Με τροπολογία που κατέθεσαν βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασία που συζητείται αυτές τις μέρες στη Βουλή, θωρακίζεται το δικαίωμα στην επίσχεση για τους εργαζόμενους σε περίπτωση καθυστέρησης του εργοδότη να καταβάλει δεδουλευμένες αποδοχές.
Όπως τονίζουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας που κατέθεσαν, «διαπιστώνεται ολοένα και εντονότερα η τάση αμφισβήτησης της νομιμότητας άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις έχει οδηγήσει στην κρίση ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης δεν είναι απλώς καταχρηστική αλλά συνιστά σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζομένου να λύσει τη σύμβαση εργασίας, εκλαμβάνεται δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του εργαζομένου καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που αυτή συνεπάγεται, όπως λ.χ. η μη καταβολή αποζημίωσης απόλυσης (ενδεικτικά ΑΠ 117/2017 ΤΝΠ Νόμος). Η τάση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να επιρρίπτονται σε βάρος των απλήρωτων εργαζομένων οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι που ανέκαθεν ανήκαν στη σφαίρα ευθύνης των εργοδοτών και να περιορίζονται σημαντικά τα δικαιώματα των εργαζομένων».
Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατα (Ιούλιος 2017) το Β2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε «…από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ . 3 του ν. 2112/1920 και 173, 200 και 288 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του, που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το νόμο 3514/1928 στράτευσή του, αλλά σε άλλη αιτία, όπως σε επίσχεση της εργασίας του, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι’ αυτόν επιπτώσεις».
Σύμφωνα δηλαδή με το σκεπτικό του Άρειου Πάγου η επίσχεση εργασίας μπορεί να εκληφθεί από τον εργοδότη ως δήλωση πρόθεσης του εργαζόμενου να αποχωρήσει από την επιχείρηση, και ως εκ τούτου μπορεί να τον απολύσει.
Με την προτεινόμενη διάταξη στην τροπολογία των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ θεσπίζεται ρητά ο κανόνας ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης του εργαζομένου, σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, δεν μπορεί να θεωρηθεί από τον εργοδότη ως οικειοθελής αποχώρηση του εργαζομένου από την εργασία του ή ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας από αυτόν. Εξασφαλίζεται, έτσι, ένα minimum προστασίας για τους εργαζομένους, οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά των εργοδοτών για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών.
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ – ΠΡΟΣΘΗΚΗ
στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις, ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, δικαιώματα ατόμων με αναπηρίες και άλλες διατάξεις»
Θέμα: «Επίσχεση εργασίας σε περίπτωση υπερημερίας του εργοδότη ως προς την καταβολή του μισθού»
Α. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Όπως γίνεται δεκτό νομολογιακά, από τον συνδυασμό των άρθρων 325, 329, 353, 648 και 656 του Αστικού Κώδικα, προκύπτει ότι, όταν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού), δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, έως ότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει (ενδεικτικά ΑΠ 324/2017 ΤΝΠ Νόμος).
Ωστόσο, διαπιστώνεται ολοένα και εντονότερα η τάση αμφισβήτησης της νομιμότητας άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις έχει οδηγήσει στην κρίση ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης δεν είναι απλώς καταχρηστική αλλά συνιστά σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζομένου να λύσει τη σύμβαση εργασίας, εκλαμβάνεται δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του εργαζομένου καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που αυτή συνεπάγεται, όπως λ.χ. η μη καταβολή αποζημίωσης απόλυσης (ενδεικτικά ΑΠ 117/2017 ΤΝΠ Νόμος). Η τάση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να επιρρίπτονται σε βάρος των απλήρωτων εργαζομένων οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι που ανέκαθεν ανήκαν στη σφαίρα ευθύνης των εργοδοτών και να περιορίζονται σημαντικά τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Με την προτεινόμενη διάταξη θεσπίζεται ρητά ο κανόνας ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης του εργαζομένου, σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, δεν μπορεί να θεωρηθεί από τον εργοδότη ως οικειοθελής αποχώρηση του εργαζομένου από την εργασία του ή ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας από αυτόν. Εξασφαλίζεται, έτσι, ένα minimum προστασίας για τους εργαζομένους, οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά των εργοδοτών για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών.
Β. ΠΡΟΣΘΗΚΗ
Άρθρο …
Μετά το άρθρο 656 του Αστικού Κώδικα προστίθεται νέο άρθρο ως εξής:
Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την καταβολή του μισθού, η δήλωση του εργαζομένου ότι απέχει από την εργασία του, κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος επίσχεσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί από τον εργοδότη ως οικειοθελής αποχώρηση του εργαζομένου από την εργασία του ή ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας από αυτόν. Η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται την υπερημερία του εργοδότη για το διάστημα της επίσχεσης και ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την καταβολή μισθού για το διάστημα αυτό.
Στην ανωτέρω περίπτωση, ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού.
Αθήνα, 1 Σεπτεμβρίου 2017
Οι προτείνοντες βουλευτές:
Ψυχογιός Γεώργιος
Βαρδάκης Σωκράτης
Καραγιαννίδης Χρήστος
Μανιός Νικόλαος
Μαντάς Χρήστος
Μπάρκας Κωνσταντίνος
Σκούφα Ελισσάβετ (Μπέτυ)
Στογιαννίδης Γρηγόριος
Πηγή: Left