Στα τέλη του πρώτου μήνα του τρέχοντος έτους, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης τριών χρόνων από την πρώτη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ («Εφ.Συν.», 30/1/2018 – «Ευκαιρία για περίσκεψη»), έγραφα τα εξής: «Αν στην κορυφή τους [των κρατικών μηχανισμών] ξαναβρεθεί ο αντίπαλος, οι συνέπειες θα είναι πολύ σημαντικότερες από την -πρόσκαιρη και αμφίβολη- σωτηρία της τιμής της Αριστεράς». Διαφωνούσα με την άποψη που επικρατεί σε ευρύτατο φάσμα της Αριστεράς και των απογοητευμένων ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, εφ’ όσον έκρινε πως δεν μπορούσε να αντισταθεί αποτελεσματικά στις μνημονιακές πολιτικές, όφειλε να παραιτηθεί από την κυβέρνηση.
Εξακολουθώ να πιστεύω πως μια τέτοια απόφαση του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς θα είχε όντως ολέθριες συνέπειες. Το ζήτημα είναι ότι κατά τη διάρκεια του έτους που μπαίνει σε λίγες μέρες θα έχουμε εκλογές ούτως ή άλλως. Υπάρχουν κάποιοι στη συστημική (και στην «αντισυστημική») Ακροδεξιά της χώρας μας που λένε (αν πράγματι το πιστεύουν είναι άλλο θέμα) ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αν μπορούσε δεν θα έκανε εκλογές.
Παρά την απολύτως δικαιολογημένη αγανάκτηση που προξενεί μια τέτοια δήλωση, οφείλουμε ως αριστεροί/ές να συλλογιστούμε επάνω στην αλήθεια αυτής μας ακριβώς της αγανάκτησης. Με ποια έννοια ως Αριστερά, ενώ από τη μια δεν θέλαμε πρόωρες εκλογές, από την άλλη απέχουμε παρασάγγας από το να βλέπουμε τις επικείμενες εκλογές ως «αναγκαίο κακό» επειδή μπορεί να οδηγήσουν στην απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας;
Αντί για άλλη απάντηση, και δεδομένου ότι στις 15 Ιανουαρίου συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη δολοφονία της, επαναλαμβάνω εδώ αποκαλυπτικό απόσπασμα της δριμύτατης κριτικής που άσκησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην ηγεσία της Οκτωβριανής Επανάστασης την άνοιξη του 1918: «…Ασφαλώς κάθε δημοκρατικός θεσμός έχει τις ατέλειές του και τις αδυναμίες του, πράγμα που συμβαίνει με όλους τους ανάλογους ανθρώπινους θεσμούς. Αλλά το φάρμακο που ανακάλυψαν ο Λένιν και ο Τρότσκι, τη γενική κατάργηση της Δημοκρατίας [εδώ αναφέρεται συγκεκριμένα στη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης], είναι χειρότερο ακόμη κι από την αρρώστια που επρόκειτο να θεραπεύσουν: Καταστρέφει αυτή την ίδια τη ζωντανή πηγή, απ’ όπου μπορεί να διορθωθεί κάθε φυσική ατέλεια των κοινωνικών θεσμών: την ενεργό, ανεμπόδιστη, δραστήρια πολιτική ζωή όσο το δυνατόν πιο πλατιών λαϊκών μαζών του έθνους».1
Ιδού λοιπόν τι σημαίνει η δημοκρατία για τη μεγάλη μαρξίστρια επαναστάτρια (και μάλιστα η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που είθισται στην Αριστερά να κακολογείται ως «αστική»): δημοκρατία είναι «η ενεργός, ανεμπόδιστη, δραστήρια πολιτική ζωή όσο το δυνατόν πιο πλατιών λαϊκών μαζών του έθνους». Με άλλα λόγια: Για τη ριζοσπαστική Αριστερά, η δημοκρατία δεν είναι μέσο, είναι αυτοσκοπός. Στις ταξικές κοινωνίες (σε όσες υπάρχει δημοκρατία, εννοείται) είναι το κύριο θεσμικό πεδίο όπου διεξάγεται η ταξική πάλη και γι’ αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «εργαλείο» που μονοσήμαντα κατέχει μία τάξη εις βάρος των υπολοίπων (έχω εδώ κατά νου κυρίως τις αναλύσεις του Νίκου Πουλαντζά, από του οποίου τον επίσης τραγικό θάνατο συμπληρώνονται σαράντα χρόνια το 2019).
Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για τη ριζοσπαστική Αριστερά, η διαφύλαξη, διατήρηση και ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών είναι κάτι ασύγκριτα πιο σημαντικό από την παραμονή της ίδιας της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία. Η βασική αιτία για τον ακραίο κρατικό αυταρχισμό που επικράτησε στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» συνίσταται στο ότι η κατάργηση της δημοκρατίας ισοδυναμούσε με την απόπειρα αυταρχικής κατάργησης των ίδιων των ταξικών αγώνων. Μια απόπειρα που, εκτός του ότι ήταν καταδικασμένη εκ των πραγμάτων στην αποτυχία, εγκαθίδρυσε και την τυραννία που δυσφήμησε το όνομα του σοσιαλισμού άγνωστο μέχρι πότε.
Ολα αυτά τι σημαίνουν στα καθ’ ημάς; Αν μετά τις εκλογές του έτους που ακολουθεί η Αριστερά περάσει στην αντιπολίτευση, «δεν χάθηκε ο κόσμος». Θα «χανόταν ο κόσμος» αν στην πορεία προς ή μετά τις εκλογές υπονομεύονταν καθοριστικά οι δημοκρατικοί θεσμοί. Αν, για παράδειγμα, επιτευχθεί το φιλόδοξο σχέδιο του κ. Βορίδη για πλήρη αφάνιση της Αριστεράς διά μέσου παρέμβασης στους θεσμούς.
Και κάτι ακόμη. Η υπονόμευση της δημοκρατίας σίγουρα δεν επέρχεται από την περίφημη πόλωση – όσο η τελευταία παραμένει εντός των πλαισίων της (δημοκρατικής) νομιμότητας, εννοείται. Ακριβώς επειδή η δημοκρατία είναι πεδίο της ταξικής διαμάχης, και ιδίως σε περιόδους κρίσης, πόλωση υπάρχει – θα ήταν ύποπτο αν δεν υπήρχε. Οταν τα αστικά κόμματα «καταγγέλλουν» την πόλωση, κατ’ ουσίαν απαιτούν από τις αντίπαλές τους δυνάμεις «να κάτσουν στ’ αυγά τους».
Ευχές, λοιπόν, για ένα πολωμένο 2019.
1) Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Ρωσική Επανάσταση» (μτφρ. Α. Στίνας), Αθήνα, Υψιλον, 1978, σελ. 63.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών