Συνεντεύξεις

Μερόπη Τζούφη: «Η ΝΔ εχθρεύεται τη δημοκρατική κουλτούρα που επικρατεί στα σχολεία»

«Η κυβέρνηση προσπαθεί να εγκαθιδρύσει τον ανταγωνισμό, την ένταση και τον φόβο εις βάρος της συλλογικότητας» τονίζει στην «Α» η βουλευτής Ιωαννίνων και αναπλ. τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ Μερόπη Τζούφη σχολιάζοντας το καταστροφικό νομοσχέδιο για την αξιολόγηση, ενώ αναφορικά με την «αυτονομία των σχολικών μονάδων» εξαπέλυσε βολές στη Ν.Δ. επισημαίνοντας πως «ανοίγει το σχολείο στην αγορά, επιδιώκοντας να δημιουργήσει σχολεία πολλών και διαφορετικών ταχυτήτων».

* Η υπουργός Παιδείας έφερε, εν μέσω θέρους, το νομοσχέδιο για την αξιολόγηση, το οποίο θα επιφέρει βίαιη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών. Πού πιστεύετε ότι αποσκοπεί η αξιολόγηση και ποιοι είναι οι κίνδυνοι που προκύπτουν από αυτή τη διαδικασία; Τι έχει δείξει η διεθνής εμπειρία;

Μετά από δύο χρόνια πανδημίας, κλειστών σχολείων και τηλεκπαίδευσης, ο πρωθυπουργός και η υπουργός Παιδείας έσπευσαν να ξεδιπλώσουν το «όραμά» τους για το δημόσιο σχολείο.

Στη «φιέστα» που διοργάνωσαν δεν υπήρχε χώρος για αυτοκριτική αναφορικά με τις σοβαρές κυβερνητικές ανεπάρκειες στην Εκπαίδευση κατά την περίοδο της Covid-19 ούτε σχέδιο για την υγειονομικά ασφαλή λειτουργία των σχολείων τον Σεπτέμβριο. Επίσης καμία συζήτηση δεν έγινε για το φλέγον ζήτημα των μόνιμων διορισμών στην Εκπαίδευση, για την αναγκαία κάλυψη των μαθησιακών κενών και την ψυχοκοινωνική υποστήριξη των μαθητών.

Παραγνωρίζοντας όλα τα κρίσιμα ζητήματα που αντιμετωπίζει η εκπαίδευση στη χώρα μας, η Ν.Δ. συνεχίζει να κοιτάζει μέσα από τον νεοφιλελεύθερο παραμορφωτικό φακό της. Δεν ενδιαφέρεται για τη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Εχθρεύεται τη δημοκρατική κουλτούρα που επικρατεί στα σχολεία από την αρχή της Μεταπολίτευσης μέχρι και σήμερα. Και γι’ αυτό προσπαθεί να εγκαθιδρύσει τον ανταγωνισμό, την ένταση και τον φόβο εις βάρος της συλλογικότητας και της συνεργατικότητας.

Πράγματι, το αφήγημα της Ν.Δ. για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν είναι κάτι νέο και καινοτόμο. Θυμίζω πως την ατομική αξιολόγηση τη βίωσαν οι εκπαιδευτικοί στο πρόσφατο παρελθόν, όταν βρέθηκαν στη διαθεσιμότητα το 2013 με υπογραφή Μητσοτάκη. Ούτε είναι μια «εθνική» ιδιαιτερότητα.  Όλες οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις ανά τον κόσμο προχώρησαν σε παρόμοιες ρυθμίσεις.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Αγγλία της Θάτσερ, όταν τη δεκαετία του 1980 εισήγαγε την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και την αυτονομία των σχολικών μονάδων. Η πολιτική της ήταν καταστροφική, καθώς διόγκωσε τις εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες εις βάρος των μαθητών και των οικογενειών που προέρχονταν από τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα.

* Η λεγόμενη «αυτονομία των σχολικών μονάδων» συνεπάγεται τη συγκέντρωση υπερεξουσιών στο πρόσωπο του διευθυντή και την εξεύρεση πόρων και χορηγιών μέσω των δήμων. Θεωρείτε πως αυτή η διαδικασία θα οδηγήσει στη δημιουργία σχολείων «πολλαπλών ταχυτήτων», στη συγχώνευση και στο κλείσιμο σχολικών μονάδων και κατ’ επέκταση στην υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου;

Η επισήμανσή σας είναι ιδιαίτερα εύστοχη. Φαντάζει παράδοξο που η κυβέρνηση ευαγγελίζεται την αυτονομία των σχολείων, ενώ ετοιμάζει μονοπρόσωπα όργανα με υπερεξουσίες που θα λογοδοτούν απευθείας στην πολιτική ηγεσία. Από τη μία, και ειδικά σε ό,τι αφορά τα οικονομικά ζητήματα, η Ν.Δ. υποστηρίζει την πλήρη απόσυρση του κράτους από τις υποχρεώσεις του.  Όμως, όταν πρόκειται για θέματα δημοκρατίας και διακυβέρνησης, ο έλεγχος είναι ασφυκτικός, οι εξουσίες συγκεντρώνονται και διανέμονται σε κομματικά στελέχη και το μοντέλο γίνεται όλο και περισσότερο αυταρχικό.

Έτσι και στην περίπτωση των δημόσιων σχολείων. Η Ν.Δ. «ανοίγει» το σχολείο στην αγορά, στις χορηγίες και στους πόρους εκτός κρατικού προϋπολογισμού, επιδιώκοντας να δημιουργήσει σχολεία πολλών και διαφορετικών ταχυτήτων. Στη βάση αυτή, και με το «εργαλείο» της αξιολόγησης, σκοπεύει να υποχρηματοδοτήσει, να συγχωνεύσει ή και να κλείσει τα σχολεία που δεν πληρούν τα κριτήριά της. Το ίδιο σχέδιο ξεδιπλώνεται με τα πανεπιστημιακά τμήματα και την ελάχιστη βάση εισαγωγής. Την ίδια στιγμή εγκαθιδρύει ένα υπερσυγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης, το οποίο θα λειτουργήσει ως το «μακρύ χέρι» της υπουργού Παιδείας εντός των σχολείων.

* Η Ν. Κεραμέως προανήγγειλε τον διπλασιασμό των Πρότυπων – Πειραματικών σχολείων από τον Σεπτέμβριο, καθώς και τη λειτουργία των έξι πρώτων Πρότυπων ΕΠΑΛ.  Όπως έχετε αναφέρει σε άρθρο σας, «η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας στοχεύει αφενός στη διατήρηση του κλίματος της επίπλαστης αριστείας προς τέρψη του συντηρητικού ακροατηρίου, αφετέρου στη δημιουργία σχολείων για την ‘ελίτ’, φυτώρια αναπαραγωγής πολιτών που αύριο – μεθαύριο θα κυριαρχήσουν επί των κοινωνιών μας». Θεωρείτε πως η δημιουργία των Πρότυπων θα επιφέρει μια κατάσταση «γκετοποίησης» στους μαθητές; Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις;

Η ίδρυση Πρότυπων σχολείων συνοψίζει την κυβερνητική οπτική για τη δημόσια Εκπαίδευση. Εκπαιδευτικές και κοινωνικές «νησίδες» για λίγους και λίγες, που έχουν πρότυπο το μοντέλο που κυριαρχεί στα ιδιωτικά σχολεία. Ουσιαστικά η ίδρυση και λειτουργία τους αποτελεί ιδιωτικοποίηση μέρους του δημόσιου σχολείου που απαντά στις ανάγκες των επιχειρήσεων, δηλαδή της πραγματικής κοινωνικής βάσης της Ν.Δ.

Υποστηρίζουμε τη λειτουργία των Πειραματικών σχολείων, τη δοκιμή νέων μεθόδων διδασκαλίας και τη διασύνδεση με τα παιδαγωγικά τμήματα των ΑΕΙ. Φυσικά, χωρίς εξετάσεις, που αναιρούν όλη τους τη φιλοσοφία. Θεωρούμε ότι τα Πειραματικά μπορούν να αποτελέσουν την ατμομηχανή της παιδαγωγικής αναβάθμισης διαχέοντας τις καλύτερες πρακτικές σε όλα τα σχολεία της χώρας.

Θυμίζω πως στις προηγούμενες εκλογές η Ν.Δ. έκανε σημαία της την «αριστεία» κατηγορώντας τον ΣΥΡΙΖΑ για «εξισωτισμό προς τα κάτω». Σήμερα, δύο χρόνια μετά, η σχέση της κυβέρνησης με την αριστεία χαρακτηρίζεται το λιγότερο κωμική.  Όσον αφορά την εκπαίδευση, η Νίκη Κεραμέως, ως βουλευτής Επικρατείας και τομεάρχης Παιδείας της Ν.Δ. στην προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, δήλωνε σε κάθε ευκαιρία πως «η αριστεία είναι τρόπος ζωής». Η κοινωνία, και ειδικά η εκπαιδευτική κοινότητα, έχουν εμπεδώσει τι εννοούσε τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της πανδημίας…

Πηγή: Η Αυγή