλι. Μάλλον δεν θα το πήρε είδηση ο κ. Μητσοτάκης…
Πέρα από αυτά, όμως, και προκειμένου να ολοκληρώσει την πραγματεία του περί βίας, δεν χάνει την ευκαιρία να ισοπεδώσει κάθε μορφή της, με αποτέλεσμα η καταδίκη της να περιλαμβάνει και νόμιμες μορφές βίας. Μορφές που δεν ποινικοποιούνται από το ευρωπαϊκό νομικό-πολιτισμικό σύστημα, όπως είναι η αμυντική βία, η βία για την προάσπιση κάποιου αδύναμου από άδικη επίθεση, η βία για τη διάσωση ενός ανώτερου αγαθού ή δικαιώματος… Για τον κ. Μητσοτάκη, όλα είναι μια σαλάτα: «Η λεκτική βία είναι συχνά προάγγελος της φυσικής βίας. Η απόσταση που χωρίζει μια βαριοπούλα από μια μολότοφ και μια μολότοφ από ένα καλάσνικοφ, είναι τελικά μικρή». Ένας πρωτοετής της εγκληματολογίας θα είχε πολλά να του πει για το πόσο μια τέτοια τοποθέτηση ευνοεί αυτούς που υποτίθεται ότι θέλει να πολεμήσει.
Ο κ. Μητσοτάκης, ο ρέκτης, ο εκσυγχρονιστής της ΝΔ, που θα της έδινε νέο, κεντρώο πρόσωπο, έχει πλήρως παραδοθεί σε αυτούς που τον στήριξαν για να πάρει την αρχηγία στον δεύτερο γύρο, οι οποίοι φιγουράρουν δι’ αντιπροσώπου –του κ. Γεωργιάδη– στην αντιπροεδρία του κόμματος.
Ολίγη από θεωρία
Για να έρθουν, όμως, και να δέσουν όλα αυτά σε μια νεοφιλελεύθερη αυταρχική σούπα, χρειάζεται και μια δόση «θεωρίας». Ο κ. Μητσοτάκης τη βρήκε: είναι το δόγμα της υπαγωγής της ελευθερίας στην ασφάλεια. Είναι δυνατόν ένας φιλελεύθερος κεντροδεξιός να υποστηρίζει ένα τέτοιο δόγμα; Γιατί όχι; Δεν έχει δίπλα του, στην αντιπροεδρία, τόσο συμβολικά ταιριασμένους έναν πούρο νεοφιλελεύθερο κι έναν γόνο της ακροδεξιάς. Αυτό είναι το σύγχρονο μείγμα που απαιτεί η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου: μείγμα ανελευθερίας και καλλιεργημένης ανασφάλειας.
«Σπάμε σήμερα ένα μεταπολιτευτικό ταμπού» επαίρεται ο κ. Μητσοτάκης. Στην πραγματικότητα, σπάει ένα πολύ παλιότερο ταμπού: της καθ’ όλα αστικής γαλλικής επανάστασης του 1789. Και το κάνει με μια φράση: «Η ασφάλεια είναι προϋπόθεση ελευθερίας». Με άλλα λόγια, η ελευθερία προϋποθέτει την ύπαρξη ασφάλειας, αλλά η επίτευξη της ασφάλειας δεν προϋποθέτει καθόλου την ελευθερία. Η ελευθερία είναι παράγωγο της ασφάλειας.
Άλλη γνώμη, βέβαια, είχαν οι πρωτεργάτες της γαλλικής επανάστασης. Στις παντιέρες τους είχαν γράψει «liberté, égalité, fraternité». Θα μπορούσαν να προσθέσουν «securité», αλλά δεν το έκαναν. Δεν είχαν γνωρίσει τον κ. Μητσοτάκη, βέβαια, αλλά το κυριότερο είναι ότι ως θεμέλιο της ελευθερίας εκείνοι θεωρούσαν την ισότητα και την αλληλεγγύη, ισότιμα τοποθετημένες σ’ αυτό το καταστατικό τρίπτυχο. Γιατί χωρίς αυτές δεν υπάρχει ελευθερία. Όπως και χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει ισότητα. Ούτε αλληλεγγύη. Η αλληλεγγύη και η ισότητα, προφανώς, δεν είναι προϋποθέσεις της ελευθερίας, όπως η ασφάλεια στο μετα-αστικό σχήμα του κ. Μητσοτάκη. Είναι θεμέλιά της. Αυτές αναπτύσσουν κοινωνίες με ροπή προς την ελευθερία, ακριβώς γιατί διαπλάθουν ανθρώπους που δεν υπόκεινται στην καταπιεστική εξουσία άλλων ανθρώπων και δεν φοβούνται το αύριο, νιώθουν ασφαλείς σε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην αλληλεγγύη μεταξύ ισότιμων ατόμων.
Όπως έχει προσφυώς λεχθεί, η Αριστερά είναι καταδικασμένη να διασώσει τις αστικές αξίες. Γι’ αυτό ο κ. Μητσοτάκης και οι όμοιοί του την εχθρεύονται τόσο. Γιατί δεν θέλουν με τίποτα αυτές οι αρχές να διασωθούν. Ο νεοφιλελευθερισμός τους δεν τις αντέχει.
Ο Χαράλαμπος Γεωργούλας είναι δημοσιογράφος
Πηγή. Εποχή