Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός
Το πολιτικό κλίμα όλο και οξύνεται, προσλαμβάνει ένταση. Τι επιδιώκει μ’ αυτό η αντιπολίτευση, πού οφείλεται;
Νομίζω ότι πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον αυθεντικό και θεμιτό πολιτικό ανταγωνισμό, που μπορεί να είναι και δημιουργικός, να οδηγεί δηλαδή σε προωθητικές συνθέσεις σε κρίσιμα ζητήματα, σε αντιδιαστολή με το γνωστό πολωτικό τακτικισμό που παραπέμπει σε ανταγωνισμούς μηχανισμών εξουσίας, με σαφή ιδιοτέλεια τη νομή της εξουσίας. Στην τρέχουσα καθημερινή πολιτική ζωή, καλλιεργείται όντως, συστηματικά και συνδυασμένα από διάφορα κέντρα, τεχνητή διχόνοια που παραπέμπει στη δεύτερη στόχευση.
Καταστροφολογική τακτική
Εκεί βρισκόμαστε τώρα, νομίζεις;
Νομίζω ναι, και σε αντιλογισμό με το κοντινό παρελθόν, δηλαδή για το πώς διεκδικήσαμε εμείς την κυβέρνηση το 2014, έχω να πω ότι μπορεί να μην αποφύγαμε τις υπερβολές, αλλά δεν ξεφύγαμε, το πιστεύω αυτό, από τους κανόνες του αυθεντικού πολιτικού ανταγωνισμού. Τότε πραγματικά διεκδικούσαμε, με σκληρούς όρους και σε περιβάλλον γενικευμένης βίαιης καταστολής, μια εντελώς διαφορετική εναλλακτική πολιτική. Επομένως, ήταν αναπόφευκτη η ένταση. Ήταν, όμως, ένταση βαθιά πολιτική. Αυτά που κάνουν, όμως, τώρα οι δυνάμεις της αντιΣΥΡΙΖΑ συμμαχίας, είναι εντελώς διαφορετικά. Τώρα παρακολουθούμε μία κλασικού τύπου καταστροφολογική τακτική αποδόμησης της κυβέρνησης, με εναλλακτική πρόταση επικοινωνιακής κι όχι πολιτικής κοπής. Αυτό είναι ακραία οπισθοδρομικό, ανεξέλεγκτα αντιδημοκρατικό, μοιραία ανατροφοδοτούμενο. Είναι γι’ αυτό απολύτως επικίνδυνο.
Και ατελέσφορο, όπως όλο και συχνότερα υποστηρίζεται από σοβαρούς ανθρώπους της κεντροαριστεράς.
Όχι μόνο της κεντροαριστεράς. Θα έλεγα ότι και από πολλά στελέχη της ΝΔ η πολιτική Μητσοτάκη χαρακτηρίζεται ως ατελέσφορη.
Γιατί, λοιπόν, οδηγείται σ’ αυτή την ατελέσφορη πολιτική η ΝΔ; Έδαφος για κριτική υπάρχει.
Υπάρχει ιδιοκτησιακή νοοτροπία για το ποιος δικαιούται να κυβερνά την Ελλάδα. Είναι σύνδρομο. Τηρουμένων των αναλογιών, το είδαμε και το 1981, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ. Όμως, να μην μείνουμε μόνο σε αυτό. Νομίζω ότι οι όποιες θετικές παρεμβάσεις που καταγράφει η κυβέρνηση, που βέβαια θέλουν χρόνο για να αποδώσουν, αποτελούν πραγματικό κίνδυνο όχι μόνο για τη ΝΔ, αλλά και για πολλαπλά «κακομαθημένα» νέα και παλαιά τμήματα του κατεστημένου. Παρά το γεγονός ότι είμαστε ακόμα μακριά από το να υλοποιήσουμε κρίσιμης σημασίας στοχεύσεις μας, εντούτοις, αυτό το κατεστημένο δικαίως αισθάνεται απειλούμενο, όσο διαφέρει η ιεράρχηση που κάνουμε σε σοβαρά ζητήματα, κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Καμία άλλη πολιτική δύναμη, για παράδειγμα, δεν μιλάει καν για την ανάγκη επανίδρυσης του κοινωνικού κράτους τώρα, παρά τη χρεοκοπία. Αυτά είναι διακριτά δομικά στοιχεία της διαφοράς μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς και σήμερα. Ούτε καν η Δημοκρατική Συμπαράταξη, η εξέλιξη του σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ, δεν προτάσσει πια το κοινωνικό κράτος. Αναλώνεται μόνο από το πρωί έως το βράδυ στην αποδόμηση της κυβέρνησης. Η μεγάλη αγωνία των δυνάμεων του αντιΣΥΡΙΖΑ μπλοκ είναι πώς θα επινοήσουν κάθε μέρα την ατζέντα της φθοράς. Ακόμα και αν αυτή αποδεικνύεται εφήμερη και χωρίς περιεχόμενο, ούτε για την επόμενη μέρα.
Οι διαφορές, λοιπόν, παραμένουν στρατηγικής σημασίας, παρόλο που εφαρμόζοντας μνημονιακές δεσμεύσεις αλλοιώνεται εξ αντικειμένου και εξ ορισμού η εικόνα μας. Υπάρχει, όμως, παρελθόν. Υπάρχει και προοπτική. Αυτά, όσο παραμένουμε όρθιοι, έχουν τεράστια δύναμη. Δύναμη που καθορίζει και το σήμερα.
Η στάση της κυβέρνησης
Η κυβέρνηση μιλά, συμπυκνώνοντας όλα αυτά, για «μαύρο πολιτικό μέτωπο». Δεν είναι θεμιτή πολιτική πολεμική, τι το καθιστά «μαύρο μέτωπο»;
«Μαύρο μέτωπο» υπάρχει. Το βλέπουμε καθημερινά δια γυμνού οφθαλμού. Και πρέπει να ηττηθεί. Σημασία, όμως, έχει το πώς το αντιμετωπίζουμε.
Η ένταση, όμως, που ακολουθεί και η κυβέρνηση, δεν δυσκολεύει να διακρίνουν οι πολίτες τις αποχρώσεις της πολιτικής της και τα ρήγματα που προκαλεί; Την Πέμπτη, στη Βουλή, πχ, οι κ. Βενιζέλος και Μπακογιάννη διαφοροποιήθηκαν στην αναδοχή.
Πιστεύω ότι εμείς, παρά τις προκλήσεις και τη χυδαιότητα, πρέπει να αποδομούμε την ένταση. Να μην την ανατροφοδοτούμε. Αντίθετα, πρέπει να εξαντλούμε κάθε δυνατότητα και να επινοούμε κάθε τρόπο, ώστε να τροφοδοτούμε την εγρήγορση της κοινωνίας στα ουσιώδη ζητήματα και στον προβληματισμό γι’ αυτά. Το ξέρω, δεν είναι εύκολο. Πρέπει όμως να αντισταθούμε. Όσο μπορούμε να μην υποκύπτουμε στην «επικοινωνία της ατάκας». Η ανάγκη αναβάθμισης της επικοινωνίας με τους πολίτες ή καλύτερα με το κοινωνικό σώμα, γίνεται τώρα ακόμα πιο επιτακτική. Ειλικρίνεια και καθαρές κουβέντες χτίζουν αυτοπεποίθηση και ανθεκτική ελπίδα και ενθαρρύνουν την αναγκαία, όσο ποτέ άλλοτε, συμμετοχή.
Έχουμε κάνει βήματα, όπως με τα Περιφερειακά Συνέδρια, αλλά χρειάζονται πολλά ακόμη. Πρέπει κυρίως να εξηγήσουμε το γιατί μετά από όσα ζήσαμε, είναι πρωταρχικής σημασίας ζήτημα να φθάσουμε στο τέλος της δανειακής σύμβασης, με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Να εξηγήσουμε και να ζητήσουμε τη στήριξη της ελληνικής κοινωνίας και να τολμήσουμε να την καλέσουμε να συμμετάσχει και η ίδια στις στοχεύσεις για το χρέος, για την ομαλή και καθαρή έξοδο και για όλα τα άλλα. Είναι περισσότερο αναγκαίο σήμερα αυτό, από όσο ήταν την προηγούμενη τριετία. Και είναι επίκαιρο.
Συνέχεια της προσπάθειας με καλύτερους όρους
Στον τομέα αυτό το κόμμα, αλλά και τα κινήματα, υστερεί.
Πράγματι πρέπει να ενεργοποιήσουμε και να εξαντλήσουμε όλες τις δυνατότητες πειθούς, για να καταδείξουμε πόσο σημαντικό είναι για όλους τώρα πια, ότι ολοκληρώνεται η δανειακή σύμβαση. Μοιάζει βέβαια οξύμωρο αυτό, όταν η δανειακή σύμβαση που ολοκληρώνεται, έφερε περικοπές, ιδιωτικοποιήσεις και τόσα άλλα. Κι όμως, στη ζωή και στην πολιτική πιο συχνά δεν έχεις την ευχέρεια να διαλέξεις το δικό σου πεδίο μάχης. Είναι γι’ αυτό που η σημαντικότητα της ολοκλήρωσης ισχύει, παρόλο που είναι προϊόν υποχώρησης. Ταυτόχρονα, επίσης, πρέπει να πούμε στην κοινωνία ότι η επόμενη μέρα δεν είναι ένα λυτρωτικό ξύπνημα από κάποιο κακό όνειρο. Αλλά ότι είναι, με νέους καλύτερους όρους, συνέχεια της τιτάνιας προσπάθειας να ξεπεραστούν οι δραματικές συνέπειες της χρεοκοπίας. Να ξεπεραστεί η ίδια η χρεοκοπία.
Περί αυτού πρόκειται και πρέπει να το θυμίζουμε διαρκώς. Όποια υποχώρηση, όσους συμβιβασμούς έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, έγιναν επειδή διαλέξαμε να μην αποσυρθούμε και να αναμετρηθούμε ως Αριστερά, με τα ακραία και οριακά διλήμματα που έχει γεννήσει η χρεοκοπία. Η περίοδος δεν είναι διόλου κανονική. Είναι ιστορική. Και οι συσχετισμοί, εσωτερικοί, ευρωπαϊκοί και διεθνείς, αφόρητα αντίξοοι. Οι συνέπειες της χρεοκοπίας, λοιπόν, δεν τελειώνουν με το τέλος του μνημονίου. Ανοίγει, όμως, για μας, αλλά και για την κοινωνία, ο πιο καθοριστικός δρόμος για την επιτάχυνση της υπέρβασής του. Αυτός ο δρόμος πρέπει να διεκδικηθεί και να αποδειχθεί ανοιχτός, όχι μόνο στη βελτίωση κρίσιμων δεικτών, αλλά, βήμα-βήμα, και στην πραγματική ζωή των ανθρώπων στο βιοτικό επίπεδο, στο κοινωνικό κράτος, στη δημοκρατία, στις ελευθερίες και στα δικαιώματα, σε όλα. Και αυτός ο στόχος, δε μπορεί να διεκδικηθεί με ιδεολογικής έμπνευσης αφαιρέσεις σε κάποιο ιδεατό κενό, αλλά αναγκαστικά στο πλαίσιο της νέας και τελικής φάσης εξόδου από τη χρεοκοπία.
Αυτά δε θέλουν μόνο υπομονή. Θέλουν και αντίσταση στο παλαιό, θέλουν και διεκδίκηση του νέου. Αυτά γιατί να μην τα συναποφασίσουμε συλλογικά και να τα σχεδιάσουμε επιτελικά; Γιατί να μην τα εξηγήσουμε στον κόσμο καθαρά και να στοχεύσουμε στην ενεργό συμμετοχή του; Τώρα, οφείλουμε να περιγράψουμε και να ιεραρχήσουμε το περιεχόμενο της επανασυσπείρωσης της κοινωνίας δίπλα στο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι εκπρόσωποι κυβέρνησης και κόμματος, περιοριζόμενοι λόγω διαπραγμάτευσης, όταν ερωτώνται για τα περιθώρια αναδιαπραγμάτευσης «μετά», προσεκτικά απαντούν ότι θα εξαρτηθεί από το «τοπίο» που θα διαμορφωθεί. Το κόμμα ή τα κινήματα πώς επιδρούν στη διαμόρφωση του «τοπίου»;
Προφανώς, το «μετά» απαιτεί ευνοϊκό «τοπίο», που και αυτό πρέπει να διεκδικηθεί. Το κόμμα, βεβαίως, δεν ταυτίζεται με την κυβέρνηση, έχει άλλο ρόλο. Εντούτοις, μπορεί να συμβάλλει, εφόσον λειτουργήσει σωστά, στη σύνδεση των κυβερνητικών προγραμματισμών με τις ώριμες επιδιώξεις της κοινωνίας. Να συμβάλλει μέσα από την επεξεργασία της ιεράρχησης των βημάτων που χρειάζεται να γίνουν. Πράγματι κορυφαίο ζήτημα είναι να σταθεροποιηθεί και να ενισχυθεί η αναπτυξιακή πορεία. Η παραγωγή νέου πλούτου εάν είναι αυτοσκοπός, δεν μπορεί να συγκινήσει παρά μόνο όσους λίγους θα ωφεληθούν. Όταν όμως, με συγκεκριμένους όρους, συνδέεται κάθε βήμα της παραγωγής του με τη δίκαιη διανομή του, τότε αυτό μπορεί να γίνει κοινωνική διεκδίκηση. Σε αυτό το πιο χρήσιμο και αναγκαίο πεδίο, αξίζει και πρέπει να αναμετρηθεί η κυβέρνηση και το κόμμα για την επόμενη μέρα. Η δίκαιη ανάπτυξη πρέπει να γίνει έγνοια καθημερινή σε κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία, σε κάθε κομματική πρόταση. Υπάρχουν άλλωστε γύρω μας χιλιάδες ανθρώπινες δυσκολίες, για να μην πω τραγωδίες, που περιμένουν δικαιοσύνη. Είναι ίσως αυτή η πιο μεγάλη πρόκληση.
Τα κρίσιμα επείγοντα
Επικρίνεται η κυβέρνηση ότι μιλά για δίκαιη ανάπτυξη, αλλά είναι αδύνατη, σχεδόν, στους δυο περιορισμούς όπου θα κινείται η οικονομία, δηλαδή τους όρους μετά το τέλος του προγράμματος και τις ισχύουσες συνθήκες στην ΕΕ.
Παλαιότερα διεκδικούσαμε το σοσιαλισμό. Καλά κάναμε. Όχι αβασάνιστα, στη σημερινή συγκυρία δεν μπορούμε δυστυχώς να θέσουμε αυτό το πρόταγμα. Εννοείται, βέβαια, πως δεν πρέπει να το εγκαταλείψουμε. Η πραγματικότητα σήμερα μας εγκαλεί να ιεραρχήσουμε πιο κρίσιμα επείγοντα. Πρωτίστως, με την παραγωγή νέου πλούτου να μην παραχθεί και νέα φτώχεια. Είναι κορυφαίο, γιατί συνδέεται όχι μόνο με τη συγκυρία, αλλά και στρατηγικά με τη διατήρηση της ελπίδας, της εμπιστοσύνης των πολιτών στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα και στην Αριστερά, στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, αλλά και με πολλές άλλες ακόμη παραμέτρους, που θα καθορίσουν τα πράγματα μεσο-μακροπρόθεσμα.
Κόμμα και κυβέρνηση έχουν αυτή την έγνοια, αυτή η οραματική στόχευση να είναι ορατή;
Εκεί θέλω να φθάσω. Κόμμα και κυβέρνηση πρέπει να αντισταθούμε και να επιβεβαιώσουμε ότι η αριστερή πολιτική στην Ελλάδα δεν θα εγκαταλειφθεί. Ότι θα παραμείνει ζήτημα ενεργό στη δράση του ΣΥΡΙΖΑ, ζήτημα ζωντανό. Να μην αποδεχθούμε ότι η κυριαρχία του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού δεν αφήνει άλλο περιθώριο, παρά μόνο την καταγγελία του. Αν το κάνουμε, θα έχουμε ίσως κρατήσει μια «αριστερή υγειονομική ζώνη», αλλά θα έχουμε ηττηθεί.
Εκλογές το φθινόπωρο του 2019 λέει η κυβέρνηση. Πώς το θεμελιώνει;
Για τα τωρινά δεδομένα, πιστεύω και εγώ ότι πρέπει να στοχεύσουμε, συλλογικά και συγκροτημένα, σε εκλογές το φθινόπωρο του 2019. Διαφορετικά, νομίζω ότι θα αφήσουμε στη μέση μια επώδυνη μεν προσπάθεια που αναλάβαμε με ρίσκο και συνέπειες, χωρίς να διεκδικήσουμε μέχρι τέλος την ευθύνη να διευρύνουμε το πλαίσιο των αναγκαίων αλλαγών στην ελληνική κοινωνία. Έχουμε βέβαια προ-ψηφίσει δύσκολα μέτρα και μαζί, μην το ξεχνάμε, αντίμετρα. Εκτιμώ ότι οι εκλογές δεν θα το αλλάξουν αυτό, ακόμα κι αν τις κερδίσουμε στη διάρκεια του 2018, παρά το ό,τι πρέπει να το αλλάξουμε μόλις μπορέσουμε. Εκτιμώ, όμως, ότι η αναγκαία αυτή αλλαγή συναρτάται άμεσα με τη συνολική πορεία σταθεροποίησης. Σε αντίθετη περίπτωση θα έχουμε συνολικά ρισκάρει την τιτάνια προσπάθεια που κάναμε πριν την ολοκλήρωσή της, την ώρα που ωριμάζουν οι δυνατότητες να αποδώσουν τα όποια σημαντικά θετικά σημεία αυτής της προσπάθειας. Αντί για εκλογές λοιπόν, προτείνω….. πείσμα και ψυχραιμία.
Οι αναταράξεις στην κεντροαριστερά
Εκλογές ζητά και η ΔΗΣΥ, μάλιστα πριν τη συμφωνία του Αυγούστου. Τι υπολογίζει;
Απορώ πως είναι δυνατόν η ηγεσία της ΔΗΣΥ να παραβλέπει το προφανές, ότι δηλαδή η ΝΔ στο ίδιο αυτό πεδίο έχει νικηθεί κατά κράτος. Νομίζω ότι είναι μια ένδειξη αδυναμίας, μπροστά στο γεγονός ότι η συγκρότηση του Κινήματος Αλλαγής, δεν ανέδειξε στόχους του χώρου αναφοράς του, αλλά ανέδειξε μόνο τακτικισμούς.
Πρόσφατα, ως αντανάκλαση και αυτών που παρέθεσες, προέκυψε έντονη συζήτηση στον χώρο της κεντροαριστεράς και αντιπαράθεση. Μπορεί για τον χώρο η επιλογή να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στη γωνία ό,τι και αν φέρνει στη Βουλή;
Είναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς αυτή τη συζήτηση, όπως επίσης ιδιαίτερα τις λυσσώδεις σχεδόν αντιδράσεις που έχουν προκαλέσει αυτές οι απόψεις από στελέχη του ίδιου χώρου. Επιβεβαιώνεται, όμως, μέσα από αυτή τη συζήτηση ότι -εκτός από λίγες εξαιρέσεις- ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας δεν τολμά, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, να βγάλει συμπεράσματα από την κρίση του. Εάν έχει ενδιαφέρον, με προσγειωμένο τρόπο, να ξαναδεί κανείς την εμπειρία της σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης, αυτό μπορεί να έχει νόημα μόνο εάν αυτό το ξανακοίταγμα επικαιροποιηθεί με την ανίχνευση σύγχρονων κοινωνικών ρευμάτων που αναζητούν λύσεις ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, τον εθνικισμό, το ρατσισμό και τον πόλεμο και λύσεις αποκατάστασης της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, των ελευθεριών, της ισονομίας, της ισοτιμίας, της αλληλεγγύης κλπ. Εκεί πράγματι θα ήταν χρήσιμο να γίνει διάλογος με πολιτικά ρεύματα, που μέχρι τώρα δεν είχαν κοινή πορεία με τη ριζοσπαστική Αριστερά. Όχι, όμως, χωρίς σοβαρά προαπαιτούμενα και όχι χωρίς σαφείς κοινωνικές αναφορές.
Αποτρέψαμε το φιάσκο στην υπόθεση Novartis
Τελειώσατε, ως Επιτροπή, για το σκάνδαλο Novartis. Θα έλεγε κανείς ότι έφθασε στη Βουλή με μεγάλο θόρυβο, ξαναγυρίζει στη δικαιοσύνη πιο σεμνά. Ποια θα είναι η εργασία από εδώ και πέρα; Οι πολίτες φοβούνται την αδυναμία, τελικά, διαλεύκανσής του.
Στις ανάλογες Επιτροπές το 2010 και το 2011, στις υποθέσεις Βατοπεδίου και υποβρυχίων (Τσοχατζόπουλου), ο ΣΥΡΙΖΑ τότε δι’ εμού υποστήριξε την ανάγκη για την αναζήτηση λύσης υπέρβασης της περιοριστικής ερμηνείας του άρθρου 86 του Συντάγματος και την ανάγκη τα πολιτικά πρόσωπα να ελέγχονται και να δικάζονται, όταν προκύπτει, από την τακτική δικαιοσύνη, χωρίς τις σύντομες προθεσμίες παραγραφής. Αυτό έγινε οκτώ χρόνια πριν, δηλαδή σε ανύποπτο χρόνο. Τα Πορίσματα υπάρχουν. Η ανάγκη να μην μετατρέπουμε τη Βουλή σε δικαστήριο και να εντάσσουμε έτσι τη διερεύνηση των σκανδάλων στις πολιτικές σκοπιμότητες του πολιτικού ανταγωνισμού, με επίσημο τρόπο, είναι διατυπωμένη από εμάς πριν από χρόνια. Η ίδια άποψη και επιλογή υιοθετήθηκε και στη υπόθεση Παπαντωνίου.
Στην υπόθεση Novartis η Βουλή ενέκρινε την πρότασή μας να συγκροτηθεί Επιτροπή, πρωτίστως για να εξετάσει την αρμοδιότητα ή την αναρμοδιότητά της. Δεν αιφνιδιάσαμε κανέναν. Αυτό που τεκμηριώσαμε, είναι ότι με το ισχύον Σύνταγμα και με τον ισχύοντα νόμο περί ευθύνης υπουργών, μπορεί -παρά ταύτα-να οδηγηθεί νόμιμα η ολοκλήρωση της έρευνας στην τακτική δικαιοσύνη και, μάλιστα, χωρίς προνομιακό -για τα ελεγχόμενα πολιτικά πρόσωπα- χρόνο παραγραφής, που θα επερχόταν με δεσμευτική βεβαιότητα εάν η Βουλή προχωρούσε επί της ουσίας στην προανακριτική έρευνα. Υποκρίνονται όσοι λένε να μείνει στη Βουλή έως το τέλος. Γνωρίζουν ότι θα παραγραφόταν. Σαφώς, μπλοφάρουν.
Η Πορισματική Πρόταση που υπέβαλε στην Ολομέλεια της Βουλής η Επιτροπή, να θεωρηθεί αναρμόδια η Βουλή να ασκήσει ποινική δίωξη, ανοίγει το δρόμο στη δικαιοσύνη και αποτρέπει το ατελέσφορο, δηλαδή το φιάσκο. Είναι υποχρέωση πλέον όλου του πολιτικού συστήματος να στηρίξει τη δικαιοσύνη. Και τώρα και στη συνέχεια, το έργο δηλαδή που έχει ξεκινήσει εδώ και δύο χρόνια η εισαγγελία Διαφθοράς. Έργο που πρέπει να φτάσει μέχρι το τέλος. Αυτή η μάχη είναι μπροστά μας, δεν τελείωσε.
Το όραμα της Αριστεράς να παραμείνει ζωντανό στην κοινωνία
Ύστερα από την πανελλαδική σύσκεψη των 53+ γράφτηκαν αρκετά ρεπορτάζ. Κάποια ειδησεογραφικά, αλλά και πολλά επικριτικά.
Η τελευταία πανελλαδική σύσκεψη των 53+ και η προηγούμενη, τρεις περίπου μήνες πριν, νομίζω ότι χαρακτηρίστηκαν από υψηλή πολιτική ποιότητα και ευθύνη. Όσες και όσοι δεν γνωρίζουν ή επηρεάζονται από ρεπορτάζ παραπολιτικά και παραπλανητικά, δικαιολογούνται ίσως να παρερμηνεύουν. Όσες και όσοι, όμως, θέλουν πραγματικά να γνωρίζουν, πρέπει να πούμε ότι το ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα των 53+ δεν διεκδικεί τίποτα για όσες και όσους συμμετέχουν σε αυτό. Ούτε σκοπεύει να αποτελέσει ξεχωριστό κομμάτι αυτόνομης λειτουργίας μέσα στο κόμμα ή παράλληλα με το κόμμα. Αντίθετα, είναι ρεύμα διάχυτο μέσα στο κόμμα. Πιο σωστά, είναι το ίδιο το κόμμα, μαζί με όλες τις συντρόφισσες και τους συντρόφους μέλη του, είτε ανήκουν σε τάσεις είτε όχι. Είναι μια πολιτική σκέψη που δεν έχει λόγο ύπαρξης εάν δεν διαβουλευτεί, ιδιαίτερα σε αυτή τη συγκυρία, με όλο το κόμμα για την επόμενη μέρα. Για την κομματικότητα, τη συλλογικότητα, τη συμμετοχή, τη συναπόφαση, δηλαδή για τη συνευθύνη όλων. Για να επιτευχθεί όχι μόνο βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη, αλλά μαζί το όραμα της Αριστεράς να παραμείνει ζωντανό στην κοινωνία.