Μολονότι, όπως σημειώνει στην εισαγωγή της η επιμελήτρια του τόμου Το συν-αίσθημα στο πολιτικό «η αυτονομία του συναισθήματος […] καθιστά το συναίσθημα προ- και μετα- γλωσσικό», θα ήθελα να ξεκινήσω το σημείωμά μου με μια γλωσσική παρατήρηση.
Από μια συνήθεια, μια τυποποιημένη μεταφορά, χαρακτηρίζουμε συχνά συμβάντα, όπως τον θάνατο του/της Ζακ/Ζάκι, τραγικά και τραγικό το ίδιο το θύμα. Έχει κι αλλού επισημανθεί πως το επίθετο τραγικός είναι παραπλανητικό, τονίζει τη συγκίνηση και συσκοτίζει το πολιτικό περιεχόμενο της βίας. Ωστόσο κάνει και κάτι ακόμη. Ας προσέξουμε καλύτερα τι πραγματικά λέει η μεταφορά. Κάθε φορά που κάποιος θάνατος αποκαλείται τραγικός, χρεώνεται ο νεκρός με μια βαριά, ανομολόγητη και υπερβατική ευθύνη. Η μεταφορική επίκληση της τραγωδίας σημαίνει παραπομπή σε μια αυστηρή δομή, σε ένα μυθολογικό και ανθρωπολογικό σύστημα όπου οι ενέργειες των ατόμων είναι δεμένες σε μια ακολουθία, κάθε πράξη οδηγεί στην επόμενή της και ο τραγικός ήρωας καταλαβαίνει αναδρομικά μια μοίρα που είχε υφάνει ο ίδιος με κάθε απόφασή του. Πυρήνας της τραγωδίας, τουλάχιστον στην αρχετυπική, ίσως όχι πάντα φιλολογικά ακριβή, εκδοχή της, είναι η ύβρις και η νέμεσίς της. Λέγοντας λοιπόν πως ο θάνατος του Ζακ Κωστόπουλου είναι τραγικός αποφαινόμαστε, ενδεχομένως δίχως να το καταλαβαίνουμε, πως επρόκειτο για ένα τέλος προδιαγεγραμμένο, το οποίο είχε προετοιμάσει ο ίδιος με τις πράξεις και τις επιλογές του. Και ακόμη αποφαινόμαστε πως στη δολοφονία του λανθάνει μια αρχέγονη παράβαση και μια σκληρή και δίκαιη τιμωρία. Ποια παράβαση υπονοείται άραγε; Η σεξουαλικότητα; Η εκδραμάτισή της στο drag show; Η οροθετικότητα; Η μαχητική διεκδίκηση της ορατότητας; Ονομάζοντας τον θάνατό του τραγικό, δεν συσκοτίζουμε λοιπόν απλώς την πολιτική και συστηματική βία που τον σκότωσε, την αναπαράγουμε, επαναφέρουμε ασυνείδητα την σεξουαλικότητα, την επιτελέσή της, την οροθετικότητα, τον ακτιβισμό ως μια ύβρι που επέφερε κάποια νέμεση.
Δεν είμαι ανθρωπολόγος ούτε πολιτικός φιλόσοφος και δεν θα διακινδυνέψω να σφετεριστώ αναλυτικά εργαλεία που μόνον εν μέρει και ερασιτεχνικά κατανοώ. Αλλά συνέπεσε τις ημέρες που ήμουν κι εγώ καθηλωμένος και παρακολουθούσα με συγκλονισμό τη ροή των γεγονότων να φτάσει στα χέρια μου ο τόμος που παρουσιάζουμε εδώ. Έτσι, διάβασα τα δοκίμια της συλλογής υπό το πρίσμα και το βάρος της δολοφονίας αλλά και αντίθετα, η ανάγνωση του τόμου, ερασιτεχνική το ξαναλέω, με βοήθησε κατά κάποιον τρόπο να κατανοήσω ορισμένες όψεις της πολυπλοκότητας του φοβερού αυτού γεγονότος. Θα μου επιτρέψετε λοιπόν σήμερα να θίξω τρεις από αυτές τις όψεις, παραπέμποντας για την καθεμία και σε ένα δοκίμιο του βιβλίου.
Η πρώτη όψη αφορά αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, ακολουθώντας την Ναϊσάρκι Ντάβε στο δοκίμιό της «Ινδή και λεσβία και τι συνέβη μετά: συν-αίσθημα, συμμετρία και κουίρ αναδύσεις», ανάδυση μιας ασυμμετρίας. Για να την καταλάβουμε, ας ανατρέξουμε στη μετατόπιση που σίγουρα θυμούνται όσοι παρακολούθησαν την ιστορία από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Για πολλές ώρες έχουμε μπροστά στα μάτια μας το φριχτό γεγονός ενός φόνου. Μια στιγμή παραβατικότητας στην άγρια περιοχή της Ομόνοιας που είχε αποτρόπαιη κατάληξη. Εκείνες τις ώρες συνταρασσόμαστε από την αρχέγονη και αχαλίνωτη βία της αυτοδικίας, από την απόγνωση μπροστά στην απουσία του νόμου που επιτρέπει την ανάδυση της αυτοδικίας, από τον τρόμο μπροστά στην ημιεπιβεβαιωμένη στη συνέχεια υποψία πως αυτή η αυτοδικία αντλεί με απόλυτα συγκεκριμένο και πρακτικό τρόπο νομιμοποίηση και ισχύ από το ίδιο πλέγμα μίσους, σκληρής παραβατικότητας και ανδρισμών που έχει αποτελέσει προϋπόθεση και για τη Χρυσή Αυγή. Πως μπροστά μας εκτυλίσσεται ένα φόνος στον σκοτεινό τόπο της Ομόνοιας που ταΐζει και θεριεύει το ίδιο το τέρας που τον γεννά. Συγχρόνως συνταρασσόμαστε από την αλληλεγγύη που νιώθουμε προς κάθε τρωτό και απροστάτευτο κατατρεγμένο. Εκείνες τις ώρες ο νεκρός δεν έχει όνομα και ταυτότητα είναι το θύμα μιας βίας που είναι γνωστή από το αστυνομικό δελτίο και μπορούμε να την αναλύσουμε πολιτικά ή ανθρωπολογικά με έναν αρκετά οικείο αν όχι στερεοτυπικό τρόπο.
Τη στιγμή που μαθαίνουμε ότι ο δολοφονημένος είναι ο/η Ζακ/Ζάκι βρισκόμαστε σε μια απόλυτη νοηματική και εννοιολογική ρευστότητα. Εκείνη τη στιγμή, οι σημασίες και οι ταυτότητες του κουήρ περφόρμερ, του οροθετικού ακτιβιστή, του ευάλωτου σώματος που διεκδικεί την τρωτότητά του δίνουν άλλη διάσταση στον φόνο και ταυτόχρονα αποκτούν άλλη διάσταση εξαιτίας του φόνου, νοηματοδοτούν τον φόνο επειδή ακριβώς νοηματοδοτούνται από αυτόν.
Η ινδή ανθρωπολόγος Ναϊσάρκι Ντάβε ξεκινά από τα επεισόδια που συνόδεψαν τις προβολές της ταινίας Fire στην Ινδία το 1998 και το πλακάτ «Ινδή και λεσβία» που εμφανίστηκε στις αντιδιαδηλώσεις εναντίον των ινδουιστών εθνικιστών· αναλύει την ανάδυση της ασυμμετρίας ανάμεσα στους δύο όρους, Ινδή και λεσβία, ιδιαίτερα μάλιστα στις ινδικές συνθήκες όπου ο καθορισμός γίνεται ως προς δύο κανονικότητες, από την μία ως προς την ετεροκανονικότητα της ινδικής κοινωνίας, από την άλλη «ως προς τη δυτική προσταγή (σε ένα μη δυτικό περιβάλλον) για τη δημιουργία πολιτικής ταυτότητας από το κουίρ». «Αυτό που οι ανθρωπολόγοι αποκαλούν ασυμμετρία», λέει η Ντάβε, «συνιστά μια κατάσταση συν-αισθηματικής δυναμικής όπου το παράδοξο που παραμένει άγνωστο εισέρχεται στον κόσμο της νόρμας». Η εμφάνιση του πλακάτ δεν αντιπαρέβαλε δύο ιδιότητες που διατηρούσαν την εννοιολογική και ανθρωπολογική τους αυτονομία, αντίθετα υπεισέρχονταν αμφότερες σε ένα γίγνεσθαι εξαιτίας της ανάδυσης της ασυμμετρίας τους. «[…] αυτό ακριβώς το κοινωνικό παράδοξο της ανάδυσης, όπου τα πάντα είναι δυνατά, αλλά πρέπει να επιλέξουμε κάτι λόγω της εισαγωγής μιας δυνατότητας, μετατρέπει τη ‘λεσβιακή ανάδυση’ σε θρίαμβο και μελαγχολία για οποιαδήποτε εμπλέκεται σε αυτή […] Η ανάδυση μιας νέας κοινωνικής μορφής λοιπόν διακρίνεται από μια καταστατική αμφιθυμία: ανάμεσα στον πολλαπλασιασμό της ύπαρξης, της δράσης ή της έκφρασης […] και σε ένα κλείσιμο της δυναμικής μέσω της συμμετρίας της με τις υπάρχουσες νόρμες και τους τρόπους ζωής». Η ανάδυση μιας ασυμμετρίας θέτει καταστατικά το ερώτημα: τι θα συμβεί μετά; Μετά, λέει η Ντάβε, οι ασύμμετροι όροι επανακαθορίζονται, η ασυμμετρία λύνεται στην κανονικοποίησή της.
Αξίζει ωστόσο πριν να προχωρήσω στο δεύτερο σημείο να δούμε κάτι ακόμη ως προς αυτή την ασυμμετρία που αφορά αυτή τη φορά το γνωστό και οικείο σύμπαν του καθημερινού φασισμού: Η συμπεριφορά των αστυνομικών και του ΕΚΑΒ δείχνει πως αυτές οι περιπτώσεις είναι μια άγνωστη σε εμάς, φριχτά άγνωστη, ρουτίνα. Τέτοια περιστατικά βίας και νεκρούς πρέπει να αντιμετωπίζουν τόσο συχνά ώστε η θέα και η διαχείρισή τους να έχει γίνει γραφειοκρατική διεκπεραίωση με μια βία η οποία μπορεί να ξεφεύγει από τον πειθαρχικό έλεγχο επειδή είναι καθημερινή. Ο θόρυβος γύρω από τον φόνο του Κωστόπουλου πρέπει να ήταν για τους αστυνομικούς και το ΕΚΑΒ εξίσου μια έκπληξη, μια αναπάντεχη διαταραχή. Αίφνης, ο Ζακ Κωστόπουλος που όλη του τη ζωή αγωνίστηκε για την ορατότητα, την ορατότητα των οροθετικών, την ορατότητα της σεξουαλικότητας, την ορατότητα της απόκρυψης και του drag, έκανε με τον θάνατό του ορατό και έναν άλλον σκοτεινό και αποτρόπαιο κόσμο: τον κόσμο όσων πεθαίνουν στην Ομόνοια, τη βία που αφορά μετανάστες, πρεζόνια, σεξεργάτες, απόκληρους, ένας κόσμος θανάτου σκοτεινός και καθημερινός που αίφνης απέκτησε αφήγηση.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς εξελίχθηκε το συναισθηματικό πεδίο που ορίζει την εγκληματικότητα και ορίζεται από τον φόβο απέναντι σε αυτήν, δηλαδή οι συναισθηματικές οικονομίες της ευταξίας.
Στην πραγματικότητα αυτό που μοιάζει με πραγματολογική απορία, με την περιέργεια του μεγάλου κοινού απέναντι σε ένα γεγονός του αστυνομικού δελτίου, συγκροτεί για τις συναισθηματικές οικονομίες της ευταξίας τον πυρήνα της παραβατικότητας: Τι γύρευε εκεί; Η απεδαφικοποίηση του προσώπου, το «δεν θα έπρεπε να είναι εκεί» επιτρέπει στις οικονομίες της ευταξίας να κατανοήσουν και να αρθρώσουν για ποιο λόγο η οροθετικότητα, ο κοινωνικός ακτιβισμός, η μη ετεροκανονική σεξουαλικότητα, το ντραγκ εξακολουθούν να είναι επικίνδυνες συμπεριφορές. Δεν χρειάζεται άλλη απόδειξη από το γεγονός πως το πρόσωπο που φέρει αυτά τα κατηγορήματα μπορεί να διολισθήσει στο χώρο, να βρεθεί εκεί όπου δεν θα έπρεπε να είναι. Αίφνης, η Ομόνοια που ξέρουμε, ή μάλλον η Ομόνοια που ξέρουμε ότι δεν ξέρουμε, η Ομόνοια που αποτελεί πεδίο κάθε ετερότητας η Ομόνοια που είναι ανέκαθεν τόπος προσέλευσης του ξένου, αυτή λοιπόν η Ομόνοια γίνεται επαρκής απόδειξη ενός εγκλήματος. Τι γύρευε εκεί αν ήταν αθώος;
Στο δοκίμιό της «Συναισθηματικές Οικονομίες», η Σάρα Άχμεντ, μιλά για τον τρόπο που «τα συναισθήματα παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στην «ανάδυση» ατομικών και συλλογικών σωμάτων». «Το μίσος και η αγάπη», λέει η Άχμεντ, «παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στον προσδιορισμό των σωμάτων των ατομικοτήτων και του σώματος του έθνους. Ένα υποκείμενο, ο λευκός εθνικιστής, ο μέσος λευκός άντρας, η λευκή νοικοκυρά κτλ, παρουσιάζονται σαν να απειλούνται από φανταστικές άλλες και άλλους, η εγγύτητα των οποίων απειλεί όχι μόνον να πάρει κάτι από το υποκείμενο αλλά και να πάρει την θέση του υποκειμένου». Με άλλα λόγια, ο Κωστόπουλος δεν ήρθε μονάχα να μας κλέψει τα κοσμήματα. Ήρθε να μας κάνει πούστηδες.
Από την άποψη αυτή θα μπορούσαμε να αντιπαραβάλλουμε τον φόνο του Ζακ Κωστόπουλου όχι μόνον με τον φόνο του Κωνσταντίνου Κατσίφα αλλά και του Arnaud Beltrame. Όπως θα θυμάστε, ο γάλλος ταγματάρχης Αρνώ Μπελτράμ σκοτώθηκε στις 24 Μαρτίου 2018 όταν δέχτηκε να πάρει αυτός τη θέση μιας γυναίκας που ένας ισλαμιστής εξτρεμιστής κρατούσε ως όμηρο σε ένα σουπερμάρκετ στην Τρεμπ. Η πράξη του αυτή είχε περιγραφεί με έναν απόλυτα στερεοτυπικό τρόπο τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα: ο Μπελτράμ ήταν ο γάλλος αξιωματικός με τα γαλανά μάτια που δέχτηκε ιπποτικά να θυσιαστεί για μια γυναίκα. Ακόμη περισσότερο, πολλοί διεκδίκησαν την επιβεβαίωση αυτών των στερεοτύπων ως ακριβώς την πηγή της πραγματικής δημοκρατίας: ο Μπελτράμ είναι ο αξιωματικός που πεθαίνοντας κάνει την Republique να λειτουργεί. Και εδώ ο θάνατος αρθρώνεται πάνω σε μια διπλή χωρική διολίσθηση: ο τζιχαντιστής που δεν θα έπρεπε να είναι εκεί, αλλά και ο αξιωματικός που μετακινείται στη θέση του ομήρου επειδή εκεί είναι ο ηρωικός του ρόλος. Εξυμνώντας τα γαλάζια του μάτια, την αυτοθυσία του, το ρόλο του στην Republique, η συναισθηματική οικονομία της ευταξίας αρθρώνεται πλέον και σε μια χρονική διολίσθηση: δεν θα έπρεπε να βρισκόμαστε εδώ, θα έπρεπε να βρισκόμαστε στην εποχή του Στρατηγού Ντε Γκωλ, στις απαρχές της διαταραχής του μετακαπιταλισμού, τότε που έθνος, φυλή, σεξουαλικότητα και γαλάζια μάτια είχαν ακόμη ισχύ και οι θάνατοι που προκαλούσαν δεν αμφισβητούσαν καμία τάξη.
Στο δοκίμιό της «Αδύναμη θεωρία σε έναν ημιτελή κόσμο» η Κάθλιν Στιούαρτ σημειώνει: «Ενώ λοιπόν κάποια πράγματα ξεπροβάλλουν, αυτό δεν οφείλεται στην ομοιότητα των στοιχείων ή στην παρουσία μιας πειστικής ολότητας. Οφείλεται στο γεγονός ότι στη σύνθεση δεν περιλαμβάνεται μόνον ό,τι έχει πραγματοποιηθεί αλλά και οι δυνατότητες για πληρότητα και η απειλή της εξάντλησης. Σε έναν ατελή κόσμο, η ίδια η ύλη είναι ακαθόριστη, ένα όχι ακόμα που περιβάλλει κάθε καθορισμένο πλαίσιο ή κανονικότητα, με το περιθώριο για κάτι που έχει αναβληθεί ή κάτι που δεν κατάφερε να φτάσει ή έχει χαθεί ή περιμένει στο πλάι ή είναι εκκολαπτόμενο ίσως και πιεστικό […] τα πράγματα δεν συσσωρεύονται απλώς».
Στις 28 Οκτωβρίου, σε ένα χώρο στο Μεταξουργείο, έγινε η εκδήλωση Cabaret for Zackie, ένα αυτοσχέδιο καμπαρέ, μια εναλλαγή περφόρμανς και μουσικών δράσεων που είχαν ως στόχο τους την συλλογή χρημάτων για την νομική υποστήριξη του Ζακ Κωστόπουλου. Το ίδιο βράδυ, ξετυλίγονταν οι εκδηλώσεις για την τρίτη ημέρα εγκαινίων της Μπιενάλε, που με τον τίτλο «Αντί» διατεινόταν πως «εσωτερικεύοντας, κανιβαλίζοντας, παραμορφώνοντας, τόσο την εξουσία όσο και την εξέγερση, δεν βιαζόμαστε να τις εντάξουμε σε κάποια μεγαλύτερη διαλεκτική ενότητα ή να τις υπερβούμε. Η Μπιενάλε επιδιώκει να προκαλέσει την εμπειρία της αμφισημίας, της πόλωσης, των αντιδιαμετρικών οριοθετήσεων που ενσωματώνει το ΑΝΤΙ, λιπαίνοντας τις παράδοξες προσωποποιήσεις του».
Υπήρχαν πολλά νήματα που συνέδεαν τις δύο εκδηλώσεις, κοινοί καλλιτέχνες, κοινή αισθητική και από την πολιτική τους άποψη, κοινό ας πούμε αντίπαλο: τους καθημερινούς φασισμούς, τις λογοθετικές κατασκευές της νέας δεξιάς, τη συμπλοκή των πειθαρχήσεων και κανονικοποιήσεων του σώματος με τις πολιτικές κανονικοποιήσεις του δημόσιου χώρου. Ωστόσο είχαν μια τεράστια διαφορά και θα μου επιτρέψετε να την επισημάνω κλείνοντας. Το επιμελητικό κείμενο της Μπιενάλε ξεκινά με την πρόταση: «Η 6η Μπιενάλε της Αθήνας φλερτάρει με τον όρο, τη στάση, την (α)δυνατότητα του ANTI. Ρωτάει: Πώς λειτουργεί η εναντίωση σήμερα; Τι ταυτότητες κατασκευάζει;» Η εκδήλωση του Cabaret for Zackie δεν εξέταζε καμία κανονικοποίηση του ΑΝΤΙ. Ανταποκρινόταν σε έναν συγκεκριμένο φόνο και μιλούσε για τις δομές που τον κατέστησαν δυνατό. Το Καμπαρέ βασιζόταν στο ενεργοποιημένο συναίσθημα των συμμετεχόντων. Όχι, σε μια μεγάλης κλίμακας χρηματοδοτούμενου από το Ίδρυμα Ωνάση αναστοχασμό. Και αίφνης ο χρόνος παρουσίας τους δεν ήταν ο χρόνος της καλλιτεχνικής κοινότητας, ο χρόνος ενός ινσταγκραμίσιμου ηβέντ. Ήταν ο χρόνος εντός του οποίου συγκροτείται η κοινότητα.