Macro

Τι σημαίνει Antifa;

Απόσπασμα από το βιβλίο του Marc Bray ANTIFA. The Anti-fasist Handbook, 2017

 

Συγκριτικά με τις δυσκολίες που αφορούν στον ορισμό του εύρους του φασισμού, η οριοθέτηση του αντιφασισμού φαίνεται εκ πρώτης όψεως πιο εύκολη. Σε τελική ανάλυση αποτελεί απλά την αντίθεση στο φασισμό. Ορισμένοι ιστορικοί χρησιμοποίησαν αυτό τον απλό ορισμό, ο οποίος περιγράφει τον αντιφασισμό, ως ένα σύνολο ιστορικών παραγόντων και φορέων, συμπεριλαμβανομένων των φιλελεύθερων, συντηρητικών και άλλων, οι οποίοι αντιτάχθηκαν στα φασιστικά συστήματα πριν από το 1945.

Εντούτοις, ο περιορισμός του όρου στην απλή αυτή αντίθεση δεν διαφωτίζει την κατανόηση του αντιφασισμού ως μία πολιτική μέθοδο, ως επίκεντρο μίας ατομικής και συλλογικής αυτοαναφοράς και ως υπερεθνικό κίνημα στο οποίο εντάχθηκαν προϋπάρχουσες σοσιαλιστικές, αναρχικές και κομμουνιστικές τάσεις, μέσα από την επείγουσα ανάγκη για αντίδραση στη φασιστική απειλή. Αυτή η πολιτική ερμηνεία υπερβαίνει την περιοριστική οριοθέτηση του αντιφασισμού ως απλή άρνηση στο φασισμό, δίνοντας έμφαση στην ανάδειξη των στρατηγικών, πολιτιστικών και ιδεολογικών αναφορών του, γύρω από τις οποίες συσπειρώθηκαν σοσιαλιστές όλων των τάσεων. Όμως, ακόμα και εντός της Αριστεράς, η αντιπαράθεση φουντώνει μέσα στα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα, στους πολέμιους του ρατσισμού, στις ΜΚΟ και σε άλλους. Υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν μία νομική προσέγγιση της αντιφασιστικής δράσης και εκείνοι που προκρίνουν μία συγκρουσιακή, ευθεία στρατηγική ενάντια στο φασισμό. Αυτές οι δύο οπτικές δεν υπήρξαν πάντα αντιπαραθετικές και αρκετοί αντιφασίστες δοκίμασαν τη μία ή την άλλη κάθε φορά που κάποια αποτύγχανε, αλλά σε γενικό θεωρητικό επίπεδο αυτή η διαίρεση έχει επηρεάσει τις ερμηνείες για τον αντιφασισμό, εντός των αριστερών κινημάτων.

Η παρούσα μελέτη εξερευνεί τις απαρχές και την εξέλιξη του ευρύτερου αντιφασιστικού κινήματος, εντός του οποίου διασταυρώνονται όλες οι σοσιαλιστικές πολιτικές τάσεις κι όλες οι στρατηγικές αντιφασιστικής δράσης. Για την ανάλυση του αντιφασιστικού κινήματος, χρησιμοποιείται ο όρος «ριζοσπαστικός αντιφασισμός» στη Γαλλία, «αυτόνομος αντιφασισμός» στη Γερμανία και «αντιφασιστικός ακτιβισμός» στις ΗΠΑ, στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ιταλία. Στο κέντρο του αντιφασιστικού κινήματος βρίσκεται η απόρριψη της κλασικής φιλελεύθερης φράσης, η οποία εσφαλμένα αποδίδεται στον Βολταίρο, «διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά υπερασπίζομαι μέχρι θανάτου το δικαίωμα σου να το λες». Μετά από το Auschwitz και την Treblinka, οι αντιφασίστες αυτοδεσμεύτηκαν να αντιμάχονται λυσσαλέα κάθε προσπάθεια οργανωμένων ναζί να λένε το οτιδήποτε.

Εντούτοις, ο αντιφασισμός είναι μία πολιτική στάση κοινωνικής επαναστατικότητας, η οποία εστιάζει στην πάλη ενάντια στην Ακροδεξιά γενικότερα και όχι μόνο στο φασισμό με τη στενή έννοια του όρου. Πολλοί αντιφασίστες υπηρετούν αυτό το στόχο, μέσα από μία πλατιά γκάμα δράσεων, από το να τραγουδούν την ώρα που μιλάει κάποιος φασίστας και να καταλαμβάνουν χώρους συνάθροισης φασιστών, μέχρι του να παρενοχλούν φασιστικές συγκεντρώσεις και αντίστοιχες δραστηριότητες. Από την άλλη, πολλοί αντιφασίστες διαφωνούν με τις κρατικές απαγορεύσεις ενάντια στους «εξτρεμιστές», διότι αυτές οι πρακτικές συχνά χρησιμοποιούνται ενάντια στον επαναστατισμό της Αριστεράς παρά ενάντια στη Δεξιά.

Ορισμένες ομάδες antifa προκρίνουν μια πιο μαρξιστική προσέγγιση, ενώ άλλες είναι πιο αναρχικές ή αντιεξουσιαστικές. Στις ΗΠΑ, ένα μεγάλο τμήμα του κινήματος antifa τοποθετείται περισσότερο στον αναρχικό ή τον αντιεξουσιαστικό χώρο, ιδιαίτερα μετά από την ανάδυση του σύγχρονου αντιφασιστικού κινήματος με το όνομα Anti-Racist Action (ARA) στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ως ένα βαθμό, η επικράτηση της μίας τάσης έναντι της άλλης μπορεί να εκφράζεται στα σύμβολα κάθε ομάδας και ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο εμφανίζονται οι σημαίες, εάν η μαύρη είναι μπροστά από την κόκκινη ή το αντίθετο. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί μία από τις δύο σημαίες να αντικαθίσταται από κάποια που εκφράζει ένα εθνικό απελευθερωτικό κίνημα, ή από μία μοβ σημαία, η οποία παραπέμπει στον αντιφασιστικό φεμινισμό, ή από μία ροζ με αναφορά στα έμφυλα κινήματα, κ.λπ. Παρά, όμως, αυτές τις διαφορές, το αντιφασιστικό κίνημα συνήθως συσπειρώνεται γύρω από μία πιο γενική στρατηγική κατεύθυνση ενάντια στον κοινό εχθρό.

Μια σειρά από τάσεις ενυπάρχουν μέσα στη γενική αυτή στρατηγική συμφωνία. Ορισμένοι αντιφασίστες εστιάζουν στη διάλυση κάθε δυνατότητας οργάνωσης των φασιστών, άλλοι δίνουν έμφαση στην ευαισθητοποίηση των τοπικών κοινοτήτων και της κοινωνίας ενάντια στο φασισμό, μέσα από την προώθηση μίας αριστερής πολιτικής ιδεολογίας. Πολλές μεικτές φόρμουλες συνδυάζουν αυτές τις τάσεις. Στη Γερμανία τη δεκαετία του 1990 αναδύθηκε μία συζήτηση εντός του αυτόνομου αντιφασιστικού κινήματος, σε σχέση με το εάν το κίνημα antifa είναι πρωτίστως μία έκφραση αυτοάμυνας απέναντι στις επιθέσεις της Ακροδεξιάς ή εάν περιλαμβάνει και ένα ολιστικό πολιτικό πρόγραμμα «επαναστατικού αντιφασισμού», όπως αποκαλείται συχνά, και το οποίο θα μπορούσε να στηρίξει μία ευρύτερη επαναστατική πάλη. Ανάλογα με τις τοπικές και πολιτικές συνθήκες, το κίνημα antifa μπορεί να περιγραφεί ως μία ιδεολογία, ως ταυτότητα, ως τάση, ως αναφορικό περιβάλλον ή ως δράση αυτοάμυνας.

Με δεδομένο το εύρος των ερμηνευτικών αποχρώσεων, το antifa κίνημα δεν θα πρέπει να γίνει κατανοητό ως μονολιθικό. Αντίθετα, αποτελεί μία από τις εκφράσεις της σοσιαλιστικής πολιτικής δράσης, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Οι περισσότεροι αντιφασίστες ασχολούνται στη ζωή τους και με άλλες πολιτικές δράσεις (πχ. εργασιακός συνδικαλισμός, ακτιβισμός σε θέματα οικολογίας, καταλήψεις στέγης, αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, δράσεις αλληλεγγύης στους πρόσφυγες). Η επιτυχία ή η αποτυχία του αντφασιστικού ακτιβισμού εξαρτάται συχνά από την ικανότητα του να κινητοποιεί ευρύτερα κοινωνικά στρώματα γύρω από την πάλη ενάντια στο φασισμό, όπως συνέβη στην περίπτωση του Λονδίνου το 1936 και την Μάχη της Cable Street, ή να οδηγεί σε ευρύτερη κοινωνική αντίδραση στο φασισμό, καταφέρνοντας να περιθωριοποιήσει φασιστικά γκρουπούσκουλα και τους ηγέτες τους.

Στο κέντρο αυτής της σύνθετης διαδικασίας διαμόρφωσης της κοινής γνώμης βρίσκεται η κατασκευή κοινωνικών συνειδήσεων ενάντια στο ρατσισμό, το σεξισμό, την ομοφοβία και σε άλλες μορφές καταπίεσης, οι οποίες αποτελούν τις βάσεις του φασισμού. Αυτές οι συνειδήσεις διαπλάθονται μέσα από μία δυναμική που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «καθημερινός αντιφασισμός».

Εντέλει, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι ο αντιφασισμός αποτελεί τη μία όψη μιας ευρύτερης πάλης ενάντια στη «λευκή κυριαρχία» και τον αυταρχισμό. Στο περιβόητο έργο Συζήτηση γύρω από την αποικιοκρατία, ο καταγόμενος από την Μαρτινίκα συγγραφέας και διανοητής Aimé Césaire επιχειρηματολόγησε με πειστικό τρόπο για το γεγονός ότι η χιτλερική ιδεολογία κατέστη απεχθής στους Ευρωπαίους, διότι «εξευτέλιζε τους λευκούς ανθρώπους, καθώς επέβαλε στην Ευρώπη αποικιοκρατικές πρακτικές, οι οποίες μέχρι τότε εφαρμόζονταν μόνο στους ‘Άραβες’ της Αλγερίας, στους ‘χαμάληδες’ της Ινδίας και στους ‘μαύρους’ της Αφρικής”.

Χωρίς, λοιπόν, καμία πρόθεση υποβάθμισης του Ολοκαυτώματος, μπορούμε να αντιληφθούμε μέχρις ενός σημείου το ναζισμό και με όρους αποικιοκρατίας. Η εθνοκάθαρση των ιθαγενών της Αμερικής και της Αυστραλίας, οι δεκάδες εκατομμύρια νεκρών από την πείνα στην υπό βρετανική κατοχή Ινδία, οι δεκάδες θυμάτων από τις εκτελέσεις του Βασιλιά Λεοπόλδου του Βελγίου στο Κονγκό, και ο τρόμος των σκλαβοπάζαρων, αποτελούν κομμάτια των μαζικών θανάτων και της κοινωνικής καταστροφής που προκάλεσαν οι Ευρωπαίοι πριν από το Χίτλερ. Στρατόπεδα συγκέντρωσης είχαν δημιουργηθεί στο παρελθόν και από την αμερικανική κυβέρνηση, για τον εγκλεισμό των ιθαγενών, όπως και από το ισπανικό στέμμα ενάντια στους Κουβανούς επαναστάτες και από τους Βρετανούς στον Πόλεμο των Μπόερς, στις απαρχές του εικοστού αιώνα. Πολύ πριν από το Ολοκαύτωμα, η γερμανική κυβέρνηση διέπραξε γενοκτονία ενάντια στους πληθυσμούς Herero και Nama της Νοτιοδυτικής Αφρικής, ανάμεσα στο 1904 και το 1907, μέσα από τη χρήση στρατοπέδων συγκέντρωσης και άλλων τέτοιων μεθόδων. Για τους λόγους αυτούς είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε τον αντιφασισμό σαν ένα συστατικό μίας ευρύτερης αντίστασης στη λευκή υπεροχή, σε όλες της τις εκφάνσεις, χωρίς η εστίαση αυτή να απομειώνει τη σημασία άλλων μορφών αντιρατσιστικής πάλης που ταυτίζονται με την αντιμπεριαλιστική δράση, με το φυλετικό εθνικισμό ή με άλλες μορφές αυταρχισμού.

Marc Bray

Μετάφραση: Νικόλας Κουντούρης

Πηγή: Η Αυγή