Τέσσερα σημεία για τη σημερινή ομιλία του Πρωθυπουργού στη Βουλή.
1. Η ομιλία Μητσοτάκη κατά κύριο λόγο θέλησε να εμψυχώσει τους βουλευτές και τους ψηφοφόρους της ΝΔ που έχουν πεσμένο ηθικό. Ο Πρωθυπουργός φάνηκε φανατισμένος κι όχι μετριοπαθής, απαντούσε συχνά με ερωτήσεις, μιλούσε για το απώτατο παρελθόν ή το εγγύς μέλλον αλλά όχι για το παρόν, διαμορφωνε τη συνθήκη “όλοι σας και μόνοι μας”. Φαίνεται πως έφυγαν οι Αμερικάνοι σύμβουλοι και έμειναν αυτοί της ΔΑΠ από τις ηττημένες φοιτητικές συνελεύσεις του 2006-2007.
2. Ο Πρωθυπουργός θέλησε να αποκαταστήσει μέρος του τρωθεντος κύρους του, επικαλούμενος πως έχει στοιχηθει με το κοινωνικό συναίσθημα: θέλει και αυτός δικαιοσύνη για τα Τέμπη, όπως όλοι μας, ενώ παράλληλα πιστεύει, όπως όλοι μας, πως το κράτος δεν λειτουργεί. Μόνο που η επίκληση είναι εντελώς αντίστροφη από την πραξη. Όλοι ξέρουμε πως Δικαιοσύνη χωρίς παραπομπές πολιτικών προσώπων σε αυτή την υπόθεση όλα είναι για γέλια. Ούτε καν τον κ. Τριαντόπουλο δεν θα παραπέμψουν όμως και για τον Καραμανλή ούτε λόγος. Και όλοι επίσης ξέρουμε πως όταν ο πρωθυπουργός των παρακολουθήσεων θέλει να τα βάλει με το “βαθύ κράτος” είναι σα να θέλει να τα βάλει με τον εαυτό του. Συνεχίστε να διαβάζετε το
3. Ο κ. Μητσοτάκης είπε για το 112. Για το gov.gr. Για το κτηματολόγιο. Έκανε αναφορές στον Παππά ή την Κωνσταντοπούλου. Μίλησε για την περηφάνια του για τη ΝΔ. Αυτά είναι ο ορισμός του “πετάω την μπάλα στην κερκίδα” αλλά είναι και κάτι πιο βαθύ. Έπειτα από έξι χρόνια διακυβέρνησης η ΝΔ έχει ελάχιστα καύσιμα προώθησης, έχει ξεμείνει από μεταρρυθμιστική ένταση, έστω και νεοφιλελεύθερου τύπου, πέρα από επικοινωνιακό κλακάζ.
4. «Υπήρχαν διαδηλωτές που ζήτησαν να πέσει η κυβέρνηση. Πιστεύω όμως πως η μεγάλη πλειοψηφία είχε το αντίθετο αίτημα: να ανέβει ψηλά η Ελλάδα». Δεν πέρασε από το μυαλό του λογογράφου πως το δεύτερο περνάει μέσα από το πρώτο. Περνάει από το μυαλό πολλών άλλων όμως κι όσο το δοκιμάζει κανείς ως ιδέα τόσο πιο ελκυστική ακούγεται.