Το ζήτημα της νέας κυβερνητικής ρύθμισης, που ήδη ψηφίστηκε, για τους όρους εξέτασης της συμμετοχής των πολιτικών κομμάτων στην εκλογική διαδικασία είναι μια δύσκολη άσκηση.
Το ζήτημα θα πρέπει κατά την γνώμη μου να εξεταστεί σε δύο επίπεδα. Από την μία πλευρά έχουμε να αναμετρηθούμε με τη συγκεκριμένη ρύθμιση και τα φανερά προβλήματά της. Και, από την άλλη, δεν μπορούμε να αποφύγουμε το ερώτημα ποια θα έπρεπε να είναι η ορθή ρύθμιση του ζητήματος της συμμετοχής ή του αποκλεισμού κομμάτων με (φανερό ή, συνηθέστερα, καλυμμένο) ναζιστικό προσανατολισμό στην εκλογική διαδικασία.
Ευεξήγητες και διάφανες οι προθέσεις
Η κυβερνητική σπουδή να ρυθμίσει το ζήτημα είναι βέβαια ευεξήγητη. Μετά την αποκάλυψη των υποκλοπών και την κατάρρευση των δυνητικών πολιτικών συμμαχιών της, η Νέα Δημοκρατία έχει βρεθεί πολιτικά απομονωμένη, για πρώτη φορά τόσο έντονα την τελευταία δεκαετία. Επομένως, μόνη προοπτική επιβίωσης για την ηγετική της ομάδα είναι η δια πυρός και σιδήρου νίκη και η οριακή αυτοδυναμία με ένα ποσοστό 37-38% στις δεύτερες εκλογές που θα γίνουν με το καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα του μπόνους στο πρώτο κόμμα.
Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, ο Μητσοτάκης και ο Βορίδης προσπαθούν στο μέτρο του δυνατού να καθαρίσουν το εκλογικό έδαφος και ένας από τους πιο απλούς και πρόσφορους τρόπους είναι ο αποκλεισμός από την εκλογική διαδικασία της πιο ακραίας πλευράς της ακροδεξιάς, του ναζιστικού χώρου, που τα τελευταία χρόνια αθροίζει 3-7% και εν συνεχεία, ει δυνατόν, η προσπάθεια προσεταιρισμού των ψηφοφόρων του.
Οι κυβερνητικές προθέσεις είναι διάφανες. Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοιο ζήτημα δεν είχε τεθεί ούτε το 2014 και το 2019 (όταν ήδη είχε υπάρξει η δολοφονία του Παύλου Φύσσα), αλλά ούτε και μετά την ποινική καταδίκη της ηγετικής ομάδας της και έως πολύ πρόσφατα.
Η νέα τροπολογία
Επιπλέον, η ρύθμιση πάσχει και στο ουσιαστικό της μέρος, καθώς καθιστά το αρμόδιο Τμήμα του Αρείου Πάγου, που ασκεί την διοικητική αρμοδιότητα της ανακήρυξης των συνδυασμών σε ένα οιονεί συνταγματικό δικαστήριο που μέσα στην εκ του νόμου τεθείσα ασφυκτική προθεσμία των δύο ημερών καλείται να αποφασίσει αμετάκλητα, μέσα από μια πολύ συζητήσιμη διαδικασία, αφενός αν ένας συγκεκριμένος πολιτικός οργανισμός «εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» κατά την σχετική συνταγματική διατύπωση και, αφετέρου, αν τα πρόσωπα που φέρονται ως επικεφαλής του συνιστούν ή όχι την πραγματική ηγεσία του.
Η νέα τροπολογία που ψηφίστηκε αυτή την εβδομάδα μεταβάλλει την σύνθεση του Τμήματος του Αρείου Πάγου που θα κληθεί να λάβει τη σχετική απόφαση και ρυθμίζει τον τρόπο προσκόμισης του αποδεικτικού υλικού για την θεμελίωση της κρίσης περί την “πραγματική” ηγεσία του κόμματος. Από την πλευρά του προέδρου του Τμήματος που εκ του νόμου θα κληθεί να λάβει την σχετική απόφαση, κρίθηκε ότι αυτό αποτελεί ευθεία επέμβαση στην λειτουργία της δικαιοσύνης με αποτέλεσμα τη δημόσια εκδήλωση της δυσαρέσκειάς του και εν συνεχεία την παραίτησή του. Το περιστατικό αυτό – ασχέτως της ορθότητας ή μη της αντίδρασης του ήδη παραιτηθέντος δικαστή που σίγουρα αντέδρασε εν θερμώ και πράγματι κατόπιν αυτού θα ήταν εύλογο να απέχει από την σύνθεση που θα δίκαζε την υπόθεση – είναι αποκαλυπτικό της ποιότητας των κυβερνητικών χειρισμών.
Η πολιτική κληρονομιά των ρυθμίσεων
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σαφές ότι το πραγματικό ζήτημα δεν είναι η τύχη του ναζιστικού μορφώματος του Κασιδιάρη, αλλά η πολιτική κληρονομιά αυτών των ρυθμίσεων, δηλαδή η δυνητική χρήση αυτού του μηχανισμού για τον αποκλεισμό κάθε είδους ετερόδοξων, ριζοσπαστικών ή μειονοτικών συνδυασμών. Θυμίζω ότι δεν είναι τόσο μακρινή η εποχή που ο Άρειος Πάγος δεν ανακήρυξε στις ευρωεκλογές του 1994 τους συνδυασμούς του ΝΑΡ (Αριστερή Κίνηση κατά της ΕΟΚ), της ΑΚΟΑ (Κίνηση Πολιτών) και τον μειονοτικό συνδυασμό του Ουράνιου Τόξου. Απόφαση που μετά τις αντιδράσεις που υπήρξαν, ανακλήθηκε.
Ο αντίλογος στην κριτική απέναντι στην κυβερνητική ρύθμιση είναι εύλογος. Είναι αδικαιολόγητος ο αποκλεισμός των (καλυμμένων ή μη) ναζιστικών κομμάτων από την εκλογική διαδικασία; Υπάρχει κάποια ωφέλεια για την δημοκρατία από την συμμετοχή του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές;
Εύλογα ερωτήματα, οπωσδήποτε. Ωστόσο, νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε όλοι και όλες ότι τέτοια ζητήματα ρυθμίζονται πρώτα και κύρια από τον καταστατικό χάρτη της ελληνικής δημοκρατίας, το Σύνταγμά μας. Η σχετική λύση που έχει δοθεί από το Σύνταγμα του 1975 αντανακλά τις μετεμφυλιακές εμπειρίες αποκλεισμού πολιτικών κομμάτων και δεν προβλέπει τέτοια διαδικασία αποκλεισμού. Και όπως είναι γνωστό, δεν είναι νοητή η παράκαμψη του συνταγματικού κανόνα με διατάξεις κοινού νόμου, που μάλιστα τροποποιεί ουσιαστικούς όρους της εκλογικής διαδικασίας λίγες ημέρες πριν τις εκλογές.
Η υιοθέτηση μιας διαφορετικής θέσης θα ήταν ενδεχομένως νοητή στο πλαίσιο μιας συνταγματικής αναθεώρησης, αλλά αυτό δεν συνέβη σε καμία από τις αναθεωρητικές στιγμές από το 1975 έως και σήμερα.
Υπάρχει βεβαίως η θέση για τη ρητή απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές κομμάτων που η ηγεσία τους έχει καταδικαστεί από ποινικό δικαστήριο για εγκλήματα λόγω της ναζιστικής της ιδεολογίας. Η –σαφώς καλών προθέσεων– αυτή πρόταση προσκρούει εν προκειμένω στην ανάγκη ύπαρξης αμετάκλητης καταδίκης (κάτι που δεν υπάρχει στην περίπτωση Κασιδιάρη) σύμφωνα με τον κανόνα του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας. Εν προκειμένω, ήδη η ποινική δικαιοσύνη έχει πράξει το καθήκον της με τον χαρακτηρισμό της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης και την καταδίκη της ηγετικής της ομάδας για το αδίκημα αυτό, αλλά δεν μπορεί να αναλάβει και επί πλέον βάρη που δεν της αναλογούν.
Επί της ουσίας, μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να υπάρξει συζήτηση για την μετάβαση σε ένα μοντέλο μαχόμενης δημοκρατίας δηλαδή ενός μοντέλου απαγόρευσης λειτουργίας κομμάτων με (φανερό ή καλυμμένο) ναζιστικό προσανατολισμό και να γίνουν οι σχετικές συνταγματικές αλλαγές. Στο μέτρο που αυτή είναι μια μακροπρόθεσμη και οπωσδήποτε πολύ σύνθετη συζήτηση, είναι νομίζω ορθή η αντίθεση (όλης της Αριστεράς) στις λύσεις που για πολύ προφανείς λόγους θέσπισε η κυβέρνηση την εβδομάδα που μας πέρασε έστω κι αν την εκθέτει στην προσχηματική κριτική περί δήθεν ανοχής στους ναζί.
Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι δικηγόρος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και μέλος του ΔΣ του ΔΣΑ.