Από το σεμινάριο Go Deep, Διαπολιτισμικό Σχολείο Ελληνικού, Φεβρουάριος 2019.
Διανύουμε τη δυσκολότερη φάση για τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, όλα τα τελευταία χρόνια. Η κυβέρνηση, με τη νέα ΚΥΑ, που αναγνωρίζει την Τουρκία ως «ασφαλή τρίτη χώρα» για την πλειονότητα των εθνικοτήτων που ζητούν άσυλο στην Ελλάδα, με την πολιτική των επαναπροωθήσεων και των κλειστών κέντρων και τις απάνθρωπες συνθήκες στα ΚΥΤ των νησιών, με την έλλειψη πολιτικών ένταξης, δίνει το σήμα: Μην έρχεστε εδώ, «θα σας κάνουμε τον βίο αβίωτο». Κι αν έρθετε, και καταφέρετε με αγώνα να αναγνωριστείτε ως πρόσφυγες, πάρτε γρήγορα ταξιδιωτικά έγγραφα και φύγετε για άλλες χώρες της Ευρώπης.
Πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο βρίσκονται σε απόγνωση, το ίδιο και όσοι και όσες δουλεύουν στο χώρο. Δεν θυμάμαι ποτέ πριν, παρά τα πολλά και έντονα προβλήματα που υπήρχαν, τέτοια αποπνικτική αίσθηση αδιεξόδου που να το νιώθουν όλες και όλοι.
Σε αυτή τη συνθήκη, στις προτάσεις που ακούγονται από τον ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχούν συνήθως τα αιτήματα της μετεγκατάστασης των προσφύγων και των ασυνόδευτων παιδιών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, της οικογενειακής επανένωσης, της ανάληψης των ευθυνών από την ΕΕ και του επιμερισμού των ευθυνών στα κράτη-μέλη. Αιτήματα καίρια και σωστά. Όμως με την ίδια ζέση που μιλάμε, λ.χ., για τη μετεγκατάσταση των προσφύγων, πρέπει να μιλήσουμε για την ένταξη τους στην Ελλάδα.
Πρέπει να μιλήσουμε για το δυναμισμό αυτών των ανθρώπων, τη δίψα τους να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή. Για τις ευεργετικές συνέπειες που θα προκύψουν στην ελληνική κοινωνία από την ένταξη, δημογραφικά, οικονομικά και πολιτισμικά. Να τολμήσουμε να πούμε ότι τους θέλουμε δίπλα μας, στις πόλεις, τα χωριά και τις γειτονιές μας –και όχι απλώς για λόγους ανθρωπιάς, αλλά επειδή μόνο να κερδίσουμε έχουμε όλοι και όλες από αυτό.
Πρέπει να μιλάμε δυνατά, ως Αριστερά, για την ανάγκη να πάνε τα παιδιά στο ελληνικό δημόσιο σχολείο και να μην κλειστεί η εκπαίδευση μέσα στα καμπ, με το πρόσχημα της «προετοιμασίας» των παιδιών. Να εξηγήσουμε πόσο μπορεί αυτό να πλουτίσει την εκπαιδευτική διαδικασία, πώς η εκπαίδευση συντελεί καθοριστικά στη δημιουργία ουσιαστικών σχέσεων ανάμεσα σε ελληνόπουλα και προσφυγόπουλα και τους γονείς τους. Και να αναδείξουμε πώς τα παιδιά των προσφύγων και μεταναστών έχουν στηρίξει πολλά σχολεία να μην κλείσουν ή να αποκτήσουν περισσότερους εκπαιδευτικούς, ενισχύοντας τη δυναμικότητά τους.
Πρέπει να μιλήσουμε για την ανάγκη η ένταξη να ξεκινάει από τη στιγμή της άφιξης και της πρώτης υποδοχής. Να μάθουν οι άνθρωποι ελληνικά, να εντοπιστούν και να καλλιεργηθούν τα προσόντα τους και οι δεξιότητές τους, να παρακολουθήσουν σεμινάρια κατάρτισης και στήριξης για να βρουν δουλειά. Και, βέβαια, να αλλάξει η νομοθεσία που απαγορεύει τη δυνατότητα εργασίας για τους αιτούντες άσυλο τους πρώτους έξι μήνες. Πρέπει, συγκεκριμένα, εκτός των άλλων, να αλλάξουν οι διοικητικές πρακτικές που κάνουν «βουνό» την έκδοση του ΑΜΚΑ και του ΑΦΜ, το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού στους αναγνωρισμένους πρόσφυγες, απαραίτητων για να μπορέσουν να δουλέψουν. Οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι αιτούντες άσυλο βιώνουν πολύ μεγάλες δυσκολίες και ταλαιπωρία με τις ελληνικές διοικητικές υπηρεσίες που παραμένουν σταθερά ανεκπαίδευτες, απροετοίμαστες και δυσανεκτικές απέναντι στους «ξένους» – αλλά τώρα η κατάσταση έχει επιδεινωθεί, στο πλαίσιο του ευρύτερου πολιτικού μηνύματος της «αποτροπής», και εντείνονται η ξενοφοβική ή και ρατσιστική συμπεριφορά απέναντι σε πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο και μετανάστες.
Στα ΚΥΤ που πηγαίνω βλέπω νέους ανθρώπους να παίρνουν ψυχοφάρμακα λόγω κατάθλιψης. Είναι τρομερό, αν σκεφτεί κανείς ότι ένα καθοριστικό βήμα για να αλλάξει η κατάστασή τους θα ήταν να πάψουν να ζουν στα κέντρα, να αρχίσουν να εντάσσονται στον κοινωνικό ιστό και να αποκτήσουν κάποια προοπτική για το μέλλον τους. Και βέβαια το θέμα της έλλειψης στέγης και αδυναμίας πρόσβασης στη δημόσια υγεία είναι τόσο κρίσιμο.
Χρειάζεται να μιλήσουμε για όλα αυτά, ως αριστεροί και αριστερές. Θέλω να ακούσω τον ΣΥΡΙΖΑ να το κάνει, κεντρικά, καθώς και τις τοπικές οργανώσεις του. Στις δημόσιες τοποθετήσεις μας για την υγεία, την παιδεία, την εργασία να περιλαμβάνονται και οι πολιτικές ένταξης και στήριξης των δικαιωμάτων των προσφύγων. Για λόγους ανθρωπιάς, νομιμότητας, ως αντίδοτο ενάντια στη βία και τον ρατσισμό, αλλά και για τον μεγάλο κοινωνικό και ανθρώπινο πλούτο και εμπειρία που κομίζουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες στην κοινωνία μας. Θα ήθελα να τους εντάσσουμε εμείς στον δημόσιο λόγο και τις τοποθετήσεις μας, να μην παραμένουν στο περιθώριο και του δικού μας λόγου, αλλά το θέμα της ένταξης να βρεθεί στο επίκεντρο των πολιτικών μας και της αλληλεγγύης μας, ενάντια στην αποτροπή. Να μιλήσουμε, λοιπόν, με σιγουριά και ενθουσιασμό, για την ένταξη!
H Bασιλική Κατριβάνου είναι ψυχολόγος, πρώην βουλεύτρια του ΣΥΡΙΖΑ.
Πηγή: Η Εποχή