Το κεφάλι πάνω, τα πόδια κάτω
Εάν τίθεται σήμερα, με το 31,5%, ένα θέμα αντιστοίχισης του ΣΥΡΙΖΑ με την εκλογική του επιρροή, δεν θα έπρεπε να έχει τεθεί με την ίδια βαρύτητα πριν από πέντε χρόνια, όταν το ποσοστό του ήταν 36%; Δεν ήταν πιο επιτακτική αυτή η ανάγκη τότε, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πιο μικρός οργανωτικά και πιο αδύναμος πολιτικά; Φαίνεται πως το γεγονός ότι στις διπλές εκλογές του 2015 ήταν πρώτο κόμμα και μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ, κατέστησε το πρόβλημα αυτό μη υπάρχον. Δεν είναι άδικο, λοιπόν, να βγάλει κάποιος το συμπέρασμα ότι δεν είναι κατά βάση το υπαρκτό ζήτημα της αναντιστοιχίας που προκαλεί το άνοιγμα, επιτέλους, της ζωτικής αυτής συζήτησης για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η αποτυχία του να αντιμετωπίσει την επιστροφή της ΝΔ.
Δύο λάθη σε ένα
Αν πράγματι αυτό ισχύει, τότε γίνονται αυτή την ώρα δύο πολύ σοβαρά λάθη στο χειρισμό των ζητημάτων που θα έπρεπε να απασχολούν πρωτίστως την ηγεσία, αλλά και το σύνολο του κόμματος. Πρώτον, τίθεται σε λάθος βάση ένα ζωτικό για τον ΣΥΡΙΖΑ θέμα, το θέμα της ανάπτυξής του, του μεγέθους του και της ικανότητάς του να δίνει νικηφόρες μάχες σε αντίξοες συνθήκες. Και εφόσον τίθεται σε λάθος βάση, δηλαδή με αφορμή την αποτυχία και όχι την επιτυχία, περιορίζονται οι δυνατότητες για μια ορθή αντιμετώπιση. Δεύτερον, μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και σχεδόν δεν αναφέρεται, μόλις που υπονοείται, ότι το βασικό ερώτημα τόσο για τις εκλογικές επιτυχίες όσο και για τις αποτυχίες, σχετικές ή απόλυτες, είναι πρωτίστως η επάρκεια της πολιτικής, της εφαρμοσμένης, της εξαγγελλόμενης, της αναπροσαρμοζόμενης, και δευτερευόντως του οχήματος που την υπηρετεί. Εκτός αν κάποιος υπαινίσσεται ότι όλα ήταν καλά καμωμένα και απλώς δεν είχαμε το κατάλληλο όχημα.
Γιατί, λοιπόν, δεν ξεκινάμε βάζοντας το κεφάλι πάνω και τα πόδια κάτω, δηλαδή συζητώντας για την πολιτική, αυτή που εφαρμόστηκε και αυτή που θα εφαρμοστεί; Δεν είναι αυτονόητο ότι από μια τέτοια συζήτηση θα προκύψει σαν λογική συνεπαγωγή και τι είδους κόμμα είναι αυτό που μπορεί να υπηρετήσει τη συγκεκριμένη πολιτική; Τι υποχρεώσεις εγείρει για το σύνολο του οργανισμού, αλλά και ειδικότερα για την ηγεσία του;
Ιδρυτικά, και επανιδρυτικά, χαρακτηριστικά
Είναι πολύ πιθανό η αντιστροφή των όρων του προβλήματος να οφείλεται σε έναν δικαιολογημένο φόβο, αφενός να ανοίξει μια ατέρμονη συζήτηση χωρίς αποτέλεσμα, αφετέρου να ξεκινήσει ένας οργανωτίστικος αγώνας δρόμου χωρίς ίχνος πολιτικού περιεχόμενου. Η μόνη άμυνα που μπορεί να έχει κάποιος απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση, είναι η ενίσχυση της πεποίθησης ότι πολιτική αποσαφήνιση και οργανωτική ανάπτυξη, αυτά τα δύο, ή γίνονται παράλληλα και ταυτόχρονα ή δεν συμβαίνουν. Και για να μην πηγαίνουμε μακριά, ας αναλογιστούμε πώς ξεκίνησε και πώς προχώρησε και τελικά πώς απέδωσε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, ένα εγχείρημα κατά πολύ δυσκολότερο από το σημερινό. Η επιτυχία του, πάντως, αναμφισβήτητα οφείλεται στο γεγονός ότι αναζητήθηκε μια κοινή πολιτική βάση και στόχευση, ενώ ταυτόχρονα επιδιώχθηκε σ’ αυτή την αναζήτηση της κοινής βάσης η συνάντηση των πιο διαφορετικών εκδοχών της ευρύτατης αριστεράς. Οσο κι αν άλλαξε αυτό το κόμμα και η πολιτική του στο διάστημα των πέντε τελευταίων χρόνων, αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά του εξακολουθούν να συνιστούν ιδρυτικά – και επανιδρυτικά – για τη φυσιογνωμία του στοιχεία. Αυτά του επέτρεψαν να μη φοβάται να αντιμετωπίζει διλήμματα, να το κάνει στη βάση μιας πολιτικής συζητημένης, ευρύτερα αποδεκτής, μέσα από πολιτικές διαδικασίες που αφορούν το σύνολο του κομματικού οργανισμού και όχι ένα κλειστό αριθμό στην κορυφή του.
Το δρομολόγιο δίνει το όχημα
Είναι θεμιτό να αναρωτιέται ο καθένας σε κρίσιμες καμπές τι κόμμα χρειάζεται. Εκείνο που μπορεί να θεωρηθεί αδιανόητο, είναι να το κάνει χωρίς να αναρωτηθεί ποια πολιτική λειτουργία οφείλει να επιτελεί ένα κόμμα της αριστεράς στις σημερινές συνθήκες εκλογικής επικράτησης μιας δεξιάς με ρεβανσιστικές διαθέσεις και νεοφιλελεύθερες και εθνικιστικές προθέσεις, μετά από μια τετραετία με κυβέρνηση της αριστεράς.
Αν ο ρόλος του είναι να περιμένει το πλήρωμα του χρόνου, ώστε τη στιγμή των εκλογών να επιδιώξει τη συσπείρωση του μέγιστου αριθμού ψηφοφόρων, τότε δεν χρειάζονται φοβερές αλλαγές. Υπάρχει αρκετή, αρνητική, εμπειρία από την τετραετία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όπου η αναγκαία σ’ ένα βαθμό απορρόφηση από το κυβερνητικό έργο άφησε χωρίς βοήθεια το κόμμα, με αποτέλεσμα να ηττηθεί από έναν πολύ καλύτερα οργανωμένο και ιδεολογικά συγκροτημένο αντίπαλο, τη ΝΔ, στις ευρωεκλογές. Και να χτυπήσει συναγερμός για τον ελάχιστο χρόνο των τριών εβδομάδων μέχρι τις εθνικές, που έδωσε το ενθαρρυντικό αποτέλεσμα του 31,5%. Μπορεί και πάλι να διασωθεί, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι έτσι θα ηττηθεί ο αντίπαλος.
Αν ο ρόλος του είναι να συγκροτήσει αυτό το ενθαρρυντικό και σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων σε κοινωνική δύναμη που υπερασπίζεται τις κατακτήσεις της από την επίθεση της κυβερνώσας ΝΔ, και να οργανώσει σ’ αυτή τη βάση τη διεύρυνση της εκλογικής επιρροής του, τότε χρειάζεται κόμμα μαζικό, με κοινωνική αγκύρωση, με οργανωτικές ικανότητες, ιδεολογική συγκρότηση, προγραμματική επάρκεια, πλειοψηφική ταξική αναφορά, διαχρονική υπόσταση, με όραμα κοινωνικής αλλαγής και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, ικανό να συμμαχεί με τις διαθέσιμες πολιτικές δυνάμεις συγκροτώντας τον κυρίαρχο πολιτικό και κοινωνικό συνασπισμό. Κόμμα που η κοινωνική πλειοψηφία το νιώθει αποτελεσματικό υπερασπιστή των συμφερόντων της και μπορεί να του εμπιστευτεί την κυβέρνηση της χώρας.
Συναντούμε συχνά την ψευδή εντύπωση ότι παλιότερα το ΠΑΣΟΚ και σήμερα η ΝΔ απόκτησαν τη δύναμή τους κυρίως με την υποστήριξη των μίντια και με έξυπνες επικοινωνιακές κινήσεις. Κάποια προκατάληψη ή και άγνοια κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι αρκεί να απευθυνθείς σ’ ένα ευρύτατο ακροατήριο και τα άλλα έρχονται μόνα τους. Δεν έχουν συνείδηση της οργανωτικής προσπάθειας και της ευρύτατης κοινωνικής δικτύωσης που οφείλει να συνοδεύει την υποστήριξη αυτή. Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ φυλλορρόησε και με σχετική ευκολία μετακινήθηκαν πρώην ψηφοφόροι του στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν σημαίνει ότι το φαινόμενο μπορεί να επαναληφθεί με τη ΝΔ. Δείτε την ενδιαφέρουσα ανάλυση του Κ. Δοξιάδη στην « ΕφΣυν» (16/7). Οποιος πιστεύει ότι η εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία «από το λαό» το 2016 ήταν που έδωσε τη νίκη στη ΝΔ, είναι καταδικασμένος να τη βλέπει για πολύ ακόμα να κυβερνά.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή