Στις 7 Αυγούστου 2023, πέθανε σε ηλικία 92 ετών, ο Μάριο Τρόντι, ιστορική φυσιογνωμία του ρεύματος του εργατισμού που άνθισε στην Ιταλία τη δεκαετία του 1960. Όπως μας πληροφόρησε η Τόνια Τσίτσοβιτς, που παρακολουθεί συστηματικά τα πολιτικά τεκταινόμενα αλλά και την κίνηση των ιδεών στη γειτονική χώρα, διάφορες εφημερίδες, περιοδικά και ιστοσελίδες εκεί τίμησαν την μνήμη του με τη δημοσίευση πληθώρας άρθρων ή συνεντεύξεων που αναφέρονται στο έργο και την δράση του. Μεταξύ όλων αυτών, η Τσίτσοβιτς επέλεξε και μετέφρασε μια συνέντευξη που έδωσε η Τζαμίλα Μασκάτ, επίκουρη καθηγήτρια του πανεπιστημίου της Ουτρέχτης, στον Χουάν Νταλ Μάζο, συγγραφέα και μέλος του Κόμματος Σοσιαλιστών Εργαζομένων (PTS) της Αργεντινής, η οποία δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό sinistrain rete.info, στις 19 Αυγούστου 2023. Σήμερα, δημοσιεύουμε στις Ιδέες ένα εκτεταμένο απόσπασμα αυτής της συνέντευξης.
Χ.Γο.
Ο Μάριο Τρόντι είναι μια μορφή-κλειδί της αριστερής πολιτικής σκέψης στην Ιταλία, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Σε ποιες περιόδους μπορούμε να χωρίσουμε το έργο και την καριέρα του;
Η μακρά διαδρομή του Μάριο Τρόντι ακολουθεί τους ελικοειδείς δρόμους του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Ο Τόνι Νέγκρι μίλησε πρόσφατα για το «αίνιγμα Τρόντι», υπογραμμίζοντας αυτό που κατά τη γνώμη του είναι «η ασυνέχεια ανάμεσα στον Τρόντι του Operai e capitale [Εργάτες και κεφάλαιο]1 και στον Τρόντι της «αυτονομίας του πολιτικού». Στην πραγματικότητα, παρά τις αλλαγές πορείας που ακολούθησε στην προσπάθειά του να ξαναδεί μέσα στη συγκυρία τον προσανατολισμό της πολιτικής του πυξίδας, η διαδρομή του Τρόντι εμφανίζει ισχυρά στοιχεία συνέχειας. Ένα από αυτά είναι η πρωταρχική θέση της οργάνωσης, που είναι ουσιαστικό κομβικό σημείο της πολιτικής του εμπειρίας, καθώς και του θεωρητικού του στοχασμού. Δεν λείπουν, όμως, και τα άλματα, που αγαπούσε ο Λένιν ως αναγνώστης της Λογικής του Χέγκελ, τα οποία στο Εργάτες και κεφάλαιο καθορίζουν τη γραμμή της μεθόδου του Τρόντι.
Το 1951, ο Τρόντι εντάσσεται στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικής Νεολαίας και το 1954 στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI), μέλος του οποίου θα παραμείνει μέχρι τη διάλυσή του το 1991. Το 1956, όμως, παίρνει θέση μαζί με άλλα νεαρά μέλη και διανοούμενους υπέρ των εξεγερμένων στην Ουγγαρία. Η ουγγρική υπόθεση υπήρξε αναμφίβολα ένα σημείο καμπής που αποκάλυψε στον ίδιο και σε άλλους της γενιάς του τις στρεβλώσεις του σταλινισμού του Τολιάτι. Παράλληλα, από πλευράς θεωρητικής κριτικής, επηρεάζεται από τη σχολή του Γκαλβάνο ντελα Βόλπε, αντιτιθέμενος στον γκραμσιανό μαρξισμό που τότε ήταν ηγεμονικός στην Ιταλία ως η επίσημη φιλοσοφία του κόμματος.
Η δεκαετία του ΄60 είναι τα χρόνια της επανάστασης του εργατισμού που ξεκίνησε με τα Quaderni Rossi [Κόκκινα Τετράδια] (1961-64), το περιοδικό υπό τη διεύθυνση του Ρανιέρο Παντσιέρι, και συνεχίστηκε με το Classe operaia. Giornale politico degli operai in lotta [Εργατική τάξη. Πολιτικό περιοδικό των εργατών που αγωνίζονται] (1964-1967) υπό τη διεύθυνση του Τρόντι. Αυτή είναι επίσης η εποχή προετοιμασίας του Εργάτες και κεφάλαιο, που πρότεινε μια ετερόδοξη νέα ανάγνωση του Μαρξ, εκκινώντας από την ανάλυση της εργοστασιακής εμπειρίας του τεϊλορισμού, των νέων εργατικών αγώνων και της μορφής του εργάτη-μάζα, του εργάτη της αλυσίδας παραγωγής. Από τη μία πλευρά, υπάρχει η ανακάλυψη της απείθειας των εργατών και ο καθοριστικός ρόλος των αγώνων τους για την πορεία της ανάπτυξης του κεφαλαίου, με την εργατική τάξη στις μεγάλες βιομηχανικές συγκεντρώσεις να θεωρείται, ακριβώς λόγω της συγκρουσιακότητάς της, προωθητικός παράγοντας του καπιταλιστικού συστήματος, ικανός να εξαναγκάσει το κεφάλαιο να εκσυγχρονιστεί και να οργανωθεί. Από την άλλη πλευρά, παρουσιάζεται ο διττός χαρακτήρας της εργατικής τάξης ως μιας εσωτερικής δύναμης που δημιουργεί το κεφάλαιο και ταυτόχρονα ως μιας δύναμης ανταγωνιστικής στο κεφάλαιο που αρνείται να το παράγει ή να το αναπαράγει, κάτι που συνοψίζεται στη γνωστή διατύπωση «εντός και εναντίον».
Όταν ξεσπά σε παγκόσμιο επίπεδο η φοιτητική αμφισβήτηση, ο Τρόντι θεωρεί αναγκαίο να επεξεργαστεί τις αιτίες της ήττας της εργατικής τάξης οι οποίες κατ’ αυτόν πρέπει να αποδοθούν στο έλλειμμα οργάνωσης. «Το επαναστατικό αίτημα του εργατισμού», θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα, «μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί αν υπήρχε οργάνωση και πολιτική καθοδήγηση όχι από μια ομάδα πρόθυμων μελών, αλλά από μια ήδη υπάρχουσα μεγάλη λαϊκή δύναμη».
Η εργατική απείθεια στο εργοστάσιο δεν αρκεί, το εργατικό κίνημα πρέπει να αναλάβει τη διακυβέρνηση του κράτους και να επιληφθεί σε πολιτικό επίπεδο του πολέμου ενάντια στο κεφάλαιο. Εδώ αρχίζει η φάση της λεγόμενης αυτονομίας του πολιτικού, που την αντιπάθησαν, την κατέκριναν και δεν την κατανόησαν όλοι οι εργατιστές, ενώ αντίθετα θα άξιζε να ερμηνευθεί υπό την έννοια μιας πολύπλοκης συνέχειας με την προηγούμενη ανάλυσή του: στην πραγματικότητα, ο Τρόντι προσπαθεί να δώσει μια νέα απάντηση στο παλιό ερώτημα για τον τρόπο με τον οποίο οι εργάτες μπορούν να νικήσουν τον ταξικό τους αντίπαλο, και η δική του απάντηση είναι ότι η τάξη πρέπει να γίνει κόμμα.
«Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα […] ότι δεν ήμασταν εμείς που δεν τα καταφέραμε», έγραψε στο Noi operaisti [Εμείς οι εργατιστές]: ήταν η εργατική τάξη που δεν τα κατάφερνε πλέον. Δεν τα κατάφερνε να νικήσει τον ταξικό αντίπαλο. Δεν τα κατάφερνε χωρίς να θωρακιστεί με μια πολιτική πανοπλία».
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, ο Τρόντι μένει μακριά από την ενεργό πολιτική, και μελετά το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα σε τάξη, κόμμα και κράτος. Τότε ωριμάζει μέσα του μια τάση αντι-ρεφορμιστική και κριτική απέναντι στον προσανατολισμό της ηγετικής ομάδας του PCI, και ταυτόχρονα αντι-μειοψηφική, σε ανοιχτή πολεμική με τις διαδρομές της ιταλικής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, στην οποία στο μεταξύ έχουν στραφεί ηγετικά στελέχη του κινήματος του εργατισμού, ανάμεσα στα οποία και ο Τόνι Νέγκρι.
Στη δεκαετία του 1970 αρχίζει επίσης να μελετά σε βάθος την σύγχρονη πολιτική σκέψη, από τον Μακιαβέλι μέχρι τον Χομπς, από τον Ρουσσώ μέχρι τον Χέγκελ, διατρέχοντας την αγγλική, τη γαλλική και την αμερικανική επανάσταση. Στη δεκαετία του 1980 μέχρι το τέλος του PCI το 1991, ο Τρόντι αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στο κόμμα και μάλιστα γίνεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, ενώ από θεωρητικής πλευράς, εμβαθύνει στη μελέτη της πολιτικής θεολογίας, την οποία είχε ήδη ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1970 με την ανάγνωση του έργου του Καρλ Σμιτ.
Η επόμενη δεκαετία, που σημαδεύεται από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τη διάλυση του PCI, σηματοδοτεί μια άλλη καμπή με τραγικές και μη αναστρέψιμες συνέπειες: την κατάρρευση της πολιτικής του 20ού αιώνα και το τέλος του κομμουνισμού, θέματα που ανιχνεύονται με καταστροφική ηχώ σε όλο τον μετέπειτα προβληματισμό του Τρόντι. Στα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του, ο Τρόντι θεωρητικοποίησε την ανάγκη αναστολής του ερωτήματος «τι να κάνουμε;» σε μια εποχή χωρίς μεγάλες υποσχέσεις, και επικέντρωσης στο «τι να σκεφτούμε;», ακολουθώντας το κόκκινο νήμα μιας κριτικής του παρόντος –του λαϊκισμού, της αντιπολιτικής, της δημοκρατίας με μη πολιτικά αποτελέσματα, του προοδευτισμού- εμπνευσμένη από την κληρονομιά της κομμουνιστικής ιστορίας.
Το 2013, εκλέγεται για δεύτερη φορά γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος (η πρώτη φορά ήταν το 1992 με το κόμμα των Δημοκρατών της Αριστεράς), απέναντι στο οποίο διατηρεί μεγάλες επιφυλάξεις και εναντίον του οποίου δεν έχει πρόβλημα να απευθύνει σαφείς κατηγορίες, πρώτα απ’ όλα εκείνη που αφορά την απώλεια της επαφής του με το λαό, τους εργαζόμενους, τους ταπεινωμένους, και τους αδικημένους. Κατά την γνώμη μου, ήταν πολύ διορατική η προσπάθειά του να πολιορκήσει εκ των έσω την ηγεσία μιας οργάνωσης, όπως το Δημοκρατικό Κόμμα, που με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπροσωπεί την εργατική τάξη.
Το Εργάτες και κεφάλαιο ήταν ένα έργο με μεγάλο αντίκτυπο από πολλές απόψεις: ενείχε μια κριτική στη «λαϊκιστική» πολιτική του PCI, τόνιζε τη σημασία της νέας ιταλικής εργατικής τάξης σε μια νέα πραγματικότητα της Ιταλίας, διαφορετική από την εικόνα μιας «οπισθοδρομικής» χώρας του παραδοσιακού κομμουνιστικού αφηγήματος, και επικεντρωνόταν στη σύγκρουση σε επίπεδο εργοστασίου. Ποιες νομίζεις ότι είναι οι κυριότερες θεωρητικές συνεισφορές του;
Στο Εργάτες και κεφάλαιο ο Τρόντι αναπτύσσει μια διαφορετική και καινοτόμα πολιτική άποψη για την ανάγνωση της άρθρωσης της ταξικής πάλης στην Ιταλία στη δεκαετία του ΄60, σε σύγκριση με τις αναλύσεις που έκανε τότε το PCI. Αυτή η ανάγνωση βασίζεται σε μια ετερόδοξη ερμηνεία του Μαρξ, του Κεφαλαίου και των Grundrisse, που εξαίρει τον ρόλο της εργατικής υποκειμενικότητας και του ανταγωνισμού που μπορεί να εκφράσει η εργατική τάξη. Όμως, ο Τρόντι επιδιώκει να συνδυάσει τη μαρξιστική επιστήμη και τη λενινιστική πολιτική. Εκκινώντας από την κατανόηση των μορφών οργάνωσης της εργασίας μέσα στα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα, ο Τρόντι αξιοποιεί την έκτακτη ανάγκη της εργατικής απείθειας, που αγωνίζεται ενάντια στο κεφάλαιο. Η δύναμη της εργατικής αντίθεσης στο σχέδιο του κεφαλαίου συνιστά, όπως έλεγε, τον πυρήνα των εργατικών πρωτοβουλιών που καθορίζουν τον ρυθμό της ανάπτυξης του φορντικού καπιταλισμού.
Αυτή η υποκειμενιστική τάση, που θα αποτελέσει το leitmotiv του μαρξισμού των εργατιστών, διαμεσολαβείται στον Τρόντι από την πρωταρχική θέση του πολιτικού, δηλαδή την αναγκαιότητα να γίνει η εργατική τάξη μια δύναμη ικανή να νικήσει τον αντίπαλο.
Το άρθρο “Lenin in Inghilterra” [«Ο Λένιν στην Αγγλία»] (1964)2 είναι η απόδειξη της αναζήτησης μιας «νέας μαρξιστικής πρακτικής του εργατικού κόμματος: το θέμα του αγώνα και της οργάνωσης στο υψηλότερο επίπεδο πολιτικής ανάπτυξης της εργατικής τάξης». Ομοίως, το κείμενο “1905 in Italia” [«Το 1905 στην Ιταλία»] (1964)3 είναι μια επίκληση για την εξάλειψη κάθε αμφισημίας στη σχέση ανάμεσα στην εργατική τάξη και τις οργανώσεις του εργατικού κινήματος. Όπως γράφει ο Τρόντι, το θέμα δεν είναι να διαλέξουμε μεταξύ αυθορμητισμού και οργάνωσης, αλλά «ανάμεσα σε δύο πιθανούς δρόμους για να φτάσουμε σε μια νέα οργάνωση», και καταλήγει: «εμείς λέμε ότι μπορούμε να επιλέξουμε σήμερα τον δρόμο που περνάει μέσα από μια κρίση (που μπορεί να αποβεί θετική) τουλάχιστον ενός τμήματος των παλιών οργανώσεων».
Δεδομένου ότι ο αυθορμητισμός των αγώνων δεν αρκεί, χρειάζεται μια καθοδήγηση ικανή να διοχετεύσει και να μεταθέσει τον ταξικό ανταγωνισμό στο επίπεδο των θεσμών. Ο Τρόντι δεν έχει αμφιβολίες ως προς αυτό: ήδη από τα χρόνια των ζυμώσεων στο εσωτερικό του ρεύματος του εργατισμού, το θέμα γι’ αυτόν ήταν η ανανέωση των ηγετικών στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος. Η επόμενη φάση στο Εργάτες και κεφάλαιο εγκαινιάζει έναν έντονο προβληματισμό της συγκυρίας που εκφράζεται με την φράση il partito come problema [το κόμμα ως πρόβλημα] – αυτός είναι ο τίτλος άρθρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Contropiano το 1968 – δηλαδή το πρόβλημα πώς το κόμμα θα μπορέσει να επιβάλλει τον ρυθμό της ταξικής στρατηγικής. Από εκεί πηγάζει η αυτονομία του πολιτικού.
Στην τελευταία ενότητα του έργου του καταγράφεται μια επιστροφή στον Καρλ Σμιτ και στην πολιτική θεολογία, καθώς και μια αναδρομική ματιά στον 20ό αιώνα. Ποια ζητήματα νομίζετε ότι μπορούν να αξιοποιηθούν από αυτές τις επεξεργασίες;
Θα σας πω τι νομίζω ότι μπορεί να διασωθεί από το σύνολο του έργου του Τρόντι και όχι μόνο από αυτό της τελευταίας περιόδου.
Η σκέψη του Τρόντι έχει συχνά κατηγορηθεί για τις παρακινδυνευμένες προσεγγίσεις του στην αναζήτηση μιας Realpolitik της εργατικής τάξης, συνδυάζοντας τον Μαρξ και τον Λένιν με την παράδοση του συντηρητικού πολιτικού ρεαλισμού -την σύνδεση του Καρλ Μαρξ με τον Καρλ Σμιτ. Αυτές οι παρακινδυνευμένες προσεγγίσεις, που ουδέποτε προορίζονταν για διαλεκτική σύνθεση, πόσο μάλλον για θεωρητική συγχώνευση, αποτελούν το σήμα κατατεθέν της αντιδογματικής ευριστικής μεθόδου του.4 Όπως έγραφε στο Εργάτες και κεφάλαιο: «Βεβαίως, τα μεγάλα πράγματα γίνονται με ξαφνικά άλματα. Και οι ανακαλύψεις που έχουν σημασία κόβουν πάντα το νήμα της συνέχειας. Και είναι αναγνωρίσιμες γι’ αυτό: ιδέες απλών ανθρώπων που φαίνονται παρανοϊκές στους επιστήμονες». Σε αυτόν τον θεωρητικό αντιδογματισμό υπάρχει κάτι που είναι εξαιρετικά ζωτικής σημασίας για τον σύγχρονο μαρξισμό.
Και ανάμεσα στα μεγάλα πράγματα που γίνονται με απότομα άλματα είναι η ανακάλυψη της μεροληπτικής άποψης που θρυμματίζει και διχάζει την κυρίαρχη καπιταλιστική ολότητα, προκειμένου να φέρει στο προσκήνιο τον ανταγωνισμό που αρμόζει στην ταξική πολιτική. Η μεροληψία της εργατικής πλευράς είναι για τον Τρόντι η προϋπόθεση και η συνθήκη για την ύπαρξη της επαναστατικής του επιστήμης. Όπως γράφει στο Εργάτες και Κεφάλαιο: «Η γνώση είναι συνδεδεμένη με τον αγώνα. Αυτός που μισεί πραγματικά είναι αυτός που έχει πραγματική γνώση».
Τέλος, ένα άλλο θέμα που νομίζω ότι είναι αξιοσημείωτο, παρόλο που κατά κάποιον τρόπο έμεινε σε δεύτερο πλάνο στην απήχηση της σκέψης του Τρόντι, είναι το δικαίωμα στο πείραμα, που επανασυνδέει τον ύστερο Τρόντι, πιστό στην εργατική και κομμουνιστική μνήμη, σε μια εποχή που μοιάζει μόνο να την καταδικάζει για τα λάθη της, με τον εργατιστή Τρόντι που διεκδικούσε για την τάξη και για τη στρατευμένη γενιά του το δικαίωμα στο πείραμα. Πάντα στο Εργάτες και κεφάλαιο, και για την ακρίβεια στο άρθρο «Ο Λένιν στην Αγγλία», το αίτημα για την επιστροφή του κόμματος στο εργοστάσιο παρουσιάζεται ως ένα πολιτικό πείραμα νέου τύπου. Εδώ, ο ύστερος Τρόντι μάς θυμίζει συχνά ότι η εμπειρία της ρωσικής επανάστασης και του σοβιετικού κομμουνισμού διήρκεσε εβδομήντα χρόνια, πράγμα που σε μια ιστορία αιώνων (μιας ιστορίας που για τον Τρόντι, πρέπει να πούμε, είναι σαφώς ευρωκεντρική) δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα πείραμα μικρής διάρκειας.
Ενάντια στη damnatio memoriae5 του κομμουνισμού και της μπολσεβίκικης επανάστασης, η διεκδίκηση του δικαιώματος στο πείραμα σημαίνει την αποκατάσταση της προοπτικής εκείνης της παλιάς ιστορίας, προκειμένου να την συνεχίσουμε και να πειραματιστούμε εκ νέου με διαφορετικό τρόπο. Αυτό φέρνει την πολιτική προφητεία του Τρόντι πιο κοντά στην περίφημη προτροπή του Μπέκετ “Try again. Fail again. Fail better” [Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Προσπάθησε καλύτερα].
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις του Επιμελητή:
1. Το “Operai e capitale” είναι κλασικό έργο του Μάριο Τρόντι, που κυκλοφόρησε το 1966 από τις εκδόσεις Einaudi. Στο κείμενο θα αναφέρεται εφεξής η ελληνική μετάφραση του τίτλου.
2. Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 1 του περιοδικού Classe Operaia (Εργατική τάξη], το 1964. Μετάφρασή του στα ελληνικά υπάρχει στο https://bestimmung.blogspot.com/2013/12/blog-post_12.html (αναδημοσίευση από το περιοδικό άρδην).
3. Άρθρο που δημοσιεύτηκε, επίσης, στο τεύχος 1 του Classe Operaia
4. Ευριστική (από το αρχαίο ελληνικό ευρίσκω) είναι κάθε προσέγγιση για την επίλυση προβλημάτων που χρησιμοποιεί μια πρακτική μέθοδο, η οποία πιθανόν δεν είναι βέλτιστη, τέλεια ή ορθολογική, αλλά είναι ωστόσο επαρκής για να επιτευχθεί ένας άμεσος, βραχυπρόθεσμος στόχος.
5. Η λατινική αυτή φράση μεταφράζεται ως «καταδίκη της μνήμης» και σημαίνει ότι ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός παύει να αναφέρεται, ώστε να ξεχαστεί η ύπαρξή του.
Ο Χουάν Νταλ Μάζο είναι μέλος του Κόμματος Σοσιαλιστών Εργαζομένων (PTS) της Αργεντινής