Macro

Βασίλης Ρόγγας: Καθεστώτα μετα–αλήθειας

Το λεξικό της Οξφόρδης το 2016 ανέδειξε ως λέξη της χρονιάς τη «μετα-αλήθεια». Η μετα-αλήθεια κυριαρχεί από το 2018 στην πολιτική σκηνή χωρών όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Βραζιλία. Το φαινόμενο συνδέεται άρρηκτα με τον τρόπο που τα νέα μέσα δημιουργούν και προβάλουν περιεχόμενο, με την κουλτούρα του μεταμοντέρνου σχετικισμού και, τελικά, με την προώθηση της δεξιάς ατζέντας παγκοσμίως. Τραμπ, Μπολσονάρο και Πούτιν είναι ίσως οι πιο δυνατοί παίκτες σε αυτά, με τη συνέργεια τεράστιων και αδρά χρηματοδοτημένων ομίλων μίντια στις χώρες τους.
 
Πολύ πρώιμα και πριν το ίντερνετ, μόλις το 1981, ο Μποντριγιάρ μιλούσε για την «υπερπραγματικότητα», δηλαδή την προσομοίωση της πραγματικότητας, τη σκηνοθεσία της επικοινωνίας στη θέση της επικοινωνίας, τον πληροφοριακό κατακλυσμό ως ακαταμάχητη αποδόμηση του κοινωνικού, την πλήρη απορρόφηση του νοήματος. Τούτων δοθέντων, η σκηνή της εκλογικής αντιπαράθεσης στήθηκε από τους επικοινωνιολόγους, τους media leaders και τους πολιτικούς της Δεξιάς έχοντας ως εξοπλισμό της όλα τα παλιά και σύγχρονα ψιμύθια.
 
Το τελετουργικό έχει ως εξής. Η τηλεόραση από τις πέντε το πρωί αναδεικνύει την ατζέντα, πάντα επιθετικά ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ, όποιο κι αν είναι το θέμα, πάντα θετικά για τη ΝΔ, ό,τι κι αν συζητιέται. Στο ραδιόφωνο η γραμμή γίνεται πιο χαλαρή, καφενειακή, αλλά επιτελεί ακριβώς το ίδιο. Στα site το μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτικών άρθρων αναπαράγει non papers, fake news, ad hominem επιθέσεις. Όλα τα παραπάνω πλαισιωμένα με την αχλή ενός πρωτογενούς, πηγαίου, συναισθηματικού εθνικισμού στη μεταχείριση του λόγου, με έναν λαϊκισμό ραφιναρισμένο σε ό,τι αφορά τα οικονομικά ζητήματα και μια βαθιά έγνοια να αναδειχτεί πως αναμετριέται η απόλυτη σταθερότητα με την απόλυτη περιπέτεια. Ξέρουν και αυτοί από διαιρετικές τομές, από μπλοκ εξουσίας, από πολιτισμική ηγεμονία. Δυστυχώς υποτιμήθηκαν.
 
Στα σύγχρονα εργαλεία περιλαμβάνονται τα στατιστικά και οι διαρκείς μετρήσεις της κοινής γνώμης με focus groups, η ισχυρή και ταυτόχρονα αδιόρατη για το υποκείμενο πολιτική του μετατόπιση –έστω κατά τι– με τη χρήση τεχνολογιών «σκουντήγματος», την υψηλής αισθητικής χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, την ανάδειξη του Μητσοτάκη όχι πια ως πρωθυπουργού ή στιβαρού ηγέτη της Δεξιάς μόνο, αλλά ως περσόνας που έχει πλάκα, είναι σύγχρονος, κάνει γκάφες και δεν φοβάται να τις δείξει.
 
Ισχυρίζομαι πως με αυτόν τον τεράστιο μηχανισμό δεν μπορεί να τα βάλει κανείς, ακόμα κι αν είχε το σωστότερο πρόγραμμα ή έκανε ό,τι μπορούσε για να προπαγανδίσει τις θέσεις του. Είναι τόσο ολοποιητική, τόσο καθολική η ηγεμονία σε όλα τα φόρα, που δεν χτυπιέται χωρίς πολύ σοβαρό πολιτικό σχέδιο, αρκετό χρόνο για πειραματισμό, επαγγελματισμό και ταυτόχρονα βαθιά κομματικότητα, μεγάλες, σταθερές κοινωνικές συμμαχίες και παραταξιακό σθένος από την πλευρά όσων δεν είναι με τη Δεξιά. Και σε αυτές τις εκλογές δεν υπήρχαν μπόλικα από αυτά, χώρια τα σοβαρά στρατηγικά και τακτικά λάθη όχι μόνο στην επικοινωνία.
 
Ο κίνδυνος είναι σαφής πια σε όλους και όλες. Η συντηρητική αξιακή ηγεμονία πιθανόν να ανταμώσει με ένα μακρόχρονο εκλογικό καθεστώς της Δεξιάς σε ένα πλαίσιο όπου οι όποιες άλλες απόψεις θα εξοβελίζονται από τη δημόσια σφαίρα. Και σε μια τέτοια συγκυρία αυτό δεν θα δρα ενάντια μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ ή το ΚΚΕ, δηλαδή εντός του κομματικού συστήματος, αλλά θα έχει συνέπειες στο κοινωνικό επίπεδο τέτοιες που όμοιες της ίσως δεν θα έχουμε ξαναδεί στον ελληνικό χώρο. Ταυτόχρονα, υπάρχει ο κίνδυνος της απόσυρσης, της φυγής από τον δημόσιο χώρο ακόμα περισσότερων από την καλή μεριά, που θα λειτουργήσει ως θρυαλλίδα περαιτέρω σμίκρυνσης της εμβέλειας προοδευτικών, πολλώ δε μάλλον ριζοσπαστικών, ιδεών και πρακτικών.
 
Χρειάζεται να μπούμε ξανά στο παιχνίδι χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας, όχι φυσικά μόνο στο πεδίο της επικοινωνίας, αυτό θα είναι το επιστέγασμα, αλλά μέσα στην κοινωνία. Σε μια άλλη συγκυρία και για άλλους λόγους, ο Αριστείδης Μπαλτάς έγραφε πολύ πιο μεστά απ’ όσο θα μπορούσα να το γράψω εγώ το παρακάτω: «σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τον μαρξισμό, το νόημα μιας λέξης, ενός όρου, μιας πρότασης, ενός κειμένου, ενός συνθήματος, δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνον κοινωνικά, παρά μόνον αν είναι κατανοητό και δρα πραγματικά, διαπιστωτικά ή επιτελεστικά στους χώρους όπου διακυβεύονται οι τύχες του κινήματος, του εγχειρήματος που το διατυπώνει και το φέρει. Με μια λέξη, οι έννοιες και οι θέσεις που συγκροτούν τον μαρξισμό μπορούν να έχουν νόημα μόνο μέσα σε “γλωσσικά παιχνίδια” όπου μετέχουν πλήρως και απολύτως καθοριστικά αυτοί στους οποίους ο μαρξισμός επιδιώκει καταστατικά να απευθύνεται»1. Υπάρχουν τρόποι να εργαστούμε ενωτικά και σοβαρά από σήμερα που έχουμε εκλογές και για πολύ χρόνο έτσι ώστε να γυρίσει το παιχνίδι.
 
Σημείωση:
 
1. Α. Μπαλτάς (2001), Αντικείμενα και όψεις εαυτού, Αθήνα: Εστία, σελ. 192

Βασίλης Ρόγγας