Όλα ξεκίνησαν από μια σύλληψη πέντε ατόμων για διάρρηξη και παράνομη είσοδο τον Ιούνιο του 1972. Η διάρρηξη αυτή όμως, δεν είχε συμβεί σε κάποιο τυχαίο σπίτι ή γραφείο, αλλά στα κεντρικά γραφεία της Εθνικής Δημοκρατικής Επιτροπής (DNC) που είναι το όργανο που διοικεί το Δημοκρατικό Κόμμα στην πρωτεύουσα Ουάσιγκτον.
Τα κεντρικά γραφεία της Επιτροπής βρίσκονταν στο συγκρότημα Watergate, που αποτελείται από πέντε κτίρια, με χώρους γραφείων, συνεργατικών διαμερισμάτων και ξενοδοχείου, δίπλα στον ποταμό Ποτόμακ. Την εποχή εκείνη, αποτελούσε ένα από τα διαμάντια της πρωτεύουσας, προσελκύοντας ως ενοίκους σειρά Γερουσιαστών και προσωπικοτήτων. Το όνομα του συγκροτήματος, έμελλε να γίνει γνωστό παγκοσμίως με έμμεσο τρόπο, καθώς η κωδική ονομασία που δόθηκε στην υπόθεση έφερε το όνομα «Watergate».
Ήταν Ιανουάριος του 1972, όταν ένας σύμβουλος της Επιτροπής Επανεκλογής του Προέδρου (Νίξον), ο Γκόρντον Λίντι, παρουσίασε μια στρατηγική επιλογή για συλλογή πληροφοριών αναφορικά με τις προεκλογικές διαδικασίες, στον τότε πρόεδρο της Επιτροπής Τζεμπ Στιούαρτ, το Γενικό Εισαγγελέα Τζον Μίτσελ και τον Προεδρικό Σύμβουλο Τζον Ντιν.
Το πλάνο του, περιελάμβανε εκτεταμένες δράσεις, κατά κύριο λόγο παράνομες, με στόχευση του Δημοκρατικού Κόμματος, ώστε οι Ρεπουμπλικάνοι να καταφέρουν να επανεκλέξουν το δικό τους υποψήφιο εκμεταλλευόμενοι πληροφορίες και πιθανούς εκβιασμούς. Αυτή η παρουσίαση, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Προεδρικού Συμβούλου Τζον Ντιν, ήταν και η απαρχή αυτού που αργότερα ονομάστηκε Watergate.
Η 1η διάρρηξη είχε μοιραία συνέχεια
Μετά από μια περίοδο αναπροσαρμογής του σχεδίου σε λιγότερο εκτεταμένες δράσεις, η ομάδα προχώρησε σε διάρρηξη των γραφείων της Εθνικής Δημοκρατικής Επιτροπής (DNC) στο κτίριο Watergate και εγκατέστησε επιτυχώς τηλεφωνικούς κοριούς στις συσκευές του τότε γραμματέα της επιτροπής και ενός ακόμη υψηλόβαθμου στελέχους.
Παρά την επιτυχή όμως εγκατάσταση αποφασίστηκε η εκ νέου διάρρηξη προς βελτίωση της τοποθέτησης και συλλογή επιπλέον πληροφοριών μέσα από φωτογράφιση εγγράφων. Έτσι, στα μέσα Ιουνίου του ίδιου έτους, η ομάδα των 5 πληρωμένων διαρρηκτών που είχε συγκροτηθεί, ξαναμπήκε στα γραφεία των Δημοκρατικών.
Τη δεύτερη φορά όμως, δεν κατάφεραν να αποφύγουν το λάθος, καθώς η ταινίες που είχαν βάλει σε κλειδαριές πορτών που οδηγούσαν στα υπόγεια στάθμευσης ενεργοποίησαν έναν φρουρό, που αποφάσισε να καλέσει την αστυνομία με αποτέλεσμα την σύλληψη των πέντε.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν
Η σιγουριά και η αλαζονεία των «εγκεφάλων» της παράνομης επιχείρησης οδήγησε σε σειρά προσπαθειών συγκάλυψης, καθώς είχαν αφήσει ίχνη που τους συνέδεαν με τους 5 συλληφθέντες. Βασικότερη σύνδεση όλων, ήταν πως δύο εκ των εμπλεκόμενων στις έρευνες ήταν γνωστό πως απασχολούνταν και σε άλλη ομάδα δράσης των Ρεπουμπλικάνων, επιφορτισμένη με τον εντοπισμό «παραβιάσεων ασφαλείας» και τη φροντίδα «ευαίσθητων θεμάτων».
Τα ίχνη αυτά οδηγούσαν απευθείας στο όνομα Χάουαρντ Χαντ, ενός πρώην συνεργαζόμενου με τη CIA που είχε σχέσεις με τον Γενικό Εισαγγελέα Τζον Ντιν. Τα πειστήρια που υπήρχαν στο χρηματοκιβώτιό του τελικώς καταστράφηκαν, χωρίς οι μετέπειτα έρευνες να μπορέσουν να αποδείξουν ποιος είχε εμπλακεί σε αυτή την ενέργεια.
Η πραγματικότητα είναι πως όσο περνούσε ο καιρός, όλο και πιο πολλά στελέχη της διοίκησης του Νίξον εμπλέκονταν είτε έμμεσα είτε άμεσα με την προσπάθεια αποστασιοποίησης από τις παράνομες παρακολουθήσεις. Φυσική εξέλιξη όλων αυτών ήταν να αρχίσουν τα λάθη, άνθρωποι που γνώριζαν αισθάνονταν να πιέζονται και με τον τρόπο αυτό άρχισε να αποκαλύπτεται κομμάτι κομμάτι το σκάνδαλο. Μέσα από τη διαρκή πίεση των ΜΜΕ, με τους δημοσιογράφους να ρωτούν συνεχώς και να βασίζονται σε ανώνυμες πηγές, το θέμα διαρκώς έπαιρνε δημοσιότητα, αντί να ξεφουσκώνει όπως ήλπιζαν οι εμπλεκώμενοι.
Οι αντιδράσεις του Νίξον
Ο Πρόεδρος Νίξον, καθώς προκύπτει από τις μετέπειτα έρευνες, δεν γνώριζε τι σχεδιαζόταν πριν γίνει γνωστή η διάρρηξη. Όμως τα στοιχεία των ερευνητών καταδεικνύουν σαφείς ενδείξεις πως υπήρξαν εντολές για να σβηστούν τα ίχνη της χρηματοδότησης των ομάδων αυτών και πιο συγκεκριμένα να παρεμποδιστεί η έρευνα του FBI.
Ο ίδιος, σε βάθος χρόνου και υπό το βάρος των πιέσεων που διαρκώς αυξάνονταν, έχει κάνει δηλώσεις που μόνο πυροσβεστικές ή αποπροσανατολιστικές μπορούν να χαρακτηριστούν, αρνούμενος κάθε «ανάμειξη του Λευκού Οίκου».
Το σκάνδαλο συνέχισε να φουντώνει
Παρά το γεγονός πως ήδη είχαν γίνει συλλήψεις και είχαν απαγγελθεί κατηγορίες, το σκάνδαλο συνέχιζε να μεγαλώνει και να περιλαμβάνει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους. Μια ιστορία που ξεκίνησε το 1972, είχε συνεχίσει με μεγαλύτερη ένταση και στοίχειωνε πλέον κάθε κίνηση του Προέδρου Νίξον.
Ο ίδιος, θέλοντας να μετριάσει τις επιπτώσεις, επέλεξε να εξυφάνει μια νέα συνωμοσία, σε βάρος των στενών συνεργατών του που είχαν συμμετάσχει στο Watergate. Προώθησε έτσι ένα σενάριο στο οποίο προσπάθησε να εγκλωβίσει όλους τους υπόλοιπους και να απεγκλωβίσει τον εαυτό του.
Το «πάτημα» ήταν ο ισχυρισμός για ψευδορκία σειράς εμπλεκόμενων, που ανάγκασε τις δικαστικές αρχές να συμπεριλάβουν και πάλι στις έρευνες τη στενή ομάδα των ανθρώπων που είχαν ακούσει πρώτοι το σχέδιο παρακολουθήσεων. Οι μεταξύ τους αντιπαλότητες και η προσπάθεια όλων να αποφύγουν τις ευθύνες, όμως, οδήγησαν στον εγκλωβισμό τους και εν τέλει στη φυλάκισή τους.
Ο Πρόεδρος Νίξον, αν και έφτασε κοντά στο να απεγκλωβιστεί από το αδιέξοδο, εν τέλει το μόνο που κατάφερε ήταν να παραιτηθεί με δική του πρωτοβουλία, αντί να αποπεμφθεί. Η λεπτομέρεια που οδήγησε στην εξέλιξη αυτή ήταν πως από τις μαγνητοφωνήσεις στο γραφείο του Νίξον, αποδεικνυόταν το επίπεδο της εμπλοκής του.
Μια τέτοια κασέτα δόθηκε στη δημοσιότητα από τον Λευκό Οίκο τον Αύγουστο του 1974 και αμέσως δημιούργησε πάταγο. Ήταν το στοιχείο που αποδείκνυε πως ο Νίξον γνώριζε για τη διάρρηξη και τη σύνδεση με τους συνεργάτες του και συμμετείχε σε προσπάθεια συγκάλυψης και παρακώλυσης των ερευνών του FBI.
Η μαγνητοταινία, που έκτοτε αναφέρεται ως «smoking gun» λόγω των εξελίξεων που πυροδότησε, ήταν η αιτία που ο Νίξον έχασε πλήρως οποιαδήποτε στήριξη διατηρούσε στη Γερουσία και το Κογκρέσο, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να παραιτηθεί για να αποφύγει τα χειρότερα.
Η παραίτηση του Νίξον
Στις 5 Αυγούστου, ο Λευκός Οίκος παρέδωσε μια κασέτα που είχε ηχογραφηθεί λίγο μετά τη διάρρηξη. Ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Η κασέτα περιείχε συζητήσεις του Χόλντμαν με τον πρόεδρο για τις διαρρήξεις του Γουότεργκεϊτ και το σχέδιο συγκάλυψης, ενώ ο Νίξον φάνηκε να δίνει ξεκάθαρα την έγκρισή του. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο πρόεδρος έλεγε ψέματα. Στις 8 Αυγούστου, ο Νίξον ανακοίνωσε την παραίτησή του. Ο αντιπρόεδρος Τζέραλντ Φορντ αναλαμβάνει πρόεδρος και απαλλάσσει τον Νίξον από όλες τις κατηγορίες σε σχέση με το σκάνδαλο….
Πηγή: Left