Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι γνωστός στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες της «Εποχής», εδώ και πολλά χρόνια, από τα τεκμηριωμένα νομικά/πολιτικά άρθρα του και τη γενικότερη δράση του στο χώρο των ανθρώπινων και πολιτικών δικαιωμάτων. Μαχόμενος δικηγόρος, για πολλά χρόνια συνδικαλιστής στον ΔΣΑ, αριστερός της ρεαλιστικής ουτοπίας, με γνώσεις και υψηλό ήθος. Σήμερα, έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε στις «Ιδέες» τις σκέψεις που ανέπτυξε σε εκδήλωση που έγινε στο πλαίσιο του πρόσφατου αντιρατσιστικό φεστιβάλ, με τίτλο «Πανδημία Καταστολής: Αστυνομοκρατία, Φυλακές, Αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα». Είθε αυτό το ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο να ανοίξει μια συζήτηση για ένα θέμα που έχει μεγάλη σημασία για την Αριστερά στη χώρα μας και στην Ευρώπη.
Χ.Γο.
Η συζήτηση για τη φυλακή, τις ποινές και την αντεγκληματική πολιτική έχει μια αξιοσημείωτη αντοχή στη χώρα μας. Από την πλευρά των δυνάμεων της Αριστεράς και των κινημάτων, εδώ και πολλά χρόνια κατανοούσαμε αυτή την συζήτηση με βάση ένα κάπως σχηματικό δίπολο. Από την μία πλευρά, απέναντί μας, υπήρχε μια αυταρχική, τιμωρητική λογική, αυτή της κρατικής καταστολής, αλλά και του ποινικού λαϊκισμού. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη –πάντα αναγκαστικά σχηματοποιώντας– χρειαζόμαστε αυστηρότερες ποινές, περισσότερες φυλακές, λιγότερες αποφυλακίσεις. Από την άλλη πλευρά, αναπτυσσόταν ένας αντίλογος που βασιζόταν σε μια πιο φιλελεύθερη, ανθρωπιστική αντίληψη για την ποινική καταστολή και τις φυλακές με πολλές πολιτικές αποχρώσεις που εκτείνονται από τον φιλελευθερισμό έως τον αναρχικό αντικρατισμό.
Τα τελευταία χρόνια, η συζήτηση αυτή έχει αναδειχθεί και σε κεντρικό πολιτικό επίδικο με πυρήνα τη συζήτηση γύρω από τους αποσυμφορητικούς νόμους, ιδίως τον 4322/2015, τον λεγόμενο «νόμο Παρασκευόπουλου» και τη λαϊκίστική επένδυση της Νέας Δημοκρατίας στην συζήτηση αυτή.
Όμως, πλέον, στην εξίσωση έχουν προστεθεί και άλλοι παράγοντες:
Πρώτον, η ψήφιση του Νέου Ποινικού Κώδικα (ΝΠΚ), ιδίως οι αλλαγές που αφορούν στην τροποποίηση των διατάξεων για τις ελαφρυντικές περιστάσεις, αλλά και στην μείωση των ποινών. Δεύτερον, η εμφάνιση κινημάτων που συνδέονται με την παράσταση πολιτικής αγωγής σε μια σειρά από δίκες με συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά (γυναικοκτονίες και υποθέσεις βιασμών και έμφυλης βίας, υποθέσεις ναζιστικής βίας και ρατσιστικών εγκλημάτων, υποθέσεις αστυνομικής βίας). Τρίτον, η συγκυρία εγκλημάτων έχουν προκαλέσει ένα είδος σοκ στην κοινή γνώμη για τη σκληρότητά τους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Αυτά τα συμβάντα ανανεώνουν τη συζήτηση για την ποινική καταστολή και τις φυλακές, που έχει πια μπει αυτή στα σπίτια, στις παρέες, στις συζητήσεις στους τόπους συνάντησης και στο δρόμο. Πρόκειται για μια συζήτηση ευρεία, λαϊκή, καθημερινή, αλλά και πολιτικά κρίσιμη.
Νέος Ποινικός Κώδικας: στοχεύσεις και αντιφατικά αποτελέσματα
Ο Νέος Ποινικός Κώδικας (Ν.4619/2019) κατ’ αρχάς τείνει προς το φιλελεύθερο μοντέλο, περιλαμβάνοντας μια τάση μείωσης των ποινών με κύρια έκφραση την μείωση του ανώτατου ορίου της ποινής της κάθειρξης (από τα 20 στα 15 χρόνια), αλλά και του ορίου της ανώτερης συνολικής ποινής (από τα 25 στα 20 χρόνια).
Ταυτόχρονα ο ίδιος αυτός νόμος αυστηροποίησε τις διατάξεις σε σχέση με την χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής για ποινές φυλάκισης, με κύρια αλλαγή τη μη δυνατότητα χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της ποινής για ποινές φυλάκισης από 3-5 χρόνια, αλλά και τη δυνατότητα αναστολής μέρους μόνο της ποινής για ποινές φυλάκισης μικρότερες των 3 ετών. Ας σημειωθεί ότι αυτή είναι μια πραγματικά σημαντική αλλαγή, καθώς σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης οι κρατούμενοι με ποινές φυλάκισης 3-5 ετών (και όχι κάθειρξης) έχουν αυξηθεί από 763 την 1-1-2019 σε 1235 την 1-1-2022, δηλαδή έχουν σχεδόν διπλασιαστεί μέσα σε τρία χρόνια. Για πρώτη ίσως φορά, εδώ και πολλά χρόνια, οι κρατούμενοι με ποινές φυλάκισης εκφράζουν ποσοστό άνω του 10% του αριθμού των κρατουμένων.
Υπάρχει δηλαδή η αντιφατική εξέλιξη να αυξάνεται ο αριθμός των υπό κράτηση προσώπων, ιδίως για σχετικά μικρότερης απαξίας πράξεις, ενώ ο ισχύων Ποινικός Κώδικας γενικώς μειώνει τις ποινές.
Από την άλλη πλευρά, τίθεται το εξής ζήτημα: είναι η μείωση του αριθμού των κρατουμένων ένας στόχος που πρέπει να υπηρετηθεί με κάθε τρόπο; Και είναι λογικό να αναστέλλεται η εκτέλεση ποινών από 3 έως 5 χρόνια, δηλαδή ποινών για όχι αμελητέες πράξεις, χωρίς ο δράστης να έχει εκτίσει κανένα τμήμα της ποινής του; Αυτά είναι τα ερωτήματα που τίθενται προς απάντηση.
Η σχετική συζήτηση δεν μπορεί παρά να περιλάβει την πρόσφατη εξέλιξη στην υπόθεση Κορκονέα, που στην πραγματικότητα θέτει το ζήτημα της δυνατότητας μείωσης της ποινής με βάση την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου.
Στην μείζονα αυτή υπόθεση, όπως είναι γνωστό, η νέα πρόσφατη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, με μικρή πλειοψηφία που συγκροτήθηκε από τους λαϊκούς δικαστές, αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου για τον δράστη και ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ο κατηγορούμενος αποφυλακίστηκε.
Στην συγκεκριμένη υπόθεση θεωρώ ότι η απόφαση του δικαστηρίου επί της ουσίας ανταποκρίνεται στην νέα διάταξη του άρθρου 84 παρ.2α του ΝΠΚ σε σχέση με τις προϋποθέσεις αναγνώρισης του ελαφρυντικού του πρότερου σύννομου βίου. Αντιθέτως, η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που είχε αναιρέσει την προηγούμενη όμοια απόφαση επί της ουσίας προσπαθεί να παρακάμψει την επιείκεια της νέας διάταξης, ερμηνεύοντας την υπό το φως της πολύ συζητήσιμης παραδοχής ότι το ελαφρυντικό δεν μπορεί να δοθεί όταν η ίδια η πράξη επιδεικνύει περιφρόνηση για το έννομο αγαθό που προσβάλλεται.
Επί της ουσίας δηλαδή, ο Άρειος Πάγος εμπλέκει την απαξία της ίδιας της πράξης στην αναγνώριση του ελαφρυντικού του πρότερου σύννομου βίου. Κάτι τέτοιο όμως είναι ιδιαίτερα προβληματικό ενόψει του γεγονότος ότι ο νομοθέτης ρητά έχει προβλέψει ότι για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίπτωσης λαμβάνεται υπόψη ο σύννομος πρότερος βίος, δηλαδή ρητά απεξαρτά την αναγνώριση του ελαφρυντικού από την υπό εξέταση πράξη.
Βρισκόμαστε κι εδώ λοιπόν μπροστά στην άβολη θέση η εφαρμογή μιας νέας διάταξης που τέθηκε προς περιορισμό της δικαστικής αυστηρότητας, να μας είναι πολιτικά δυσάρεστη.
Οι φωνές των θυμάτων και των κινημάτων αλληλεγγύης
Όπως υπαινίχθηκα, η συζήτηση ιδίως στους κόλπους της Αριστεράς και των κινημάτων σήμερα δεν είναι εύκολο να περιοριστεί στο δίπολο «φιλελευθερισμός – αυταρχισμός» όπως μέχρι πρόσφατα, καθώς το δίπολο αυτό πλέον δεν επαρκεί για να περιγράψει τις απόψεις που αναπτύσσονται.
Στη συζήτηση αυτή παρεμβαίνουν πλέον διαφορετικές φωνές με ποικίλες καταβολές και διαφορετικές στοχεύσεις. Υπάρχει προφανώς πάντα η παλιά, παραδοσιακή υπερσυντηρητική τάση, αυτή που εκφράζεται από την Δεξιά, τα κανάλια της εντυπωσιοθηρίας που πιέζουν για αύξηση της ποινικής καταστολής. Υπάρχουν όμως και άλλες φωνές που αναδύονται μέσα από τα δραματικά συμβάντα του τελευταίου καιρού και αμφισβητούν τις δικές μας βεβαιότητες. Αυτές είναι κατά βάση οι φωνές των θυμάτων και των οικογενειών τους. Αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η μητέρα του θύματος μιας από τις σημαντικές δίκες που διεξήχθησαν την προηγούμενη περίοδο λέει σε συνέντευξή της τα εξής «Ξέρουμε ότι οι ποινές που επιβάλλονται στην Ελλάδα δεν είναι αυστηρές. Γνωρίζω τα προβλήματα στα σωφρονιστικά καταστήματα. Όμως αυτός δεν είναι λόγος για να γίνουν οι ποινές ηπιότερες. Στόχος της ποινής είναι να αποτρέπει παρόμοια εγκλήματα».
Μπορεί κανείς φυσικά – και σωστά – να σκεφτεί ότι τα μέλη των οικογενειών των θυμάτων δεν είναι οι πιο κατάλληλοι και αντικειμενικοί άνθρωποι προκειμένου να διατυπώσουν προτάσεις για ζητήματα αντεγκληματικής πολιτικής. Ωστόσο, νομίζω ότι αυτές τις φωνές πρέπει να τις ακούσουμε και να τις σεβαστούμε. Γιατί δεν είναι οι μόνες. Πέρα από τους συγγενείς, υπάρχουν τα κινήματα αλληλεγγύης στα θύματα της έμφυλης βίας και στα θύματα ρατσιστικών επιθέσεων και αστυνομικής βίας που αξιώνουν μια δίκαιη τιμωρία για τους δράστες των εγκλημάτων, και εκτιμούν ότι οι μικρές ποινές που προβλέπονται και επιβάλλονται γίνονται αντιληπτές αφενός ως άρνηση απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης και αφετέρου ως μη αποτρεπτικές σε επίπεδο γενικής και ειδικής πρόληψης. Υποστηρίζουν δηλαδή, για να το πούμε πιο απλά, ότι οι μικρές ποινές δεν αποτρέπουν από την τέλεση παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον.
Μεταξύ ανάγκης ουσιαστικής απονομής δικαιοσύνης, πρόληψης και επιείκειας
Με αυτά τα δεδομένα, ο προβληματισμός γίνεται αρκετά σύνθετος πλέον. Μπορούμε να αναρωτηθούμε αν ήταν σκόπιμη η περαιτέρω μείωση της εκτιτέας ποινής για την βαριά εγκληματικότητα με την μείωση του ανώτερου ορίου της κάθειρξης στα 15 χρόνια και του συνολικού ορίου ποινής κάθειρξης στα 20 χρόνια, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 105 ΠΚ για την υφ’ όρον απόλυση και με την τροποποίηση των διατάξεων σχετικά με τους όρους αναγνώρισης ιδίως της ελαφρυντικής περίπτωσης του άρθρου 84 παρ2α NΠΚ, δηλαδή του πρότερου σύννομου βίου. Μπορούμε, για παράδειγμα, να πούμε ότι η πραγματική έκτιση 6 ετών στην φυλακή για μία ανθρωποκτονία (αυτή είναι μια πιθανή εξέλιξη σε περίπτωση σωρευτικής εφαρμογής των νέων διατάξεων) είναι μια δίκαιη ποινή; Μήπως έχουμε φτάσει σε ένα όριο επιείκειας σε σχέση με τον πραγματικό χρόνο έκτιση της ποινής, ιδίως για την πολύ βαριά εγκληματικότητα; Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι η εφαρμογή διατάξεων που τέθηκαν προς περιορισμό της δικαστικής αυθαιρεσίας και προς την επιβολή πιο ήπιων ποινών μάς είναι ενίοτε πολιτικά δυσάρεστη δεν θα έπρεπε να μας οδηγεί σε μια συνολική αμφισβήτηση των ρυθμίσεων αυτών, γιατί σε αυτή την περίπτωση καθιστάμεθα φανερά ανακόλουθοι.
Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε ότι είναι αναγκαίος ένας διάλογος σε βάθος για τα ζητήματα αυτά χωρίς τον ετεροπροσδιορισμό από υποθέσεις που μονοπωλούν το ενδιαφέρον στην συγκυρία, καθώς σε αυτή την περίπτωση θα οδηγηθούμε σε ευκαιριακές παραδοχές.
Οι φυλακές: μια παραμελημένη συζήτηση
Πίσω από τις ποινές όμως, υπάρχει η πραγματικότητα της φυλακής. Δυστυχώς, σε αντίθεση με την – ευπρόσδεκτη – αύξηση του δημόσιου ενδιαφέροντος σε σχέση με τις δίκες δημόσιου ενδιαφέροντος, εδώ το ενδιαφέρον έχει μειωθεί και σχετικές ιστορικές πρωτοβουλίες οδηγήθηκαν σε αναστολή της λειτουργίας τους.
Η συζήτηση όμως για την φυλακή είναι εξίσου επείγουσα και νομίζω ότι θα πρέπει να αφορά τουλάχιστο τα ακόλουθα ζητήματα:
-Ποιοι και γιατί βρίσκονται στην φυλακή.
-Η εφαρμογή μέτρων εναλλακτικών της κράτησης.
-Οι συνθήκες διαβίωσης μέσα στην φυλακή.
-Η πλαισίωση μετά την φυλακή, προκειμένου να μειωθεί η πολύ ισχυρή τάση της υποτροπής.
Ας τα δούμε ένα προς ένα:
Ο πληθυσμός των φυλακών
Η ανάλυση του αριθμού των κρατούμενων στις ελληνικές φυλακές σήμερα είναι φανερό ότι θέτει μια σειρά από ειδικότερα ζητήματα. Περίπου το 60% των κρατούμενων είναι αλλοδαποί. Επισημαίνω το αυτονόητο ότι η ιδιότητα του κατηγορούμενου ως αλλοδαπού αυξάνει την πιθανότητα φυλάκισης λόγω προκατάληψης, αλλά και δεδομένου ότι μια σειρά από ζητήματα της ποινικής διαδικασίας, όπως τα προβλήματα της διερμηνείας στην ποινική διαδικασία, φέρουν αυτούς τους ανθρώπους σε σαφώς δυσμενέστερη θέση. Επίσης, περίπου το 22% των κρατούμενων κρατούνται για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών. Κι εδώ είναι γνωστή η κριτική ότι γίνεται κατάχρηση από τα δικαστήρια της αναγόρευσης των μικροδιακινητών σε εμπόρους, με αποτέλεσμα την επιβολή πολύ αυστηρών ποινών.
Όπως προείπαμε, οι κρατούμενοι με ποινή φυλάκισης εκφράζουν πλέον το 10% των κρατούμενων, με αυξητική τάση. Αλλά και ο αριθμός των ισοβιτών κυμαίνεται μεταξύ 860-980, δηλαδή λίγο κάτω από το 10% των κρατούμενων, και αυτός είναι σίγουρα ένας πολύ μεγάλος αριθμός.
Τέλος, ας σημειωθεί ότι η τέταρτη πληθυσμιακή ομάδα κρατούμενων, μετά αυτούς που κρατούνται για ληστείες και κλοπές και αυτούς που κρατούνται για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών, είναι οι καταδικασμένοι για παράνομη διακίνηση ανθρώπων. Γνωρίζουμε ότι στο ζήτημα αυτό υπάρχει μεγάλη συζήτηση διεθνώς, που αφορά στην απόδοση ποινικών ευθυνών για διακίνηση στους ίδιους τους πρόσφυγες και μετανάστες.
Επομένως, θεωρώ ότι επείγουν παρεμβάσεις που θα στοχεύουν στην άμβλυνση αυτών των ανεπιεικών καταστάσεων.
Εναλλακτικές της κράτησης
Όπως είναι γνωστό, ο Ν.4619/19 κατάργησε την μετατροπή της ποινής καθώς –ορθά νομίζω– κρίθηκε ότι η μετατροπή θέσπιζε μια ανισότητα απέναντι στο νόμο σε σχέση με τη δυνατότητα αποφυγής της φυλάκισης θεμελιωμένη πάνω στη οικονομική ισχύ. Αλλά ο Ποινικός Κώδικας του 2019 όχι μόνο διατηρούσε τη δυνατότητα παροχής κοινωφελούς εργασίας, αλλά την ανήγαγε σε κύρια ποινή. Με αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης –επίσης σωστά– έκρινε ότι σε περιπτώσεις που έκρινε ότι δεν συνέτρεχε επικινδυνότητα για την κοινωνική ζωή, η κοινωφελής εργασία θα μπορούσε να αντικαταστήσει την κράτηση. Πλην όμως, με μεγάλη σπουδή –λες κι αυτό ήταν το ζήτημα! – ένα από τα πρώτα νομοθετήματα της κυβέρνησης που προέκυψε από τις εκλογές του 2019 ήταν η αναστολή της θεσμού αυτού με τον Ν.4623/2019.
Η αναστολή αυτή διαρκεί ήδη σχεδόν τρία χρόνια και διατηρείται έως και σήμερα. Είναι πραγματικά απορίας άξιο πότε σκέφτεται η παρούσα ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης να άρει αυτή την παράδοξη κατάσταση αναστολής αυτού του θεσμού, η οποία –πέρα από την δυσπιστία που δηλώνει προς τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα– έχει δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα πρακτικής φύσης
Τέλος, ο θεσμός της ημιελεύθερης διαβίωσης προβλέπεται από το 1999, δηλαδή από την ψήφιση του Σωφρονιστικού Κώδικα. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι πρόκειται για ένα θεσμό ανενεργό εδώ και 23 χρόνια. Η μη εφαρμογή του για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα νομίζω ότι αντανακλά μια γενικότερη δειλία σε σχέση με την εξέταση εναλλακτικών στην κράτηση.
Συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές
Όπως είναι γνωστό, ο νόμος 4760/2020) με την αυστηροποίηση των κριτηρίων για τη δυνατότητα έκτισης μέρους της ποινής στις αγροτικές φυλακές κατέστησε αυτήν τη δυνατότητα περισσότερο δύσκολη. Εξαιτίας και αυτής της αλλαγής είναι χαρακτηριστικό ότι οι αγροτικές φυλακές της χώρας είναι οι πλέον αραιοκατοικημένες, με 180 κρατούμενους για 788 θέσεις, ποσοστό λίγο περισσότερο από 20%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό χωρητικότητας των υπολοίπων φυλακών υπερβαίνει το 100%. Είναι χαρακτηριστική η υπέρβαση του ορίου, για παράδειγμα στον Κορυδαλλό (1813 κρατούμενοι για 1220 θέσεις) ή στην Κέρκυρα (229 κρατούμενοι για 138 θέσεις).
Οι συνθήκες ζωής στις φυλακές είναι τόσο ανυπόφορες, ώστε οι καταδίκες της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ) να είναι συνεχείς. Είναι γνωστή η υπόθεση Νησιώτης κατά Ελλάδας του 2011. Το Δικαστήριο διαπίστωνε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ σε σχέση με τον συγκεκριμένο προσφεύγοντα, ο οποίος κρατείτο στις φυλακές Ιωαννίνων σε κελί 50 τ.μ. μαζί με άλλους 30 κρατούμενους, δηλαδή 1,65 τ.μ. για κάθε κρατούμενοι. Πρακτικά δεν υπήρχε για τον συγκεκριμένο κρατούμενο άλλος χώρος εκτός από το κρεβάτι του. Τι έχει αλλάξει άραγε από τότε;
Η ζωή μετά τη φυλακή
Δεν διαθέτω την κατάλληλη γνώση για να προτείνω λύσεις για τη ζωή μετά τη φυλακή. Από την οπτική όμως ενός μέσου ανθρώπου, είναι σαφές ότι η σημερινή πλαισίωση των κρατούμενων μετά τη φυλακή είναι εξαιρετικά ανεπαρκής. Και είναι απολύτως προφανές ότι η έλλειψη πλαισίωσης επιτείνει την δυνατότητα υποτροπής.
Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι δικηγόρος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και μέλος του ΔΣ του ΔΣΑ.