Macro

Το 1989, τα ουσιαστικά και τα επίθετα

Η εμφάνιση και κυκλοφορία για πολιτική εκμετάλλευση συνομιλιών που έχουν υποκλαπεί, έκανε πολλούς να ανατρέξουν στο 1989 αναζητώντας ομοιότητες ή αναλογίες με την κατάσταση που πάει να διαμορφώσει σήμερα η ΝΔ σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτού του είδους οι αναδρομές θέλουν πάντοτε προσοχή για δύο τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, γιατί η ιστορία δεν συνηθίζει να επαναλαμβάνεται και, δεύτερον, γιατί η αναζήτηση αναλογιών σ’ αυτές τις περιπτώσεις καταλήγει συχνά σε ερμηνείες του παρελθόντος μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα των τρεχουσών πολιτικών αναγκών.

Κρίσιμες διαφορές

Το πόσο ολισθηρή είναι μια τέτοια διαδικασία, μπορούμε εύκολα να το διαπιστώσουμε εντοπίζοντας τις σημαντικότατες διαφορές ανάμεσα στο τότε και το σήμερα. Πρώτα απ’ όλα, τότε η επίσημη δικαιολόγηση της συνεργασίας της δεξιάς με το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς ήταν η αποφυγή της παραγραφής αδικημάτων υπουργών του ΠΑΣΟΚ, για τα οποία θεωρούσαν ότι έπρεπε να συσταθεί ειδικό δικαστήριο. Σήμερα, είναι η δεξιά με τους πολιτικούς κληρονόμους του ΠΑΣΟΚ που θέλουν να οδηγήσουν στελέχη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, του μεγαλύτερου κόμματος της αριστεράς, στο ειδικό δικαστήριο με απροκάλυπτη την πολιτική στόχευση. Οι τελευταίοι μάλιστα αδυνατούν να εξηγήσουν πώς υιοθετούν μια τακτική, την οποία έχουν καταγγείλει ως «βρώμικη», όταν χρησιμοποιήθηκε εναντίον τους.
Υπάρχει και σημαντικότερη διαφορά. Τότε, η πραγματική βάση για τη στήριξη της διαδικασίας παραπομπής ήταν ένα υπαρκτό και μεγάλων διαστάσεων σκάνδαλο, το σκάνδαλο Κοσκωτά, το οποίο οι, ας πούμε, εναγόμενοι επιχειρούσαν να υποβαθμίσουν υπό τον τίτλο «βρώμικο’89». Σήμερα, η πραγματική βάση στην οποία επιχειρείται να στηριχτεί η παραπομπή, είναι η άρνηση ενός υπαρκτού σκανδάλου, του σκανδάλου Νοβάρτις, και η συσκότισή του με το επιχείρημα ότι το σκάνδαλο κατασκευάστηκε από κάποιους σκευωρούς, οι οποίοι και οφείλουν να οδηγηθούν στο ειδικό δικαστήριο. Μ’ αυτή την έννοια δεν είναι δόκιμο να γίνεται σύγκριση των δύο καταστάσεων. Όλες οι πλευρές της αριστεράς, όποια θέση κι αν πήραν τότε, δεν χρησιμοποίησαν ποτέ το επίθετο «βρώμικο», που ουσιαστικά αντιπαρατίθεται στη δυνατότητα μιας κάθαρσης, ενώ το πραγματικό πρόβλημα είναι η προσχηματική επίκλησή της.

Η ποινικοποίηση ταιριάζει στη δεξιά

Υπάρχουν, όμως, και στην ευρύτερη αριστερά ορισμένοι, που υπήρξαν σημαιοφόροι της λογικής της παραπομπής στο ειδικό δικαστήριο το 1989, που αντί να βγάλουν τα συμπεράσματά τους από το αποτέλεσμα της τότε επιλογής τους, γίνονται και σήμερα κήρυκες της ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής στο όνομα μιας κάθαρσης που δεν έρχεται, καθώς το πραγματικό αποτέλεσμα σ’ αυτές τις περιπτώσεις αποδεικνύεται ότι είναι η πολιτικοποίηση της ποινικής διαδικασίας. Όπως ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού, ο οποίος ως μέλος του ειδικού δικαστηρίου τότε, αν δεν μας απατά η μνήμη, είχε παραδεχτεί ότι η αλήθεια δεν είχε περάσει από την αίθουσα που αυτό συνεδρίαζε.
Αν υπάρχει ένα κοινό στοιχείο και στις δύο εποχές, πάντως, είναι η σταθερή επιδίωξη της ΝΔ, και (συμπτωματικά;) της οικογένειας Μητσοτάκη, να αντλήσει πολιτικά οφέλη από την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και την αξιοποίηση κάθε είδους, νόμιμων και μη, ηθικών και μη, μέσων για την επίτευξη του στόχου της να πλήξει τον κύριο κάθε φορά πολιτικό αντίπαλό της, τότε το ΠΑΣΟΚ, σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν εξομοιώνει τους αντιπάλους της, την ίδια αναδεικνύει σε τακτικό χρήστη αντιδημοκρατικών μεθόδων.
Αν αυτό είναι ένα βάσιμο συμπέρασμα από την αποτίμηση της εμπειρίας των τελευταίων τριάντα ετών, τότε γιατί δεν έχει αφήσει το αποτύπωμά του στην πρακτική όλων των κομμάτων της αριστεράς; Γιατί στην πραγματικότητα δεν έχει γίνει ολοκληρωμένη και συστηματική κριτική εξέταση της πολιτικής των κομμάτων της στο πεδίο αυτό και πολύ περισσότερο αυτοκριτική επανατοποθέτηση. Το μεν ΚΚΕ, έχοντας καεί από τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζανετάκη, θα αποφύγει μεν τις επόμενες δεκαετίες να βρεθεί σε ανάλογη θέση, αλλά για λόγους καθαρά αμυντικούς, όχι γιατί έχει μια επεξεργασμένη πολιτική θέση για την ανάμειξη ή μη των ποινικών με τις πολιτικές ευθύνες.
Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, παρότι και αυτός δεν έχει μια συνολική αποτίμηση, ενώ η θέση του στο πολιτικό σύστημα αποκλείει μια συνεργασία με τη δεξιά στο πεδίο αυτό, έχει πρακτικά επηρεαστεί από την ιδέα ότι η απόδοση ποινικών ευθυνών σε πολιτικά πρόσωπα μπορεί να είναι ευνοϊκό έδαφος για την αντιμετώπιση της δεξιάς. Έχει ανεβάσει πολλές φορές πολύ ψηλά τους τόνους της πολεμικής του έναντι της ΝΔ στο πεδίο αυτό, δίνοντας την εντύπωση ότι την κάνει κέντρο της πολιτικής του. Μ’ αυτό τον τρόπο, βέβαια, ενισχύει μια από παλιά καλλιεργημένη διάθεση του κόσμου να λύσει τους λογαριασμούς του με τον αντίπαλο όχι κυρίως στο πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο, αλλά στο πεδίο μιας «νομικής ηθικής». Κι αυτό, με τη σειρά του, ευνοεί τελικά το πέρασμα της λογικής της ΝΔ σε μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος, καθώς το καθιστά εύκολη λεία, στο πλαίσιο της επικοινωνιακής υπεροπλίας της, όταν εκείνη αποφασίζει να εφαρμόσει για λογαριασμό της την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, και μάλιστα με τα χειρότερα μέσα.

Μπορούμε να νιώσουμε δικαιωμένοι;

Η Εποχή, έκανε το 1989-1990 τα πρώτα της βήματα. Αυτό δεν την εμπόδισε να σταθεί σθεναρά αντίθετη στη συνεργασία του ενιαίου τότε Συνασπισμού (ΚΚΕ και ΕΑΡ κατά βάση) με τη ΝΔ, που πραγματοποιήθηκε στο έδαφος της παραπομπής υπουργών του ΠΑΣΟΚ στο ειδικό δικαστήριο, πολύ περισσότερο του τέως πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου. Όχι γιατί τη διέκρινε φιλική προς το ΠΑΣΟΚ και την πολιτεία του διάθεση, αλλά γιατί ήταν πεισμένη ότι κανένα ειδικό δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική διαδικασία αντιπαράθεσης των κομμάτων στο πεδίο της πολιτικής με στόχο την πειθώ του εκλογικού σώματος.
Ως σταθεροί υποστηρικτές αυτής της θέσης είδαμε με ικανοποίηση στελέχη του ενιαίου Συνασπισμού να κάνουν την αυτοκριτική τους για τις επιλογές τους το 1989, όπως ο Λεωνίδας Κύρκος, αλλά και άλλοι, λιγότερο προβεβλημένοι. Το ίδιο νιώσαμε κι όταν η λογική αυτή ουσιαστικά επικράτησε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όταν η πλειοψηφία της Βουλής ανέπεμψε στη δικαστική εξουσία, στο φυσικό της χώρο, τη δικογραφία για τη Νοβάρτις, που είχε παραπεμφθεί στη bουλή. Για την αριστερά μη καθαρή στάση οφείλει να θεωρείται η επιχείρηση απόκρυψης των καθαρά πολιτικών στοχεύσεων πίσω από δικολαβικά προσχήματα. Δυστυχώς, όμως, δεν έχει ακόμα διαμορφώσει μια πάγια θέση- οδηγό, που να αποκλείει αμφιταλαντεύσεις και οπισθοδρομήσεις. Έχει τόσο ευρύ, ποικίλο και ευνοϊκό πεδίο πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τους αντιπάλους της, που είναι κρίμα να σπαταλάει δυνάμεις σε έδαφος που αποδεικνύεται κάθε τόσο εύφορο για την καλλιέργεια μιας συντηρητικής και επικίνδυνης για τη δημοκρατία αντίληψης για την πολιτική.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή