Macro

Η πόλη ως εκδικητική επιχείρηση

“ Όταν αρχίζουν να σου μιλάνε για μεγαλοψυχίες στο κέντρο της πόλης, να είσαι σίγουρος ότι αυτό σημαίνει την εκκένωση του από πάντες τους ενοχλητικούς.[…]. Όλους όσοι λερώνουν. Τους άνεργους, τους φτωχούς. Όλοι έξω. Δρόμο! 1

Από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα, ως συνέπεια της επικράτησης και στην Ευρώπη του νεοφιλελεύθερου μοντέλου κοινωνικής ρύθμισης, η πόλη παύει να γίνεται αντιληπτή ως κοινωνικό αγαθό, του οποίου η λειτουργία απαιτεί σχεδιασμό τέτοιο ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες των πολιτών, στη λογική του κράτους πρόνοιας. Οι μεταπολεμικές πολεοδομικές παρεμβάσεις, ως έκφανση κοινωνικής πολιτικής και περιβαλλοντικής αναβάθμισης, εγκαταλείπονται ενώ η πόλη αντιμετωπίζεται στο εξής ως επιχείρηση, με κύριο χαρακτηριστικό την εφαρμογή πολιτικών, αναφορικά μόνο με την οικονομική ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, οι πόλεις επιδιώκουν να αποτελέσουν ελκυστικό προορισμό για νέους επισκέπτες αλλά, κυρίως, για τα κεφάλαια της κεντρικής κυβέρνησης και των πολυεθνικών εταιρειών στον τομέα των υπηρεσιών, των νέων τεχνολογιών, του τουρισμού και της ψυχαγωγίας. Δημιουργούνται έτσι στο εσωτερικό των πόλεων προϋποθέσεις κεφαλαιακής συσσώρευσης ακόμα και σε τομείς που δεν υπολογίζονταν μέχρι τότε ως κερδοφόροι. Για να επικρατήσουν στον ανταγωνισμό, που αναπόφευκτα δημιουργείται στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, επιδίδονται σε διαρκείς προσπάθειες βελτίωση της ορατότητάς τους στο παγκόσμιο τοπίο.

Από τις κυριότερες στρατηγικές, σε μια προσπάθεια προώθησης της εικόνας τους ως εμπόρευμα-προϊόν, είναι η προσέλκυση διεθνών γεγονότων, εφήμερων ή μονιμότερων, για τη διεκδίκηση των οποίων αξιοποιείται η υπάρχουσα αρχιτεκτονική και πολιτιστική κληρονομιά ή δημιουργούνται νέες, εντυπωσιακές, παρεμβάσεις. Επίσης, διαφημίζουν την ιδιαιτερότητα του τοπίου τους, το οποίο και αναβαθμίζουν μέσω του «εξευγενισμού» των ιστών των κέντρων τους, ανανεώνοντας παλιές βιομηχανικές υποδομές, δημιουργούν αρχαιολογικούς περιπάτους, αλλάζουν χρήση σε λιμάνια, προκυμαίες και παραποτάμιες ζώνες κ.ά

Έτσι, ο ανταγωνισμός που επιβάλλει στις πόλεις-επιχειρήσεις η παγκοσμιοποίηση, επαναφέρει στο προσκήνιο την ιδιαιτερότητα των τόπων, δημιουργώντας το παράδοξο της εποχής: στον αστικό χώρο, το παγκόσμιο να εκτρέφει το τοπικό. Στη διάρκεια αυτών των μεταβολών, στην πόλη παρατηρούνται αλλαγές και στη σχέση δημόσιου-ιδιωτικού χώρου. Οι δημόσιες υποδομές ιδιωτικοποιούνται και εμπορευματοποιούνται, μετατρέποντας τους δημόσιους χώρους, άμεσα ή έμμεσα, σε ιδιωτικούς. Άλλωστε, στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, αυξάνεται η στήριξη σε συμπράξεις δημόσιου – ιδιωτικού τομέα, σηματοδοτώντας μια σημαντική μετατόπιση από την κυβέρνηση -που, ως κρατική εξουσία, λειτουργεί αυτοτελώς- στη διακυβέρνηση, στα πλαίσια της οποίας στη λήψη αποφάσεων συμμετέχουν και παράγοντες της «κοινωνίας των πολιτών». Συχνά, στη λειτουργία αυτών των συμπράξεων παρατηρείται το φαινόμενο το δημόσιο να αναλαμβάνει το μεγαλύτερο επενδυτικό ρίσκο, ενώ ο ιδιωτικός τομέας να καρπώνεται τα περισσότερα κέρδη. Αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος που η λειτουργία της λογικής «πόλη-επιχείρηση» μπορεί να ζημιώσει την πλειοψηφία των κατοίκων της. Οι ανάγκες των τελευταίων καθίστανται δευτερεύουσες σε σχέση με αυτές των τουριστών και των επιχειρηματιών, ενώ, την ίδια στιγμή, καλούνται να επωμιστούν μεγάλο τμήμα του κόστους αυτής της ανάπτυξης, είτε με τη μορφή του δημόσιου κόστους για τις υποδομές είτε μέσω της μείωσης της φορολόγησης των επιχειρήσεων, της χαλάρωσης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας κ.λπ.

Μια από τις κυριότερες πολιτικές που ακολουθούνται για την προώθηση της πόλης-επιχείρησης, η οποία πήρε παγκόσμιες διαστάσεις μετά τη δεκαετία του ΄90, είναι αυτή του «εξευγενισμού» τμημάτων των πόλεων, συνήθως στα ιστορικά τους κέντρα. Ο όρος προέρχεται από τη μετάφραση στα ελληνικά της αγγλικής λέξης gentrification, η δε επινόησή του ανήκει στην κοινωνιολόγο Ruth Glass, η οποία τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1964 για να περιγράψει τις αλλαγές που συντελούνταν στην εργατική περιοχή Ίσλιγκτον του Λονδίνου. Στις πιο ανώδυνες περιγραφές του φαινομένου, συναντάμε τους όρους «αναβάθμιση», «αναγέννηση», «ανακύκλωση γειτονιάς». Όμως, σύμφωνα με τον Σκωτσέζο γεωγράφο Neil Smith, πρόκειται για μία πιο σύνθετη διαδικασία «…κατά την οποία φτωχές, εργατικές γειτονιές, στο ιστορικό κέντρο της πόλης φρεσκάρονται μέσω της εισροής ιδιωτικών κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να εισέρχονται σε αυτές αγοραστές και ενοικιαστές κατοικίας που ανήκουν στα μεσαία στρώματα» (Smith,1996).

Οι πρωτοβουλίες για τον εξευγενισμό των περιοχών του κέντρου ξεκινούν συνήθως από την τοπική αυτοδιοίκηση και υποστηρίζονται από τον τραπεζικό τομέα μέσω χαμηλότοκων δανείων στους επενδυτές. Συχνά, η πρώτη ενέργεια που γίνεται είναι η βίαιη εκδίωξη από τις κρατικές αρχές των αστέγων που πιθανά βρίσκουν καταφύγιο στην περιοχή. Απαραίτητη είναι, έπειτα, η δημιουργία απαιτούμενων υποδομών που συνήθως αφορούν ανακαινίσεις κτιρίων, πεζοδρομήσεις, συγκοινωνιακές ρυθμίσεις κ.ά. Τις βελτιώσεις του περιβάλλοντος ακολουθεί η εγκατάσταση στην περιοχή επιχειρήσεων κυρίως του τριτογενούς τομέα, ενώ ιδιαίτερα σημαντική είναι η λειτουργία πολιτιστικών χώρων, όπως μουσεία, πολυχώροι κ.λπ., οι οποίοι ευνοούν την ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας συμβάλλοντας, παράλληλα, στην αύξηση της αξίας των γειτονικών χρήσεων γης. Η αύξηση αυτή επιφέρει σημαντικές ανακατατάξεις στα κοινωνικά στρώματα που ζουν στην εξευγενισμένη περιοχή, η οποία, εξαιτίας της αύξησης των ενοικίων, σταδιακά εγκαταλείπεται από τα κατώτερα στρώματα και γίνεται τόπος εγκατάστασης κατοικιών ή επιχειρήσεων μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων. Σύμφωνα με τον γεωγράφο Ley D., η κίνηση από τα προάστια προς το κέντρο συνδέεται με την αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων ζωής εκ μέρους όλων, όσοι εναντιώνονται στη συμβατική ζωή των προαστίων και αποτέλεσαν τμήμα των πρώτων ομάδων που μετεγκαταστάθηκαν στις περιοχές του κέντρου. Αργότερα ακολουθούν ομάδες της μεσαίας τάξης, οι οποίες διαπνέονται από νέες αξίες κατανάλωσης και τρόπου ζωής τα οποία εκπληρώνονται μέσω των εμπορικών και πολιτισμικών δομών που προσφέρονται στις εξευγενισμένες περιοχές.

Η απομάκρυνση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων αποτελεί, σύμφωνα με θεωρητικούς, όπως ο P. Marcuse (γιος του στοχαστή Η. Μarcuse), στόχο και όχι παρενέργεια του εξευγενισμού: οι διαδικασίες του λαμβάνουν τον χαρακτήρα, μαζί με την απορρύθμιση του κοινωνικού κράτους, τις ιδιωτικοποιήσεις και άλλες νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, εκδίκησης εκ μέρους των ισχυρών της κοινωνίας για τις παραχωρήσεις στις οποίες είχαν υποχρεωθεί τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Αυτόν, ίσως, τον εκδικητικό χαρακτήρα της «επιστροφής στην πόλη» από τη μεριά του κεφαλαίου θέλει να περιγράψει ο Smith εισάγοντας τον όρο «εκδικητική πόλη» (revanchist city). Ο ίδιος υποστηρίζει ότι το φαινόμενο του εξευγενισμού εντάσσεται στη συνολικότερη διαδικασία ανάπτυξης του καπιταλισμού διότι έτσι καλύπτονται τα σημάδια εγκατάλειψης που άφησαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στον αστικό χώρο. Επίσης, όταν διευκολύνονται οι επενδύσεις του κεφαλαίου στο κέντρο των πόλεων, ενισχύονται οι συνολικότερες προσπάθειες για την ανακοπή της πτωτικής πορείας του ποσοστού κέρδους. Ο Smith, στηριζόμενος στη θεωρία του για το χάσμα ανάμεσα στο ενοίκιο που εισπράττει ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου μιας υποβαθμισμένης περιοχής και σε αυτό που θα μπορούσε να εισπράξει για το ίδιο ακίνητο μετά τον εξευγενισμό (rent gap), αποδεικνύει πως πίσω από τις διαδικασίες εξευγενισμού βρίσκεται η ανάγκη για συσσώρευση κεφαλαίου μέσω της επικερδούς επένδυσης στη γη και στο δομημένο περιβάλλον.

Αποτιμώντας θετικά τις επιπτώσεις του φαινομένου του εξευγενισμού, πολλοί μελετητές επιχειρηματολογούν προβάλλοντας τη βελτίωση της εικόνας της πόλης και τη διατήρηση της πολιτιστικής της κληρονομιάς, τα οικονομικά οφέλη που αποκομίζει το κράτος από την αύξηση των αντικειμενικών αξιών και την ώθηση της οικονομικής δραστηριότητας στις εξευγενισμένες περιοχές.

Στον αντίποδα, ασκείται έντονη κριτική για τον κοινωνικό εκτοπισμό των κατώτερων στρωμάτων, ο οποίος, αφενός επιφέρει σημαντικές ψυχολογικές επιπτώσεις σε μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων, αφετέρου συντελεί στην αύξηση των ανισοτήτων, καθώς οι μη εξευγενισμένες περιοχές υποβαθμίζονται περαιτέρω, αφού σ’ αυτές μεταφέρονται και οι τυχόν παθογένειες των περιοχών που αναπλάθονται. Σημαντικές είναι, ακόμα, οι αλλαγές που παρατηρούνται στις χρήσεις γης της περιοχής με την αντικατάσταση των μικρής κλίμακας εμπορικών και βιοτεχνικών χρήσεων, που επιβίωναν παραδοσιακά στο κέντρο των πόλεων, από άλλες που ανταποκρίνονται περισσότερο στις απαιτήσεις των νέων κατοίκων.

Συνολικά, το φαινόμενο του εξευγενισμού συμβάλλει στην αλλαγή της φυσιογνωμίας των περιοχών στις οποίες συντελείται, στερώντας τους την πολυμορφία και τη ζωντάνια που συνήθως τις χαρακτηρίζουν. Παράλληλα, προβάλλοντας τη σημασία της αισθητικής αναβάθμισης, υποτιμά τη σημασία των ζητημάτων που αφορούν την αξιοπρεπή διαβίωση του συνόλου των κατοίκων.

Σε αυτό το πλαίσιο, το κέντρο της Αθήνας, μέσω αμφιβόλου ποιότητας παρεμβάσεων, μετατρέπεται σε χώρου “περιπάτου” για τουριστική χρήση, μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των κατοίκων. Ταυτόχρονα, η πλατεία Εξαρχείων, ένας από τους ελάχιστους ελεύθερους δημόσιους χώρους στο κέντρο της πόλης, “χώρος αναπνοής για κατοίκους, παιδιά και επισκέπτες αλλά και διεθνές σύμβολο αντίστασης και πολιτικής ζύμωσης”, απειλείται με εξαφάνιση εξαιτίας της κυβερνητικής εμμονής για εγκατάσταση σταθμού μετρό επί της πλατείας. Αγνοώντας τις προτάσεις για μεταφορά του σταθμού σε κοντινή απόσταση ώστε να εξυπηρετεί και το Αρχαιολογικό Μουσείο αλλά και τις εγκαταστάσεις του ΕΜΠ. Ωστόσο, παρά την έντονη καταστολή και τη διαρκή παρουσία ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων στο σημείο, οι κάτοικοι συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους με σύνθημα “υπερασπιζόμαστε τη γειτονιά μας, σώζουμε την πλατεία μας”.

1, Ιζζό Ζαν- Κλωντ, Solea, Αθήνα, Πόλις, 2004

2, Από την ανακοίνωση της ανοιχτής συνέλευσης κατοίκων “Όχι μετρό στην πλατεία Εξαρχείων”: https://acrobat.adobe.com/link/review…

Βιβλιογραφία

– Αθανασόπουλος Ο., Καραβά Μ., 2008, Το φαινόμενο του Εξευγενισμού κεντρικών περιοχών των πόλεων, ΕΜΠ- τμήμα Αρχιτεκτόνων- Μηχανικών (courses.arch.ntua.gr/fsr/124829/gentrification.pdf)

O Νίκος Κωστολιάς είναι MSc στην Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία*