Στην Γενεαλογία της Ηθικής ο Νίτσε επισημαίνει τρεις διαδικασίες, τρεις συγκροτήσεις με τις οποίες οι άνθρωποι κουλαντρίζουν τη ζωή τους νομίζοντας πως την κανοναρχούν με καλό τρόπο. Στο παρακάτω σημείωμα, τώρα, σε αυτήν την υπαρξιακή κρίση για το χώρο και τομή για τη συνέχεια ή/και ασυνέχειά του, ισχυρίζομαι πως πρέπει να αποφύγουμε, κατά το δυνατόν, και τις τρεις και να καταφέρουμε τρεις άλλες, διαφορετικές, που προκύπτουν κι αυτές μέσα από το, συχνά παραπεταμένο στην Αριστερά, νιτσεϊκό corpus.
Μνησικακία: «Εσύ φταίς»
Η μνησικακία ως ο θρίαμβος, ως η μανία του καταλογισμού, ιδού η πρώτη διαδικασία. Ένα στεντόρειο όσο και παιδαριώδες «εσύ φταις» που απευθύνεται τον «αντίπαλο», εσωτερικό ή εξωτερικό. Συχνά αυτή η συνήθεια στην κόσμια εκδοχή της ντύνεται τα ενδύματα της κριτικής, στην πιο βρούτη ορίζει προγραφές και διώξεις -ακόμα και επί ποινή θανάτου- από το κοινοτικό σώμα. Ωστόσο δεν είναι μπορετό να κρυφτεί από την αδυναμία της να παραγάγει, να χτυπήσει την ουσία των πραγμάτων και καταντάει κουτσομπολιό, μικροπρέπεια και στις πιο «πολιτικές» της συνδηλώσεις μετουσιώνεται σε υπεργενίκευση και αδυναμία έκκεντρης, γόνιμης και πλαστικής εξέτασης της κατάστασης. Ένα πνεύμα εκδίκησης που καθηλώνει, μια συνομολογία αναμάρτητων κατεργαρέων που σιωπηλά μουρμουράνε την αυτοδικαίωση του «είσαι κακός άρα είμαι καλός».
Στις εγγύτερες σε εμάς χρονικά και πολιτικά καταστάσεις, τούτο τον τρόπο πολιτικής συγκρότησης στον πυρήνα τους, τον δοκίμασαν πολλές εκδοχές αποκοπής «από το μαντρί». Απέτυχαν όλες όσες δεν μπόρεσαν να αρθούν πάνω από τη συλλογική πληγή, όσες καθηλώθηκαν στο στάδιο του θυμού και της πικρίας. Κι έτσι κακοφόρμησαν: είτε στην πολύ αλλά ντεμέκ καθαρότητα, είτε σε ένα «αντι» που δεν έγινε ποτέ «υπέρ» με ζουμιά πολλά, όπως θα φανεί και παρακάτω.
Κακή συνείδηση: «εγώ φταίω»
Από τη μνησικακία τη σκυτάλη παίρνει η κακή συνείδηση, ένας (ανομολόγητα γλυκός) εθισμός στην οδύνη, την εσωτερίκευση. Τούτη η επανερμηνεία της εγελιανής δυστυχούς συνείδησης ή της αριστερής μελαγχολίας είναι το ψυχικό ανάλογο της πτύχωσης στον εαυτό ή, πιο δόκιμα, της εναντίωσης στον εαυτό. Δημιουργεί οδύνη και παρουσιάζεται κατ’ όνομα ως χρέος αλλά είναι κατ’ ουσία ενοχή.
Στα λόγια που μεταχειρίζονται οι αριστεροί και οι αριστερές αυτό το στάδιο μοιάζει με ό, τι γνωρίζουμε ως αυτοκριτική. Κι όμως, δεν είναι καθόλου κάτι τέτοιο. Παρόλο που η αυτοαναίρεση, το ενδογενές, ενδελεχές και ειλικρινές ψαύσιμο με σκοπό τον εντοπισμό των λαθών και την προσπάθεια να μην επαναληφθούν μελλοντικά έχει νόημα όσο ο κόσμος όλος, εντούτοις συχνά γίνεται μανιερισμός ίδιος και αφόρητα βαρετός με τη διαδικασία στην οποία προβαίνουν οι δικηγόροι έτσι ώστε να μειώσουν τον κόπο της δουλειάς τους. Ψάχνουν, δηλαδή, σε παλαιότερες παρόμοιες υποθέσεις να αντιγράψουν τα ίδια λόγια, το ίδιο ύφος, την ίδια γραμμή επιχειρηματολογίας.
Μια αυτοαναίρεση όμως χρειάζεται να έχει την πρόνοια της αυθεντικότητας, της πρωτογενούς εμβύθισης στο συγκεκριμένο του συγκεκριμένου κι όχι γενικότητες που πετάνε την μπάλα στην κερκίδα ή λειτουργούν ως στρίψιμο του μαχαιριού στην πληγή. Τότε και μόνο τότε θα έχει τη δυνατότητα να ρίξει την επόμενη ζαριά, να οριστεί ξανά ως μπόλικο, πληθωρικό και συμπεριληπτικό το υποκείμενο που προέβη σε αυτόν τον βαρύ όσο κι απροσπέλαστο κόπο.
Το ασκητικό ιδεώδες
Το τρίτο στάδιο ή η σύμφυση των δυο παραπάνω, αναλόγως τον μελετητή, είναι η καταφυγή στο μοναστήρι ή, καλύτερα, η επανεπινόηση του μοναστηριού. Μια άρνηση να ανοιχτεί κανείς στο πέλαγος του αισθητού κόσμου, να πέσει πάνω στα «κορμιά και τα μαχαίρια» που περιέγραφε ο Γκάνας. Το προσκύνημα σε αξίες που θεωρούνται ανώτερες κι απώτατες, που δεν επιδέχονται κριτικής ή ανακαίνισης. Η περιποίηση τιμής σε παλιακούς τρόπους συγκρότησης, σε τελετουργικά ανανταμ – παπαντάμ, πατροπαράδοτα και ευκολοχώνευτα για να μη χαλάνε και τη βολή μας. Αυτό είναι ότι θα μπορούσαμε να ονοματίζουμε ταυτοτικό φρούριο, η περιχαράκωση κι ο σεχταρισμός των συνεπών, λες και μας αποδόθηκε από κάποιον επαϊοντα ο ρόλος και η επιτέλεση του ρόλου.
Δεν είναι απλώς αλυσιτελής τρόπος, είναι και καβάτζα όπως αυτές με την ιδιοκτησιακή λογική στη Γαύδο. Όπως κι αν πλαισιωθεί το «θα κάνουμε μια καλύτερη Αριστερά», αν αποτελείται από τα υλικά που αλαφρώς αναδεύτηκαν για να έχουν άλλο αφρό, δεν είναι κάτι που μπορεί να διαφέρει σε σχέση με πιο γυμνασμένους, μαζικότερους και με τεράστιο ιστορικό βάθος σε αυτό το κουρμπέτι, όπως το ΚΚΕ. Να ελέγξεις με επάρκεια τα στοιχεία από τα οποία απορρέει η αξία των αξιών σου θα γεννήσει πολλά, πέραν του ότι το καθιστά πιο ιντριγκαδόρικο για ενασχόληση.
Πολλαπλή, καταφατική, παιγνιώδης Αριστερά
Τρία διαφορετικά στάδια, τρεις μεταμορφώσεις του πνεύματος είναι από τις πιο γνωστές του γερμανού φιλόσοφου: η μετουσίωση από καμήλα σε λιοντάρι κι από λιοντάρι σε παιδί. Δεν έχουμε εδώ το χώρο να κοιτάξουμε με σοβαρότητα το συμβολισμό, την αλληγορία των μεταμορφώσεων αυτών. Ίσως θα ήταν και φλυαρία. Αν μπορούσαμε να το περιορίσουμε σε δυο λόγια, να το κάνουμε τάληρα της παρούσας συγκυρίας θα λέγαμε τα εξής. Η καμήλα ενώ κουβαλάει, έχει το άχθος του βάρους όσων είναι, όσων φέρει, μεταμορφώνεται σε λιοντάρι, καθίσταται δηλαδή ον ικανό να δημιουργεί νέους τρόπους χωρίς όμως να μπορεί να το κάνει αν δε γίνει παιδί, δηλαδή ανάλαφρος δημιουργός.
Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε καταφάσεις, αξιολογήσεις, εμβαθύνσεις που, για να είναι δυνατόν να συμβούν, μας αναγκάζουν να αλλάξουμε. Η ενσωμάτωση των νέων αξιών της Αριστεράς του 21ου αιώνα χρειάζεται αξίες της ζωής, τέτοιες που να την κάνουν ενεργό, πολλαπλή, καταφατική, «με εμπειρίες από τις οποίες να απουσιάζουν ο τρόμος και η ντροπή», όπως τόνισε ο Foessel.
ΥΓ και μόνο για τη νομιμοποίηση των λέξεων. Στην συνέντευξή του την προηγούμενη Κυριακή στο Βήμα ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς κατέληγε: «Το μόνο που παραμένει ακέραιο είναι η ουτοπία ενός εν εγρηγόρσει στοχασμού που θυμίζει τη μαγική σκέψη των παιδιών, των ρομαντικών και των αλαφροΐσκιωτων […] Μια θελκτική […] επιθυμία με παροτρύνει σε μια μείζονα κατάφαση: H ελπίδα δεν υπόκειται στους νόμους του γήρατος και της περιρρέουσας παρακμής. Ακάματη και άφθαρτη, επιμένει να κρατά στους κόλπους της το μυστικό μιας αειφόρας νεότητας»
Βασίλης Ρόγγας