Λίγο πριν από τις πρόωρες εκλογές της 7ης Ιανουαρίου 2018 στα κατεχόμενα, το προεκλογικό κλίμα παραμένει υποτονικό. Όλα τα επιτελεία των κομμάτων αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα: Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου δεν τοποθετείται σε σχέση με τις επιλογές στην κάλπη, ενώ αντίθετα κυριαρχεί το δόγμα του «τίποτε πλέον δεν μπορεί να αλλάξει». Η συγκεκριμένη τάση στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, στο παρόν στάδιο δεν μπορεί να ερμηνευθεί μόνο ως στοιχείο αποπολιτικοποίησης των Τουρκοκυπρίων. Τα όσα πολλά και σημαντικά μεσολάβησαν από τις προηγούμενες εκλογές του καλοκαιριού 2013 μέχρι και σήμερα δεν συνηγορούν στο ότι τα περισσότερα μέρη της κοινωνίας «έπαψαν» να έχουν άποψη. Εκείνο όμως που φαίνεται να εμφανίζεται είναι η επιλογή πολλών Τουρκοκυπρίων να παραμένουν «σιωπηλοί» σε σχέση με την προσωπική επιλογή σε ότι αφορά στην ψήφο τους. Ακριβώς για αυτό το λόγο άλλωστε σχεδόν καμιά έρευνα γνώμης και δημοσκόπηση δεν μπορεί πλέον να καταγράψει με ακρίβεια τα κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα της κοινότητας. Ωστόσο μέσα από το υποτονικό κλίμα της περιόδου είναι δυνατό να διακριθούν βασικά στοιχεία που επηρεάζουν τόσο το αποτέλεσμα των επικείμενων εκλογών, όσο και πολύ περισσότερο τις βασικές ιδεολογικές κατευθύνσεις που επικρατούν σε αυτή την συγκυρία στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Η «αποκατάσταση» της «ΤΔΒΚ» ως άξονας τουρκοκυπριακής αντιπαράθεσης
Το πρώτο βασικό στοιχείο που φαίνεται πιο ξεκάθαρα στην προεκλογική περίοδο είναι η δυναμική εμφάνιση της έννοιας της «αποκατάστασης» στην τουρκοκυπριακή πολιτική ζωή. Μια έννοια που ιδιαίτερα μετά την αποτυχία των δημοψηφισμάτων του 2004 εισήλθε πιο δυναμικά στην τουρκοκυπριακή κοινωνία, αλλά σήμερα μετατρέπεται σε ένα από τα κυριότερα «έμμεσα» γνωρίσματα του πολιτικού λόγου, των πολιτικών θέσεων και προγραμμάτων, καθώς και της ευρύτερης πολιτικής δραστηριότητας που δεν περιορίζεται στο κομματικό σύστημα. Η βασική αιτία που άνοιξε τις προοπτικές ενδυνάμωσης της έννοιας της αποκατάστασης στο σημερινό της πλαίσιο, είναι οι αρνητικές δυναμικές που απελευθέρωσε η κατάρρευση των συνομιλιών στο Κυπριακό. Δυναμικές που σε αντίθεση με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα λειτουργούν πιο άμεσα και καταλυτικά σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της διάχυσης της παρουσίας της Τουρκίας στον πυρήνα του πολιτικού και οικονομικού συστήματος των κατεχομένων.
Ως πολιτικός όρος, η «αποκατάσταση ή η «αναστήλωση» παραπέμπει σε μια μεταφορική αρχιτεκτονική χρήση της έννοιας: Ένα «κτίριο», στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα, είναι έτοιμο να καταρρεύσει και συνεπώς προκύπτει άμεσα η ανάγκη για να αναστηλωθεί, να επιδιορθωθεί. Την ίδια ώρα, η έννοια αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη «ανακαίνισης», δηλαδή την προσπάθεια επιδιόρθωσης με τρόπο που να επαναφέρεται το «κτίριο» στην αρχική, στην πραγματική και αυθεντική του κατάσταση. Στην σημερινή συγκυρία ο «έμμεσος» χαρακτήρας μέσα από τον οποίο προωθείται η πολιτική θέση περί της αποκατάστασης/αναστήλωσης, εκφράζεται στην εξής απλή δήλωση: «πρέπει να καθαρίσουμε/να συσταρίσουμε το σπίτι μας». Μια δήλωση που ξεκαθαρίζει ταυτόχρονα και το επίκεντρο της δραστηριότητας του εκάστοτε πολιτικού φορέα που την εκφράζει. Με λίγα λόγια, το «σπίτι» που χρειάζεται αποκατάσταση δεν είναι άλλο από την «ΤΔΒΚ».
Η δυναμική εμφάνιση αυτής της έννοιας, έστω και αν παραμένει στα υπόγεια της κοινωνίας, θα έχει τις δικές της συνέπειες τόσο στο αποτέλεσμα των εκλογών, όσο και στην αναδιαμόρφωση του τουρκοκυπριακού πολιτικού συστήματος. Είναι ξεκάθαρο ότι η «αποκατάσταση» ως ιδεολογική τοποθέτηση δείχνει ταυτόχρονα μια κοινωνική πραγματικότητα και μια διεκδίκηση. Από τη μια, η κοινωνική πραγματικότητα είναι η καθολική πλέον αντίληψη ότι η σημερινή «ΤΔΒΚ» είναι μια φθαρμένη, μη βιώσιμη δομή που καταρρέει. Από την άλλη, η διεκδίκηση είναι η βούληση της πλειοψηφίας των πολιτικών κομμάτων για αλλαγή αυτής της υπό κατάρρευση δομής. Ακριβώς σε αυτό το σημείο προκύπτει ο βαθύτερος αντιπαραθετικός και αντιφατικός χαρακτήρας της έννοιας της «αποκατάστασης» και της έννοιας της «αλλαγής» της «ΤΔΒΚ». Θα μπορούσε να σημειωθεί ότι σε αυτές τις εκλογές η «αποκατάσταση» λειτουργεί σαν «τροχιοδεικτικό κενό περιεχομένου». Δηλαδή δείχνει μια γενική κατεύθυνση χωρίς να εισέρχεται στις λεπτομέρειες υλοποίησης γιατί η πολυπλοκότητα της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, αλλά και η ενίσχυση του καθεστώτος κηδεμονίας δεν επιτρέπουν μια τέτοια συγκεκριμενοποίηση. Έτσι στο γενικό πλαίσιο της «αποκατάστασης» μπαίνουν τόσο οι δυνάμεις της τουρκοκυπριακής Δεξιάς, όσο και δυνάμεις από την ευρύτερη τουρκοκυπριακή Αριστερά. Όμως φαίνεται ξεκάθαρα ότι μέσα από την «αποκατάσταση» και την «αλλαγή» μιας δομής που καταρρέει, διεκδικούν διαφορετικά πράγματα.
Η αντιπαράθεση που διεξάγεται εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας σε σχέση με το πως ξεπερνιέται η κατάρρευση της «ΤΔΒΚ» μέσα από την «αποκατάσταση» ή/και την αλλαγή της, έχει περίπου τους εξής δύο βασικούς άξονες: Στο ένα μέρος κυριαρχεί η αντίληψη ότι η «ΤΔΒΚ» πρέπει να «αποκατασταθεί» με τρόπο που να επιστρέφει στην πραγματική της μορφή και στην ιδρυτική της ιδεολογία. Συνεπώς στο συγκεκριμένο άξονα της αντιπαράθεσης, η αποκατάσταση της «ΤΔΒΚ» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επισημοποίηση της διχοτόμησης. Οι εκφραστές αυτής της αντίληψης θεωρούν ότι μετά και την πρόσφατη αποτυχία των συνομιλιών στο Κυπριακό, η θεμελίωση της «ΤΔΒΚ» ως ενός πολιτικού συστήματος αναπαραγωγής και επισημοποίησης της διχοτόμησης είναι περίπου μια «νομοτελειακή διαδικασία». Ο βασικότερος εκφραστής αυτής της θέσης είναι το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, δηλαδή η ιστορική μορφή της τουρκοκυπριακής Δεξιάς. Για το συγκεκριμένο κόμμα, η «επιστροφή της ΤΔΒΚ στις ρίζες της» σημαίνει απλά την συνέχιση της κυριαρχίας του παραδοσιακού συστήματος πελατειακών σχέσεων υπό την δική του καθοδήγηση.
Στο άλλο μέρος της αντιπαράθεσης επικρατεί η άποψη ότι η «ΤΔΒΚ» με τη σημερινή της μορφή και λειτουργία ούτε μπορεί αντικειμενικά να επιβιώσει, αλλά ούτε και γίνεται αποδεχτό να επιβιώσει ως έχει. Πρόκειται για μια ευρύτατη αποδοχή της της θέσης περί του ανέφικτου συνέχισης του στάτους κβο. Αυτή η αποδοχή, οδηγεί με τη σειρά της και στην διεκδίκηση «ριζικής αλλαγής» αυτού που υπάρχει σήμερα και που βρίσκεται υπό κατάρρευση. Η θέση περί «ριζικής αλλαγής» απορρίπτει ολοκληρωτικά τη φιλοσοφία για «επιστροφή της ‘ΤΔΒΚ’ στις ρίζες της». Όμως εξαιτίας της απαισιοδοξίας που κυριαρχεί μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κυπριακό, οι εκφραστές αυτής της πολιτικής αντιμετωπίζουν εμπόδια και περιορισμούς που προκύπτουν από τα ίδια τα ιδεολογικά όρια της «ΤΔΒΚ» και της σχέσης εξάρτησης που έχει με την Τουρκία. Σε συνθήκες απουσίας προοπτικής μιας ομοσπονδιακής επίλυσης, οι διεκδικήσεις περί «ριζικής αλλαγής» του στάτους κβο, δυστυχώς δεν αφορούν άμεσα σε ολόκληρο τον κυπριακό χώρο.
Σε αυτό το ρεύμα σκέψης, συγκεντρώνονται περισσότερο τα πολιτικά κόμματα της κεντροαριστεράς. Είναι όμως σημαντικό να σημειωθεί ότι η στήριξη της συγκεκριμένης πτυχής «επιδιόρθωσης» της κατεστημένης τάξης πραγμάτων στα βόρεια της Κύπρου, δεν υιοθετείται καθολικά στις δομές και τα ιδεολογικά προγράμματα αυτών των κομμάτων. Διαφοροποιήσεις καταγράφονται τόσο μεταξύ των κομμάτων της κεντροαριστεράς, όσο και εντός των συγκεκριμένων κομμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, η μοναδική ξεκάθαρη συναινετική γραμμή στην οποία συναντιούνται οι διεκδικητές της «ριζικής αλλαγής» του στάτους κβο είναι ακριβώς η αντίληψη ότι τα σημερινά αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι Τουρκοκύπριοι έφτασαν σε επίπεδα απειλής κατά της ύπαρξης τους.
Προς ένα δικομματικό σύστημα;
Το δεύτερο βασικό στοιχείο των επικείμενων εκλογών, είναι η σταδιακή μετακίνηση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας σε ένα ιδιότυπο δικομματικό σύστημα. Το «ιδιότυπο» της περίπτωσης προκύπτει από την εξής αντίφαση: Στις πρόωρες εκλογές συμμετέχουν συνολικά οκτώ κομματικοί συνδυασμοί. Από αυτούς μόνο οι δύο έχουν πλέον σταθεροποιηθεί ως δυνάμεις εξουσίας, σε ολόκληρη την περίοδο της προηγούμενης δεκαετίας. Πρόκειται για το Κόμμα Εθνικής Ενότητας και το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα. Την ίδια στιγμή σε ότι αφορά στον πολιτικό χάρτη της Δεξιάς λαμβάνουν μέρος πέραν του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, το Δημοκρατικό Κόμμα, το Κόμμα του Λαού, καθώς και τα κόμματα των εποίκων που είναι το Κόμμα Αναγέννησης και το Κόμμα Εθνικιστικής Δημοκρατίας. Αντίθετα σε ότι αφορά στην ευρύτερη Αριστερά, πέραν του Ρεπουμπλικανικού, στις εκλογές συμμετέχουν το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας και το Κόμμα Κοινοτικής Σωτηρίας – Νέες Δυνάμεις. Το τελευταίο συγκεντρώνει στελέχη που προσφάτως αποχώρησαν από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της Αριστεράς.
Στη βάση των προαναφερθέντων ισορροπιών, επιβεβαιώνεται ότι το επίκεντρο της μάζας των αριστερών ψηφοφόρων είναι το Ρεπουμπλικανικό, ενώ το επίκεντρο της μάζας της Δεξιάς παραμένει το Κόμμα Εθνικής Ενότητας. Όμως είναι γεγονός ότι το Εθνικής Ενότητας αντιμετωπίζει σκληρότερους ανταγωνισμούς λόγω της συγκυριακής πολυδιάσπασης της Δεξιάς. Συνεπώς εάν η κάλπη επιβεβαιώσει τις μέχρι στιγμής αντοχές που δείχνει το συγκεκριμένο κόμμα, τότε ίσως γίνει το πρώτο βήμα μιας εντελώς νέας σύνθεσης της τουρκοκυπριακής Δεξιάς σε ένα νέο πλαίσιο. Εξαιτίας της πολυδιάσπασης της Δεξιάς, θα πρέπει να αναμένεται ότι το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών, η ισορροπία μέσα στη «Βουλή», καθώς και οι παράγοντες που θα σχηματίσουν την επόμενη «κυβέρνηση», θα καθοριστούν στον ένα ή στον άλλο βαθμό από το πόσα κόμματα της Δεξιάς θα καταφέρουν να ξεπεράσουν το εκλογικό όριο του 5%. Ο βαθμός βιωσιμότητας των λεγόμενων μικρών κομμάτων τελικά μπορεί να αποδειχτεί παράγοντας στρατηγικής σημασίας για την εμφάνιση ενός πολιτικού συστήματος όπου τα δύο μεγάλα κόμματα θα συναγωνίζονται στην «κατηγορία της εξουσίας» μόνα τους χωρίς την παρουσία εναλλακτικής επιλογής από τους αντίστοιχους ιδεολογικούς χώρους.
Το Κυπριακό ως ένα «απόμακρο θέμα»
Ένα τρίτο επίσης σημαντικό στοιχείο που επηρεάζει την πορεία των πρόωρων εκλογών στα κατεχόμενα είναι η αδυναμία έκφρασης ολοκληρωμένου δημόσιου λόγου σε σχέση με τη θέση της Τουρκίας στην καθημερινή πολιτική και οικονομική δραστηριότητα της κοινότητας. Η αδυναμία αυτή δεν προέρχεται από την αλλαγή των ιδεολογικών τάσεων ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους σε σχέση με την Άγκυρα και τις παρεμβάσεις της. Περισσότερο σχετίζεται με την απουσία έντασης στην όποια συζήτηση για το Κυπριακό. Όσο απουσιάζει, τουλάχιστον σε σύγκριση με προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, η αντιπαράθεση γύρω από την μορφή επίλυσης του Κυπριακού, τόσο περισσότερο ένα μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας εξαναγκάζεται σε αναζήτηση διαφορετικών τρόπων επιβίωσης που δεν συμπεριλαμβάνουν την προοπτική επίλυσης του προβλήματος. Στο σημείο αυτό υψώνονται εκ των πραγμάτων τεράστια εμπόδια γιατί στην πορεία των εξελίξεων από το 1963 μέχρι και σήμερα μια βασική παράμετρος αυτού που ονομάζεται Κυπριακό, είναι οι μορφές οικονομικής και πολιτικής κηδεμονίας της κοινότητας από την Άγκυρα. Επομένως σε μια αντιπαράθεση που απουσιάζει ένα από τα καθοριστικότερα στοιχεία επηρεασμού της κοινωνικό-οικονομικής ανάπτυξης της κοινότητας στην Κύπρο, μοιραία το αποτέλεσμα είναι η αναπαραγωγή αδιεξόδων τόσο επί της ουσίας όσο και στο δημόσιο διάλογο. Την ίδια στιγμή όμως, το φαινόμενο της υποτονικής συζήτησης για το Κυπριακό δείχνει και σημεία κόπωσης της κοινωνίας. Κάτι που αναλόγως των πολιτικών ισορροπιών που θα προκύψουν από την κάλπη, αλλά και των επόμενων εξελίξεων στο ευρύτερο πλαίσιο του Κυπριακού και των συνομιλιών, μπορεί να στιγματίσει την δημιουργία νέων «κόκκινων γραμμών», αυτή τη φορά τουρκοκυπριακής προέλευσης.
Τα άμεσα διλήμματα της όποιας νέας «κυβέρνησης»
Η επόμενη μέρα της τουρκοκυπριακής κάλπης είναι βεβαίως ζήτημα του τελικού αποτελέσματος. Ωστόσο η πορεία της προεκλογικής εκστρατείας και τα φαινόμενα απαξίωσης που κορυφώνονται στην κοινότητα, είναι κύριες ενδείξεις επιβεβαίωσης της ύπαρξης σκιών και αχαρτογράφητων ρευμάτων. Οι πολιτικές ισορροπίες είναι τέτοιες που πιθανόν να οδηγήσουν σε ένα νέο κύκλο αστάθειας την Τουρκοκυπριακή κοινότητα μέσα από την σύναψη «κυβερνητικών συνεργασιών» με ελάχιστες συναινέσεις. Αυτή η προοπτική, εάν επαληθευτεί, θα ενεργοποιήσει έντονες διεργασίες γύρω από την ανάγκη συνολικής αλλαγής του πολιτικού συστήματος στα κατεχόμενα και την προσπάθεια υιοθέτησης του προεδρικού συστήματος. Αυτό το σενάριο ενισχύεται στην περίπτωση μιας νέας αποτυχίας στο τραπέζι των συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού. Παράλληλα, η νέα «κυβερνητική» σύνθεση φαίνεται ότι θα αντιμετωπίσει πολύ σύντομα συγκεκριμένα διλήμματα στρατηγικού χαρακτήρα σε σχέση με τους προσανατολισμούς της οικονομικής ανάπτυξης της βόρειας Κύπρου. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι σχεδιασμοί για την αναδιάρθρωση και την ενίσχυση της επιτροπής αποζημιώσεων μέσα από την οικονομική συμβολή των Τουρκοκυπρίων, οι σχεδιασμοί για το νέο οικονομικό πρωτόκολλο της περιόδου 2018-2020, καθώς και οι πιέσεις της Άγκυρας σε σχέση με το καθεστώς τμήματος του πληθυσμού των εποίκων. Λαμβανομένου υπόψη ότι και η Τουρκία εισέρχεται σταδιακά σε προεκλογικό περιβάλλον, οι επόμενες εξελίξεις στη σχέση Τουρκοκυπρίων – Άγκυρας αναμένεται να είναι έντονες.
Ο Νίκος Μούδουρος είναι Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Πηγή: Ανατολικότερα