Καθολικοί άνθρωποι δεν υπάρχουν πια και είναι αδύνατον να υπάρξουν. Δε συγκροτούνται έτσι γιατί το γενικό κλίμα επιτάσσει μερικότητα, επιφάνεια, βάθος τόσο στενά εστιασμένο.
Ο Θεοδωράκης αποφάσισε από πολύ μικρός να είναι τρανός, γίγας στους γίγαντες, g.o.a.t. ή bigger than life. Ως τα τελευταία του χρόνια σχεδόν μιλούσε με αυτή την εφηβική έπαρση, τους αυτοματισμούς των βεβαιοτήτων του, με ένα εγώ μεγαλύτερο από το ψηλό του μπόι λες και μιλούσε γι’ Άλλον κι όχι για τον εαυτό του.
Ο ίδιος μια ψηλή και όρθια αντίφαση μουσικά, πολιτικά, προσωπικά. Διπλός και πολλαπλός, και νάρκισσος και σοφός, πεισματάρης σα γαϊδούρι, έσκαγε τους άλλους. Αλλά το ότι ήταν καινοτόμος είναι αυτό που θα παραμείνει.
Όταν οι αριστεροί απαγόρευαν τα ρεμπέτικα γιατί μιλούσαν για χασίσια και ηρωίνη (από το ‘50 έως το ‘80 κράτησε αυτό) ο Μίκης είχε ψέξει τον Μίσσιο σε μια εκδρομή των λαμπράκηδων, όταν κάποιος έβαλε μια τέτοια κασέτα στο πούλμαν: «σκάσε Χρόνη να ακούσουμε τη μουσική», του είπε περίπου.
Τη δεκαετία του 1960, αρχηγός της ελληνικής αριστερής νεολαίας, των Λαμπράκηδων, τρέχει από άκρη σε άκρη και ανοίγει λέσχες νέων σε όλη τη χώρα. Για πρώτη φορά τα κορίτσια μπορούν να πάνε σε κοινούς χώρους με τα αγόρια, ακούνε μουσική, αγωνίζονται, ερωτεύονται.
Διαμόρφωσε, αυτός αρχηγός αλλά και μαζί με άλλους, την ταυτότητα μιας-δυο-τριών γενιών με τα τραγούδια του να στολίζουν την πίκρα, τη χαρά, τον έρωτα, τον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, το κόμμα, τη διαδήλωση, τα νησιά, την αθήνα, το ολοκαύτωμα.
Τόσο τολμηρός και καινοτόμος που δε φοβήθηκε να κάνει τραγούδια τους στίχους των ποιητών, αριστερών και δεξιών. Την πολλές φορές ακατανόητη γλώσσα τους την τραγουδούσαν κι άνθρωποι που ήξεραν να γράφουν μόνο το όνομά τους, που τους άγγιζε βαθιά η ποίηση μέσα τους. Τιμή να σε κάνει ο Μίκης τραγούδι κι ας έχεις πάρει νόμπελ, να τι κατάφερε.
Στη μεταπολίτευση οι περιοδείες του έβγαλαν τον κόσμο από το μικροαστικό ή εργατικό σπίτι για να γεμίσουν τα γήπεδα, τα θέατρα. Διψούσε ο κόσμος για πολιτισμό κι ο Μίκης σαν άγριο τραγί πήγαινε σε κάθε ρούγα και ξεσήκωνε και τον πιο αδιάφορο.
Διακατέχονταν από την έννοια του καθήκοντος, ήθελε να παίρνει θέση για όλα τα σημαντικά, πίστευε πως όποτε περπατάει ένα δρόμο πρέπει οπωσδήποτε να είναι ο σωστός, ο ηθικός, ο τέλειος. Προσπαθούσε να νιώσει το ρυθμό της εποχής του, να τρέξει εκεί που είναι η αλήθεια, αυτή που πάντα διαφεύγει και -φυσικά- διέφευγε κι από τον ίδιο.
Πολιτικά οι πατάτες του είναι αμέτρητες ήδη από πριν τη μεταπολίτευση. Ίσως η τελευταία του επιστολή στον ΓΓ του ΚΚΕ έτσι ώστε να επιληφθεί τα της κηδείας και της μνήμης του ως κομμουνιστή αποδεικνύει πως είχε μείνει μυαλό και ψήγματα ενοχών. «Πολέμησε το Δεκέμβρη» θέλησε να γραφτεί στον τάφο του, σημάδι πως πάντα θυμόταν τον μετέφηβο εαυτό του.
Ο τρανός παγκόσμιος της Ελλάδας πέθανε κι ήταν ο τελευταίος. Τώρα, όταν περνάμε από τη Γαριβάλδι στου Φιλοπάππου όπου κατοικούσε θα ξέρουμε ότι δεν ατενίζει την Ακρόπολη. Δε θα σταματήσει να αναβλύζει φως το μνημείο, αλλά δυο μάτια που σπίθιζαν τόσο πολύ δε θα την κοιτάνε πια.
Φωτογραφία: ο Μίκης Θεοδωράκης εξόριστος στην Ικαρία το 1947 στα 21 του χρόνια.
Βασίλης Ρόγγας
Ανάρτησή του στο Facebook