«Είναι πολλοί οι παράγοντες που οδηγούν όλοι μαζί στην απόρριψη μετά αηδίας της ομοφυλοφιλίας και της θηλυπρέπειας των αγοριών. Μαθαίνουμε να τα σιχαινόμαστε και τα δύο με τον τρόπο που μαθαίνουμε τη γλώσσα που μιλάμε, όπως μαθαίνουμε να λέμε «καλημέρα» ή «ορεβουάρ».
Δεν μου αρέσει η λέξη ομοφοβία. Ακούγεται σαν οι ομοφοβικοί να είναι θύματα της ομοφυλοφιλίας επειδή εκείνη τους γεννά μια φοβία απέναντί της. Ενώ στην πραγματικότητα τον φόβο τον νιώθουμε εμείς οι ομοφυλόφιλοι. Διότι εμείς δεχόμαστε επιθέσεις και κινδυνεύει ακόμα και η ζωή μας εξαιτίας τους.
Ως εκ τούτου, προτιμώ να λέω ότι νιώθουν ένα μίσος για την ομοφυλοφιλία. Είναι ένα μίσος που μαθαίνει να το νιώθει κάποιος, όπως μαθαίνει και να μιλά. Κι έτσι, την κρίσιμη στιγμή που θα το εκφράσει, ούτε καν προηγείται μέσα του κάποιος ενδοιασμός. Δεν αποζητά αιτιολόγηση μέσα του ο ομοφοβικός για το ότι εκφράζει ένα τέτοιο μίσος». *
Ένας μεγάλος συγγραφέας της εποχής μας, ο Εντουάρ Λουί, σε μια συνέντευξή του κάποτε είχε πει πως η μάνα του, που δεν έχει διαβάσει τα βιβλία του, του είχε κακιώσει, τον μάλωσε και του φώναξε «γιατί είπες πως είμαστε φτωχοί»;
Ο Λουί μιλά στην αυτοβιογραφική του τριλογία για την αφανή Γαλλία της εκπίπτουσας εργατικής τάξης, της κάποτε προοδευτικής και τώρα εθνικιστικής, και πολύ συχνά για το πόσο ο ίδιος υπέφερε όντας ομοφυλόφιλος στο δικό του «χωριό». Έχει κανείς την εντύπωση διαβάζοντάς τον πως τον ξέρει τον κόσμο που περιγράφει ο 30χρονος Γάλλος.
Τα νησιά της χειμερινής απομόνωσης, στη λεβεντογέννα Κρήτη, στα χωριά των κάμπων, στον καθιερωμένο μακεδονικό συντηρητισμό και τις απέραντες επαρχίες της προαστιακής Αθήνας τα σπίτια κρύβουν τα μυστικά τους γιατί «τι θα πει ο κόσμος».
Κι αλήθεια, για κάθε άνθρωπο της δικής μου ηλικίας πιστεύω πως οι συμπεριφορές που ενεργοποιούσε το δόγμα αυτό ήταν παρόμοιες.
Τη φτώχια έπρεπε να την κρύβουμε ή, ότι θεωρούσαμε σπατάλη, να το στηλιτεύουμε. Η εξωτερική εμφάνιση όταν έβγαινε από τη νόρμα έπρεπε να αντιστοιχίζεται σε μια υποκουλτούρα, η μοναδικότητα έπρεπε να υπονομευτεί. Τα κορίτσια χρειάζονταν να κρύβουν πως είχαν πάει με 2-5-12 άντρες για να μην τις πουν πουτάνες, γιατί «τι θα πει ο κόσμος». Κάθε λοατκι εκφραστικότητα προκαλούσε το λιγότερο γέλια το περισσότερο κοροϊδία ή και χειρότερα.
Κι απ’ την άλλη τα καφενεία, η πιάτσα. Η εκκλησία του δήμου για μικροαστούς και εργάτες, αυτό το ψηφιδωτό μυρωδιών, συζητήσεων αλλά- κυρίως- ενός παριστάνειν αντρίλας. Ανάμεσα στα τσίπουρα, τις μπύρες, τη δηλωτή, την ακατάληπτη, νευρώδη πολιτική συζήτηση και τον ποδοσφαιρικό αγώνα νεαροί και γηραιοί αλληλοπειράζονται για όλα. Γυναίκες δεν πάνε ποτέ εκεί, απαγορεύεται σχεδόν.
Παππούς δε μιλάει με άλλον παππού αλλά πλέον έχουν ξεχάσει γιατί είχαν παρεξηγηθεί. «Κέρνα τα παιδιά», «άσε μας με τον μαλάκα μην τον πλακώσω», «αεκάκια σας γαμήσαμε πάλι», ο τσίπρας είναι ηγέτης με αρχίδια».
Κάθε καφενείο κρύβει και φανερώνει μέσα στα σύννεφα καπνού από την τσίκνα και το τσιγάρο τα μυστικά όλων των θαμώνων του, κι όπως μάθαμε χθες, κάποιοι χαχάνισαν με το «ο γιός του είναι πούστης, δες το βίντεο» κι ο πατέρας αυτοκτόνησε.
Χρειάζεται η ιστορία αυτή να λειτουργήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αφυπνιστικά, να διώξει τη ντροπή, να σταματήσει τα κρυμμένα μυστικά.
Ναι χρωστάμε στην τράπεζα, μπορεί να μας πάρουν το σπίτι. Ναι, ο γιός μου πίνει πρέζα, προσπαθούμε πολύ όμως. Κάθε φορά που η κόρη μου μου λέει πως είναι λεσβία δε νιώθω άσχημα, νιώθω πως αγαπώ το παιδί μου. Δεν έχω δουλειά, αλλά δε φταίω εγώ, ψάχνω αλλά δε βρίσκω. Ναι δεν έχουμε κάνει παιδιά γιατί δε θέλουμε. Τράκαρε γιατί είχε πιεί κι όχι όπως σας είπαμε γιατί δεν έπιασε το φρένο. Θα ήθελα τη βοήθεια σου, δε μπορώ να παριστάνω πως είμαι καλά. Πάω σε ψυχίατρο, δεν είναι κακό.
Κάποια στιγμή πρέπει να πάμε στα καφενεία, τα σόγια, τα χωριά, να μάθουμε ιστορίες, να τα γεμίσουμε με πολλές άλλες, να σπάσει η ομερτά, η ντροπή και η κοροϊδία. Αν σπάσουν από μόνα τους, ακόμα καλύτερα.
* Εντουάρ Λουί σε συνέντευξή του στη lifo.
Βασίλης Ρόγγας
Ανάρτησή του στο Facebook