Παρά το γεγονός ότι η προηγούμενη επίσκεψή μου στην Τουρκία έγινε πολύ πρόσφατα (τέλος 2017), η τελευταία μου επίσκεψη τον Φεβρουάριο με επηρέασε με πολλούς τρόπους. Πρώτα απ’ όλα, είναι μια χώρα που βρίσκεται σε πραγματικό πόλεμο στη Συρία αυτή τη στιγμή. Αυτό σημαίνει δυνάμεις ασφαλείας σε κάθε γωνία, συχνοί έλεγχοι, και πάνω απ’ όλα μια πολύ τεταμένη ατμόσφαιρα. Το πιο αξιοπρόσεκτο πάντως ήταν οι πανταχού παρούσες αφίσες του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (ΡΤΕ) με υπερ-εθνικιστικά, ακόμα και πολεμοκάπηλα συνθήματα. Δηλώσεις ενάντια στον πόλεμο έχουν ολοκληρωτικά ποινικοποιηθεί, καθώς ο Πρόεδρος και διάφοροι υπουργοί εξίσωσαν στους λόγους τους κάθε στάση ενάντια στον πόλεμο με υποστήριξη της τρομοκρατίας. Σε συνέχεια αυτής της καταγγελίας, το γραφείο του γενικού εισαγγελέα της Κωνσταντινούπολης ανακοίνωσε ότι όλα τα ειδησεογραφικά μέσα και τα social media παρακολουθούνται, προκειμένου να εντοπιστεί οποιοσδήποτε υποστηρίζει την τρομοκρατία ή διαδίδει παραπλανητικά νέα σχετικά με τον πόλεμο στη Συρία. Ακόμα και ένα παιδικό θεατρικό έργο, το οποίο αφορούσε τον περιβαλλοντισμό και την ειρήνη, απαγορεύτηκε στη βάση τού ότι «είναι βλαβερό να παρουσιάζει αντιπολεμικές δηλώσεις σε παιδιά κατά τη διάρκεια μιας ευαίσθητης συγκυρίας την οποία διέρχεται η πατρίδα μας».
Επομένως, η νέα πορεία ενδυνάμωσε το σιδερένιο χέρι του Ερντογάν ακόμα περισσότερο, καθώς η χώρα παλεύει τώρα ταυτόχρονα ενάντια σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Αυτό βασικά σημαίνει ότι όλοι οι θεσμοί, του δικαστικού συμπεριλαμβανομένου, δεσμεύονται από τις εντολές του Προέδρου. Η απελευθέρωση του ανταποκριτή της “Die Welt” στην Τουρκία, Deniz Yucel -ενός Γερμανού τουρκικής καταγωγής- είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα. Έμεινε φυλακισμένος για ένα χρόνο χωρίς καμιά επίσημη γραπτή κατηγορία και αποφυλακίστηκε προφανώς «κατόπιν παραγγελίας» αμέσως μετά από τη συνάντηση μεταξύ του Ερντογάν και της Μέρκελ, χωρίς δικαστική απόφαση.
Γηγενείς δημοσιογράφοι μπορεί να μην είναι καν τόσο τυχεροί. Αμέσως μετά την έναρξη της επιχείρησης στην Αφρίν (Συρία), ο πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ είχε συνάντηση με εκπροσώπους των μέσων ενημέρωσης, όπου παρουσίασε κατάλογο με 15 σημεία τα οποία πρέπει να ακολουθούν τα μέσα ενημέρωσης στην παρουσίαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Το τελευταίο έγινε αμέσως φανερό, καθώς τα μέσα ενημέρωσης ήταν ανίκανα ακόμα και να δώσουν έναν αριθμό των θυμάτων χωρίς επίσημη ανακοίνωση.
Αυτό είναι μέρος του τρέχοντος ψυχολογικού πολέμου ενάντια σε κάθε είδους αντιπολίτευση ή «υποψήφιους τρομοκράτες». Με το ανοιχτό κάλεσμα και την έμμεση προστασία της κυβέρνησης, τοπικές αρχές, αρχηγοί της μαφίας, συστημικά μέσα ενημέρωσης, ομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακόμα και απλοί πολίτες καταδίδουν, στοχοποιούν και επομένως καταστέλλουν κάθε συμπεριφορά ανυπακοής. Ένας τηλεοπτικός παρουσιαστής, για παράδειγμα, υπερασπίζοντας τον τουρκικό στρατό ενάντια σε ισχυρισμούς περί ενεργειών εναντίον αμάχων, στοχοποίησε ανοιχτά συγκεκριμένες προοδευτικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης και την αντιπολίτευση γενικά, λέγοντας: «Εάν θέλαμε να σκοτώσουμε πολίτες, θα ξεκινούσαμε από αυτούς».
Ακόμα χειρότερες είναι οι πράξεις πολιτών βασιλικότερων του βασιλέως. Μια τρομερή περίπτωση την τελευταία εβδομάδα δείχνει το επίπεδο της συλλογικής υστερίας. Μια γυναίκα συνελήφθη στην Άγκυρα για «προσβολή κατά του Προέδρου και τρομοκρατία» ως αποτέλεσμα κατηγορίας ενός απολύτως αγνώστου, ο οποίος είδε τα μηνύματα στο κινητό της σε δημόσιο λεωφορείο! Αυτή η απόφαση δεν επιτρέπει μόνο την παραβίαση της ιδιωτικότητας, αλλά επίσης αμφισβητεί το νόημα της ιδιότητας του πολίτη. Είναι ένα περιβάλλον όπου κάθε αντιφρονών μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί ως προδότης και τρομοκράτης στερημένος από κάθε πολιτικό δικαίωμα – ή ακόμα και από καθολικά ανθρώπινα δικαιώματα. Όπως απέδειξε η Ιστορία, αυτό που είχε κάνει την Γκεστάπο τόσο ισχυρή ήταν επίσης οι καθημερινοί πολίτες και η «κοινοτοπία του κακού».
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση έχει αυξήσει το βάρος του εθνικισμού στην πολιτική εξέλιξη και με πολλούς τρόπους το χρησιμοποίησε για να υποβαθμίσει τα εσωτερικά προβλήματα. Για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2017 παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση γύρω στο 11%, το οποίο είναι στην πραγματικότητα μαθηματικά πιθανό, αλλά οικονομικά πολύ αμφισβητήσιμο, το τρέχον οικονομικό μπλοκάρισμα είναι αρκετά εμφανές στην καθημερινή ζωή, μέσω της ανόδου του κόστους ζωής, του πληθωρισμού και της βαριάς φορολογίας. Ή πρόσφατα, που οι πολίτες ανησύχησαν με τα σκάνδαλα των παιδικών γάμων, της εγκυμοσύνης ανηλίκων και της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Δικαιολογημένα ο ρόλος της Σαρία (του Ισλαμικού Νόμου)i, επαινώντας τους κυβερνητικούς λόγους, τίθεται υπό αμφισβήτηση όσο αυξάνονται τέτοια περιστατικά, καθώς και παράνομες δικαστικές αποφάσεις που προστατεύουν τους κακοποιητές. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τόσο πραγματικά και επείγοντα προβλήματα χάνουν τη σημασία τους σε καιρό πολέμου.
Εδώ το πρόβλημα είναι ότι, αν και υπάρχουν ορισμένες ενστάσεις στα εσωτερικά προβλήματα, ολόκληρη η αντιπολίτευση, με την εξαίρεση του φιλο-κουρδικού αριστερού HDP, συμφωνεί περισσότερο ή λιγότερο στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης. Ανεξάρτητα από τις πραγματικές της προθέσεις, η αντιπολίτευση δεν θέλει να πάρει το ρίσκο να απομονωθεί πολιτικά έτι περαιτέρω ή να χάσει μάζες πολιτών που έχουν παρασυρθεί από αυτή την εθνικιστική ρητορική. Η υποστήριξη αυτή δεν στρώνει μόνο το έδαφος για τις αποφάσεις του Ερντογάν, αλλά επίσης δημιουργεί μια πολιτική παγίδα όπου ο τελευταίος αισθάνεται την προτροπή να προωθήσει την εθνικιστική εξωτερική πολιτική χωρίς σκέψη για το πόσο επιβαρύνεται η κατάσταση. Ήταν με επιμονή του CHP (Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος), για παράδειγμα, που αναθερμάνθηκαν οι συζητήσεις για τα νησιά του Αιγαίου και τη Συνθήκη της Λωζάννης. Κατά μία έννοια, η αντιπολίτευση, που έχει περιθωριοποιηθεί πολιτικά σε εξαιρετικό βαθμό, ψάχνει για ατζέντες ώστε να ασκήσει κάποιον έλεγχο. Οποιαδήποτε και αν είναι η δικαιολογία, η τρέχουσα αυξανόμενη ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι αποτέλεσμα αυτού του περιβάλλοντος.
Αυτό το κενό που δημιουργήθηκε από τους πολιτικούς δρώντες συνιστά τεράστιο πρόβλημα για την Τουρκία βραχυ-μεσοπρόθεσμα. Πρώτα απ’ όλα, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η οποία έχει γίνει η νέα κανονικότητα για την Τουρκία από την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016, έχει αναδιπλασιαστεί από την κατάσταση πολέμου. Ο Ερντογάν δεν έχει κανένα συμφέρον να αλλάξει αυτή την ατμόσφαιρα, καθώς είναι ακριβώς αυτή που του δίνει υπερβολικές εξουσίες, πράγμα που σημαίνει ότι η Τουρκία θα πάει στις προεδρικές εκλογές του 2019 με αυτή την ατμόσφαιρα.
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, ο Ερντογάν έχει ακόμα και την εξουσία να συνεχίσει ως Πρόεδρος προσπερνώντας τις εκλογές. Ωστόσο, πιθανότατα δεν θέλει να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα νομιμότητας στο διεθνές επίπεδο. Από την άλλη, αυτή η ατμόσφαιρα ήδη δημιουργεί αρκετή πίεση στους ψηφοφόρους. Όπως εισηγείται μια σοφή τούρκικη παροιμία: «ποτέ μην αλλάζεις άλογο στο μέσο του ποταμού». Με άλλα λόγια, δεν είναι σοφό να αλλάξεις Πρόεδρο, ο οποίος είναι επίσης ο ανώτατος διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων, στο μέσο ενός πολέμου, εσωτερικού και εξωτερικού. Πάνω απ’ όλα, θα ήταν πολύ αφελές να πιστέψουμε ότι ο Ερντογάν, ο οποίος δημιούργησε τη Νέα Τουρκία και το προεδρικό σύστημα για τον εαυτό του και ο οποίος έχει τον έλεγχο όλων των δυνάμεων ασφαλείας, θα έφευγε ήσυχα, ακόμα και εάν χάσει τις εκλογές του 2019.
i Όπως αναφέρθηκε από το website της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet), στον Ισλαμικό Νόμο της Σαρία κορίτσια 9 ετών μπορούν να παντρευτούν, κάτι το οποίο επίσης προκάλεσε δημόσια κατακραυγή.
Η Roza Yildiz είναι ακαδημαϊκός
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή: Η Αυγή