Macro

Τι λείπει από την Αθήνα ώστε να γίνει τουριστική μητρόπολη

Ο τουρισμός ως γνωστόν είναι η «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας, καθώς και ο κλάδος που στήριξε σε κρίσιμο βαθμό την παραπαίουσα ελληνική οικονομία την περίοδο της κρίσης. Πολλές ελπίδες έχουν επενδυθεί στη συνεχή αυξητική ροή τουριστών. Δικαίως. Το επίπεδο των τουριστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα ανεβαίνει συνεχώς και σαφώς δεν συγκρίνεται με των υπολοίπων χωρών της ανατολικής Μεσογείου. Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας αξιοποιούνται πλέον μεθοδικά, αν και συχνά με αρνητικό οικολογικό αποτύπωμα και κακές σχέσεις εργασίας. Δημόσιες πολιτικές και ιδιωτικές επενδύσεις έχουν καταστήσει την Ελλάδα έναν τουριστικό προορισμό που βρίσκεται πλέον πολύ ψηλά στις προτιμήσεις των τουριστών της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής, και σιγά σιγά και ασιατικών χωρών. Η συγκυρία μοιάζει ευνοϊκή λόγω, αφενός, της (ελπίζουμε προσωρινής) αστάθειας στην ανατολική Μεσόγειο και, αφετέρου, των νέων δυνατοτήτων του διαδικτύου στο ζήτημα της προβολής και πληροφόρησης. Οποιαδήποτε όμορφη γωνιά της επικράτειας ή καλή επιχειρηματική προσπάθεια μπορεί αμέσως να γίνει γνωστή μετατρέποντας όλη τη χώρα πλέον σε ζώνη πρώτης τουριστικής γραμμής, σε αντίθεση με το παρελθόν όπου από την τουριστική κίνηση επωφελούνταν μόνο οι καλύτερα πλασαρισμένοι τόποι και επιχειρήσεις γύρω από αυτούς. Αφήνω προς το παρόν κατά μέρος το πρόβλημα της υπεραξιοποίησης του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος.

 

Η ένταξη της Αθήνας στον τουριστικό χάρτη

Ίσως η σημαντικότερη εξέλιξη των τελευταίων ετών είναι η ένταξη της Αθήνας στον τουριστικό χάρτη ως αυτόνομου τουριστικού προορισμού. Πλέον η Αθήνα δεν είναι ο ενδιάμεσος σταθμός για τα νησιά του Αιγαίου ή τις αρχαιότητες της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως στο παρελθόν. Οι τουρίστες δεν έρχονται στην Αθήνα μόνο για μια-δυο μέρες, για να ανέβουν στην Ακρόπολη και να κάνουν βόλτα στην Πλάκα, πριν την αναχώρησή τους. Η Αθήνα είναι πλέον μια ευρωπαϊκή μητρόπολη που πρέπει να την επισκεφθεί (τουλάχιστον) κάθε Ευρωπαίος. Η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων και το νέο μουσείο της Ακρόπολης έδωσαν αναμφίβολα ώθηση. Το ίδιο ελπίζουμε να κάνουν και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, καθώς και το «Κέντρο Πολιτισμού – ‘Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος». Η διαδικτυακή ανακάλυψη των γειτονιών του κέντρου, οι στεγαστικές δυνατότητες του rbnb, η ευρηματικότητα και η παραγωγικότητα μιας νέας γενιάς επιχειρηματιών που εμπλουτίζουν συνεχώς το αθηναϊκό τουριστικό προϊόν, καθώς και η αθέλητη συνεχής ειδησεογραφική προβολή της Αθήνας ως Μέκκας των λαϊκών και νεανικών αντιστάσεων, καθιστούν την πρωτεύουσα το μεγάλο στοίχημα του ελληνικού τουρισμού. Το ζήτημα αυτό αποκτά ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις, καθώς η ανεργία είναι πρωτίστως πρόβλημα της Αθήνας, όπου ζει ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, και δη του πιο παραγωγικού, ενώ για δεκαετίες υποδεχόταν τους νέους από την επαρχία που έψαχναν δουλειά. Επίσης, είναι προτιμότερο, τόσο για ανθρώπινους όσο και για οικονομικούς λόγους, οι δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι που δουλεύουν κατά τη διάρκεια της τουριστικής σαιζόν, να μπορούν να το κάνουν στον τόπο κατοικίας τους αντί να γίνονται εσωτερικοί μετανάστες για 3, 4, 5 μήνες.

Γι αυτούς τους λόγους, θεωρώ πως πρέπει να πραγματοποιηθούν μία σειρά από σημαντικές παρεμβάσεις, ώστε η Αθήνα να μετατραπεί στην πρωτεύουσα του ελληνικού τουρισμού. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αναρωτηθούμε τι λείπει από την Αθήνα. Πάνω σε αυτό το θέμα θα ήθελα να διατυπώσω 4 προτάσεις που θα καθιστούσαν την Αθήνα έναν εκπληκτικό προορισμό.

 

Νέα μουσεία και storytelling

Από την Αθήνα λείπουν νέα και πιο ενδιαφέροντα από τα υφιστάμενα μουσεία. Σε πολλές πρωτεύουσες του κόσμου υπάρχουν σύγχρονα, διαδραστικά μουσεία που παρουσιάζουν μια ιστορία ή μια ιδέα, χωρίς απαραίτητα τη συνδρομή υλικών καταλοίπων του παρελθόντος. Είναι μία εμφανής έλλειψη ότι η πόλη που μπορεί να διηγηθεί μύριες πλείστες ιστορίες με εθνικό ή διεθνικό χαρακτήρα, που υπάρχουν ήδη στο corpus του οποιουδήποτε μορφωμένου Ευρωπαίου, δεν διαθέτει τέτοια μουσεία για να πει τις ιστορίες της. Υπ’ αυτή την έννοια θεωρώ απαραίτητη την ίδρυση ενός μουσείου που θα λέει την ιστορία της συνάντησης του ελληνισμού με τους λαούς των γειτονικών ηπείρων μέσα από ιστορίες αλληλοεπηρεασμού και ταξιδιών ανθρώπων, προϊόντων, λέξεων και ονομάτων στα πέρατα του κόσμου. Αν ο τουριστικός στόχος είναι να συναντηθούν όλοι οι λαοί του κόσμου στην Αθήνα με την ιδιότητα του επισκέπτη, καλό είναι η Αθήνα να τους πετάξει το κουβάρι ενός παλιού νήματος που θα ξετυλίξουν οι ίδιοι ερχόμενοι σε κάποιο γνώριμο μα ξεχασμένο μέρος. Τα μουσεία των αρχαιοτήτων είναι εθνοκεντρικά και βαρετά και δεν μπορούν να παίξουν αυτό το ρόλο. Η Αθήνα είναι μια μικρή ιστορία του κόσμου και αυτό είναι το τουριστικό προϊόν της. Το storytelling.

 

Δικτυακές εκθέσεις σε μια πόλη-δίκτυο

Η Αθήνα και ειδικά το κέντρο της είναι ένα συμπίλημα από μικρούς χώρους και γειτονιές. Αυτό τη διαφοροποιεί από πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που χαρακτηρίζονται από τους μεγάλους χώρους, δρόμους και κτίρια. Μέχρι τώρα αυτό αντιμετωπιζόταν πιο πολύ σαν μειονέκτημα παρά σαν πλεονέκτημα. Η φετινή Documenta 14 όμως στήθηκε ακριβώς πάνω σε αυτό το χαρακτηριστικό. Η έκθεση απλώθηκε παντού, σε πάρα πολλούς μικρότερους και μεγαλύτερους χώρους, με μικρότερη ή μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους. Αυτό που την ενοποιεί επομένως (όπως εύστοχα παρατήρησε η φίλη και εξαίρετη συνάδελφος Αλίκη Κοσυφολόγου) είναι ο λόγος που παράγεται γι’ αυτήν από τους ανθρώπους που κυκλοφορούν στα σημεία της έκθεσης και από αυτούς που τη σχολιάζουν. Είναι με λίγα λόγια ένα καλό παράδειγμα για το πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε την πολυδιάσπαση του αθηναϊκού χώρου, χαράζοντας νέες διαδρομές και πυροδοτώντας περιπατητικές συζητήσεις, που συνεχώς εμπλουτίζονται μόλις κανείς φτάνει στον επόμενο σταθμό μιας δικτυακής έκθεσης. Δεν θα ’ταν ωραίο με το ίδιο εισιτήριο να μπορούσες να πας σε διαφορετικά κτίρια του κέντρου που θα στεγάζουν διαφορετικές πολιτιστικές επιδράσεις ενός δικτυακού λαογραφικού μουσείου; Ή ενός δικτυακού μουσείου για τον υλικό και πνευματικό πολιτισμό κάθε μεταπολεμικής δεκαετίας (το σπίτι του ’50, του ’60, του ’80 κλπ);

 

Τα graffiti του «νέου Βερολίνου» και οι καλοτεχνίτες

Ο μύθος της νεανικής Αθήνας των κινημάτων και της εναλλακτικής κουλτούρας χρόνο με το χρόνο μεγαλώνει. Η φήμη του «νέου Βερολίνου» εξαπλώνεται με αποτέλεσμα η πρωτεύουσα να μετατρέπεται σε ένα τεράστιο youth hostel. Δεδομένου ότι η χρόνια ανεργία μιας μορφωμένης και σε κρίσιμο βαθμό πολιτικοποιημένης νεολαίας διαμορφώνει μια proletkult που μετατρέπεται σε τουριστικό asset, η πολιτεία θα έπρεπε να ενισχύσει αυτή την πολιτιστική αναγέννηση. Ήδη το γεγονός ότι δεν έχουμε συναυλιακό τουρισμό σε μια χώρα με τόσες καλοκαιρινές (και καλές) συναυλίες σε τόσο καλό περιβάλλον είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά. Γιατί να μη δοθεί άδεια και λεφτά για τις μπογιές ώστε να γεμίσουν πολυκατοικίες και δημόσια κτίρια από τεράστια graffiti σαν αυτά που έφτιαξαν μερικοί τρελοί γκραφιτάδες και δικαιολογούν την κατάταξη της Αθήνας στις 5 πρώτες ευρωπαϊκές πόλεις στην άνθηση του graffiti; Γιατί να μην υπάρχουν περιοδικές εκθέσεις στους σταθμούς του metro με τα έργα των αποφοίτων από τις σχολές καλών τεχνών; Γιατί να μην μπορούμε να θαυμάσουμε ή να αποδοκιμάσουμε τα έργα της νεολαίας μας; Γιατί να μην έχουν και αυτοί/ες την ευκαιρία να μας εκπλήξουν (να μας βγάλουν από την πλήξη δλδ); Τα προσόντα αυτής της νεολαίας δεν είναι το αποτέλεσμα της μεγαλύτερης επένδυσης που έγινε ποτέ σε αυτή τη χώρα; Και δε νυστάζετε πραγματικά με τις επώνυμες πληρωμένες δημιουργίες που «κοσμούν» το δημόσιο χώρο;

 

Μητροπολιτικά πάρκα

Τελειώνω με μία φράση: χωρίς μητροπολιτικά πάρκα (Ελληνικού, Ελαιώνα κλπ) δε μιλάμε σοβαρά ούτε για ποιότητα ζωής ούτε για τουριστικές υποδομές διεθνούς επιπέδου. Σε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες τουρίστες και ντόπιοι αράζουν στα πάρκα με τις ώρες. Ωραία φάση!

Δημήτρης Παπανικολόπουλος