Η δημοσιογραφική επικαιρότητα είναι σαν ένα διαρκώς πεινασμένο ζώο, έτοιμο να κατασπαράξει την πιο πρόσφατη είδηση και να τρέξει αμέσως με το απύλωτο στόμα της ορθάνοιχτο στο κυνήγι της επόμενης είδησης.
Φαντάζομαι ότι όλοι συνειδητοποιούμε πόσο γρήγορα εγκαταλείψαμε το μακεδονικό, για να κυριευτούμε από το σκάνδαλο Νοβάρτις. Κι αυτό δεν οφείλεται, όπως θέλουν να μας πείσουν μερικοί, στην ευφυή δήθεν κίνηση του Μαξίμου να φέρει βιαστικά το φάκελο της Νοβάρτις στη βουλή. Ήταν μια αναγκαστική κίνηση, η οποία είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει…
Κατάφερε, ωστόσο, να εκτοπίσει από την πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος το μακεδονικό. Και δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να πιστέψουμε ότι, μόλις εξαντλήσουμε το δυναμικό της δημοσιογραφικής επικαιρότητας που περιέχει το σκάνδαλο Νοβάρτις, το «φυσιολογικό» είναι να επιστρέψουμε στο μεγάλο ανοιχτό ζήτημα που αφήσαμε πίσω: το μακεδονικό. Αυτό δεν είναι βέβαιο ότι θα συμβεί, όχι μόνο επειδή η αδηφάγα επικαιρότητα απαιτεί τροφή «της ώρας», αλλά κυρίως επειδή το συγκεκριμένο ζήτημα δεν ευνοείται από εκείνους τους πολιτικούς παράγοντες, που πανικοβάλλονται στην ιδέα ότι μπορεί η επαναφορά του να οδηγήσει και στην επίλυσή του επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων. Οι επί της ουσίας αντιρρήσεις που έχουν προβληθεί εκ μέρους τους, είναι περισσότερο προσχηματικές, παρά πραγματικές. Αυτό, τουλάχιστον, καταδεικνύει η πολιτική που ακολούθησαν ως κυβερνήσεις τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Μία πλευρά της τακτικής που υπηρετεί αυτή τη μικροκομματική στρατηγική, εστιάζει σε ένα ζήτημα, που εσχάτως έχει αναδειχθεί σε λυδία λίθος της πολιτικής ορθότητας της στάσης όλων μπροστά στο μακεδονικό: το κύριο, βασικό και αποφασιστικό –λένε– δεν είναι το σύνθετο όνομα που θα έχει η πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία της Μακεδονίας· το θέμα είναι αν θα αναθεωρήσει το σύνταγμά της, ώστε να εξαλειφθεί κάθε υπόνοια αλυτρωτισμού. Αυτό το… προαπαιτούμενο τείνει να εξελιχθεί σε νέο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής μας: πρώτα οι αλλαγές στο σύνταγμά τους, και ύστερα οποιαδήποτε συμφωνία.
Συνταγματικές αλλαγές ή διεθνείς εγγυήσεις;
Αν λάβει κάποιος υπόψη το γεγονός ότι οι αναθεωρήσεις συνταγμάτων –και μάλιστα σε τέτοιες, όχι και τόσο ομαλές, συνθήκες– είναι χρονοβόρες και δύσκολες διαδικασίες, το μακεδονικό υπό τον όρο αυτό υπολογίζεται να λυθεί, καλώς εχόντων των πραγμάτων, σε κάμποσα χρόνια και όχι σε μερικές εβδομάδες. Κι όμως, ακούμε από τα πιο επίσημα χείλη να αναδεικνύεται με επιμονή ως απαραίτητη προϋπόθεση η αλλαγή του συντάγματος της γειτονικής χώρας, ως ένδειξη της θέλησής της να εξαλείφει κάθε ίχνος αλυτρωτισμού.
Πρώτος και καλύτερος σ’ αυτή τη γραμμή προσέρχεται ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, απαιτεί από τους γείτονες άμεση αλλαγή του συντάγματος. Δεν αρκείται στην αποκήρυξη του αλυτρωτισμού, ούτε στις έμπρακτες αποδείξεις αυτής της πρόθεσης.
Ακολουθεί η ΝΔ, που φαντάζεται ότι έχει βρει μ’ αυτό το πρόσχημα τον τρόπο να δυσκολέψει τη ζωή της κυβέρνησης. Από κοντά η κ. Γεννηματά. Αφήστε πια η Ένωση Κεντρώων… Το κακό είναι ότι θες από το γενικότερο κλίμα, θες από τα πλήθη των συλλαλητηρίων, φαίνεται πως τείνει να μετατοπιστεί και η θέση της κυβέρνησης ως προς αυτό το ζήτημα, όπως έχει εκφραστεί αρχικά από τον πρωθυπουργό.
Αν αυτό συμβαίνει για λόγους τακτικής, θα μπορούσε κάποιος να το συζητήσει, πριν το απορρίψει. Αν, όμως, διαμορφωθεί σαν αμετάθετη θέση της ελληνικής κυβέρνησης, τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι σημαίνει σοβαρότατη μεταπόπιση προς το δυσμενέστερο.
Έχει αναλυθεί από πολλούς σοβαρούς νομικούς, διεθνολόγους και πολιτικούς η μείζων σημασία που έχει στην κατοχύρωση μιας συμφωνίας μεταξύ δύο χωρών η εξασφάλιση διεθνών εγγυήσεων με τη μορφή διεθνούς σύμβασης, που περιττεύει ίσως να θυμίσουμε εδώ το απλούστατο επιχείρημα ότι το μεν σύνταγμα αλλάζει με μονομερή ενέργεια, της χώρας που την αφορά, ενώ η διεθνής εγγύηση σημαίνει ότι η συμφωνία έχει περιβληθεί με την ισχύ και το κύρος διάταξης του διεθνούς δικαίου. Και δεν μπορεί μια τέτοια ρύθμιση να κινδυνέψει από οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια, από οποιαδήποτε διάθεση υπαναχώρησης.
Πώς θα αναστραφεί το κλίμα
Η συνεχής επανάληψη της απαίτησης για προκαταβολική αλλαγή του συντάγματος της FYROM, τείνει να διαμορφώσει κατάσταση. Θα χρειαστεί σήμερα πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ ό,τι στην αρχή, για να πείσουμε για την ορθότητα της θέσης ότι το μείζον και προαπαιτούμενο είναι οι διεθνείς εγγυήσεις και όχι η συνταγματική αλλαγή. Την οδό αυτή υποδεικνύει και η πρακτική που ακολουθήθηκε για την επίτευξη της ενδιάμεσης συμφωνίας τού 1996. Διεθνής συμφωνία κατοχύρωσε τότε τις κινήσεις που πραγματοποιήθηκαν για την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης. Και αν έχει ακόμα ζωή η ενδιάμεση αυτή συμφωνία –παρά το «πάγωμά» της επί δεκαετίες– είναι γιατί διαθέτει το κύρος και την ισχύ διεθνούς δικαίου και όχι την περιορισμένη εμβέλεια ενός εσωτερικού, έστω και συνταγματικού, κανόνα δικαίου.
Η κυβέρνηση οφείλει να αναστρέψει το κακό κλίμα που τείνει να διαμορφωθεί. Με τοποθετήσεις, ομιλίες, αναλύσεις, με επιθετική επικοινωνιακή πολιτική, με επιχειρήματα και χωρίς δισταγμό. Ακόμα, με την αξιοποίηση του διαθέσιμου δυναμικού πολιτικών, ειδικών επιστημόνων, νομικών, μπορεί να συσταθεί μια επιτροπή υποστήριξης της επίλυσης του μακεδονικού χωρίς προϋποτιθέμενη αλλαγή του συντάγματος της FYROM. Αν θέλουμε να έχουμε μια λύση του μακεδονικού αποδεκτή απ’ όλες τις πλευρές και βιώσιμη, χρειάζεται συγκέντρωση δυνάμεων πυρός για την άμεση καλλιέργεια ευνοϊκού κλίματος στην κοινή γνώμη με την αρωγή επιστημόνων, διανοουμένων, προσωπικοτήτων. Εφ’ όσον συγκλίνουν σ’ έναν κοινό στόχο, την επίλυση του μακεδονικού και όχι τη διαιώνισή του, υπάρχει έδαφος. Πρωτοβουλίες χρειάζονται, για να αξιοποιηθεί.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή