Micro

Οι τέσσερις χρεοκοπίες του Ντόναλντ Τραμπ

 

«Εκατοντάδες επιχειρήσεις έχουν χρεοκοπήσει, χρησιμοποίησα το νόμο τέσσερις φορές κι έκανα κάτι καταπληκτικό. Στις επιχειρήσεις είμαι. Τα κατάφερα πολύ καλά».

Μετά τον Μιτ Ρόμνι, τον μεγαλοεπιχειρηματία που κερδίζει το ψωμί του αποκτώντας υγιείς εταιρείες, διώχνοντας το μισό τους προσωπικό και μειώνοντας τους μισθούς στο άλλο μισό, για να τις πουλήσει στη συνέχεια με τεράστιο κέρδος, οι Αμερικανοί φέτος θα έχουν την ευκαιρία να ψηφίσουν για πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ, άλλον έναν νάρκισσο μεγαλοεπιχειρηματία που δεν αναλαμβάνει ποτέ καμία ευθύνη για τις κοινωνικές καταστροφές που προκαλεί.

Ο πατέρας του Ντόναλντ Τραμπ είχε δημιουργήσει μια τεράστια κτηματομεσιτική επιχείρηση, που άξιζε 200 εκατ. δολάρια όταν πέθανε το 1974, και ο γιος του κληρονόμησε περίπου 40 εκατ. δολάρια. Ύστερα από μόλις οχτώ χρόνια, η περιουσία του ανερχόταν στα 200 εκατ. δολάρια. Σήμερα η αξία του βρίσκεται στα τρία δισεκατομμύρια δολάρια περίπου, αν και ο ίδιος διακηρύσσει ότι ανέρχεται στα οκτώ. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι, αν αντί να κάνει τον μεγαλοεπιχειρηματία, είχε επενδύσει σε κάποιον από τους μεγάλους δείκτες του χρηματιστηρίου, θα είχε κερδίσει περίπου τα ίδια χρήματα, οπότε καλύτερα να τα είχε επενδύσει στο χρηματιστήριο.

Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κηρύξει χρεοκοπία για ορισμένες από τις επιχειρήσεις του το 1991, το 1992, το 2004 και το 2009. Τέσσερις χρεοκοπίες μέσα σε 18 χρόνια είναι αντικειμενικά πολλές, αλλά από ό,τι φαίνεται αυτό δεν πτοεί ούτε αυτόν, ούτε τους φίλους του που επενδύουν πάνω του. Όλες αφορούσαν καζίνα και ξενοδοχεία στη Νέα Υόρκη, στο Ατλάντικ Σίτι και στην Ιντιάνα.

Η πρώτη χρεοκοπία του Τραμπ ήταν και η πιο σημαντική σε σχέση με τις επιπτώσεις της. Είχε χρηματοδοτήσει με ομόλογα, με το τεράστιο επιτόκιο του 14%, την κατασκευή του καζίνου Trump Taj Mahal (μάλλον δεν είναι πολύ καλή ιδέα να δίνει κανείς το όνομα ενός μαυσωλείου στην επιχείρησή του), το οποίο κόστισε ένα δισεκατομμύριο δολάρια και άνοιξε το 1990. Το 1991 το καζίνο είχε ήδη συσσωρεύσει τρία δισεκατομμύρια δολάρια σε χρέη, από τα οποία τα 900 εκατ. ήταν προσωπικά κεφάλαια του Τραμπ. Τα περισσότερα κεφάλαια –400 εκατ. δολάρια– τα είχε δανειστεί από τον «ακτιβιστή» επενδυτή Καρλ Άικαν, τον οποίο προορίζει για υπουργό Οικονομικών εάν εκλεγεί πρόεδρος. Έτσι, κήρυξε χρεοκοπία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να χάσει το μισό ποσοστό του από το καζίνο, μια αερογραμμή που είχε, το 86 μέτρων γιοτ του, αλλά και μερικές άλλες επιχειρήσεις. Πήρε το μάθημά του όμως, και ως καλός επιχειρηματίας από τότε ποτέ δεν ξαναχρησιμοποίησε την προσωπική του περιουσία ως εγγύηση για δάνειο που πήρε.

Η δεύτερη χρεοκοπία του Ντόναλντ Τραμπ ήρθε λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, και αφορούσε το ξενοδοχείο Trump Plaza στη Νέα Υόρκη, το καζίνο και ξενοδοχείο Trump Plaza στο Ατλάντικ Σίτι, όπως και το καζίνο και ξενοδοχείο Trump’s Castle. Το 1988 είχε δώσει το εξωφρενικό ποσό των 390 εκατ. δολαρίων για να αγοράσει το ιστορικό νεοϋορκέζικο ξενοδοχείο και μέχρι το 1992 η επιχείρηση είχε συσσωρεύσει χρέος 550 εκατ. Το αποτέλεσμα της χρεοκοπίας ήταν να χάσει το 49% του ποσοστού του στο Trump Plaza, έσωσε όμως τα καζίνα. Παρέμεινε στο ξενοδοχείο ως διευθύνων σύμβουλος, είχε όμως διακοσμητικό χαρακτήρα, αφού ούτε μισθό έπαιρνε, ούτε είχε ρόλο στη λήψη των αποφάσεων που αφορούσαν τη λειτουργία του ξενοδοχείου.

Η ίδια επιχείρηση ‒τα ξενοδοχεία και καζίνα Τραμπ‒ χρεοκόπησε εκ νέου το 2004. Στα προαναφερθέντα Trump Plaza, Trump Taj Mahal και Trump Marina (πρώην Trump’s Castle) στο Ατλάντικ Σίτι, είχε προσθέσει και ένα ποταμόπλοιο-καζίνο στην Ιντιάνα. Τα συσσωρευμένα χρέη αυτήν τη φορά είχαν φτάσει το δυσθεώρητο, ακόμα και για τον Τραμπ, ύψος του 1,8 δισ. δολαρίων. Η αναδιάρθρωση του χρέους τον άφησε με ποσοστό 27%, από 47%, στην επιχείρηση, ενώ έδωσε και 72 εκατ. από την τσέπη του. Κέρδισε όμως χαμηλότερο επιτόκιο στο υπόλοιπο χρέος, χρηματοδοτική γραμμή 500 εκατ. δολαρίων, και παρέμεινε ο μεγαλύτερος μέτοχος αλλά και επικεφαλής των επιχειρήσεων. Ο ίδιος δήλωνε μάλιστα ότι η εταιρεία αντιπροσώπευε λιγότερο από το 1% της περιουσίας του, ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για τεχνικό ζήτημα κι ότι τελικά δεν είναι αποτυχία αλλά επιτυχία (!).

Το 2009 ήρθε η πιο πρόσφατη χρεοκοπία του και το τέλος για την ενασχόλησή του με την πόλη αναψυχής που λέγεται Ατλάντικ Σίτι. Σε ένα πρόσφατο ντιμπέιτ ανάμεσα σε ρεπουμπλικάνους υποψηφίους για το χρίσμα της προεδρίας των ΗΠΑ δήλωσε ότι «ήταν έξυπνο εκ μέρους μου που ξεφορτώθηκα πολύ χρέος από τα βιβλία μου, όταν παράτησα το Ατλάντικ Σίτι προτού καταρρεύσει τελείως». Προφανώς δεν ένιωθε καμία υποχρέωση απέναντι σε μια πόλη που του έδωσε εκατοντάδες εκατομμύρια. Το Δεκέμβρη του 2008 η Trump Entertainment Resorts (πρώην Trump Hotel and Casino Resorts) έχασε μια πληρωμή στους πιστωτές ύψους 53,1 εκατ. δολαρίων. Οι επενδυτές έτρεχαν να φύγουν και η τιμή της μετοχής έπεσε από τα τέσσερα δολάρια στα 25 σεντς. Ο Τραμπ παραιτήθηκε από πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου. Παρ’ όλα αυτά, το υπόλοιπο διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε ότι θα στοίχιζε περισσότερο να αλλάξουν τα ονόματα των επιχειρήσεων και να δημιουργήσουν μια νέα φίρμα από το μηδέν, παρά να κρατήσουν το «Τραμπ». Λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο όμως, που τους έκανε αγωγή ζητώντας 100 εκατ. δολάρια επειδή απαξίωναν την επωνυμία «Τραμπ». Η αγωγή διευθετήθηκε με τον Τραμπ να κρατάει το 10% της επιχείρησης.

«Σταματήστε να λέτε ότι χρεοκόπησα. Ποτέ δεν χρεοκόπησα, απλώς, όπως πολλοί μεγάλοι επιχειρηματίες, χρησιμοποίησα τους νόμους προς επιχειρηματικό μου όφελος ‒ ξύπνιος!» δήλωσε στο τουίτερ.

Ο 69χρονος πια Τραμπ συνεχίζει να διαφημίζει τον εαυτό του στο έπακρο, προκειμένου να επιβιώνει ως μεγαλοεπιχειρηματίας. Δεν χάνει ευκαιρία να προβάλει τα προσόντα του, αλλά και με κάθε τρόπο να μένει στην επικαιρότητα προκειμένου να δίνει προστιθέμενη αξία στη φίρμα του. Με την εμπιστοσύνη που ο ίδιος δημιουργεί στους άλλους για το όνομά του, βρίσκει κεφάλαια, κλείνει δουλειές και επιβιώνει από τις χρεοκοπίες.

Δυστυχώς γι’ αυτόν, οι πολλές του χρεοκοπίες είναι σοβαρό εμπόδιο για τις επιδιώξεις του. Άλλωστε, από τις εταιρείες που έχουν κεφάλαια μεγαλύτερα του ενός δισεκατομμυρίου στην Αμερική, το ποσοστό αυτών που έχουν χρεοκοπήσει τα τελευταία χρόνια με δυσκολία αγγίζει το 20%. Με αυτό το δεδομένο, το Bankruptcy.com τον κατέταξε στην κορυφαία θέση των χρεοκοπημένων τις τελευταίες δεκαετίες. Έτσι, είναι δύσκολη η προσπάθειά του να πείσει ότι η χρεοκοπία είναι απλώς ένα εργαλείο που «πολλοί μεγάλοι επιχειρηματίες χρησιμοποιούν προκειμένου να απελευθερώνουν κεφάλαια και να αναπτύσσουν τις επιχειρήσεις τους». Όσο κι αν υποστηρίζει ότι «οι χρεοκοπίες δεν αφορούν εμένα αλλά τις επιχειρήσεις. Χρησιμοποίησα τους νόμους προς όφελος δικό μου αλλά και προς όφελος των υπολοίπων, όπως έχουν κάνει πολλοί κορυφαίοι επιχειρηματίες».

Όσον αφορά τους πιστωτές, δεν τους δείχνει καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια. Πιστεύει ότι φέρουν σημαντικό κομμάτι της ευθύνης για τις χρεοκοπίες, καθώς υπερχρέωναν μια επιχείρηση στην αναζήτηση εύκολου κέρδους που θα τους απέφερε εκείνος με τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Σύμφωνα με τον Τραμπ, οι πιστωτές –τράπεζες, εργαζόμενοι, προμηθευτές– που βλέπουν τα κεφάλαιά τους να γίνονται ατμός «δεν είναι μωρά, είναι αδίστακτοι, δεν πρόκειται για καλούς, γλυκούς ανθρωπάκους», όπως δήλωσε σε πρόσφατο ντιμπέιτ.

Το οξύμωρο είναι ότι ο Τραμπ εκμεταλλεύεται ως επί το πλείστον το αφήγημα του trickle-down για να στηρίξει τη θέση του, και κατ’ επέκταση την προσπάθειά του να γίνει πρόεδρος. Προσπαθεί να δημιουργήσει την εικόνα του ικανότατου, δραστήριου, επιθετικού επιχειρηματία που είναι ικανός για τα καλύτερα, που δεν υπάρχουν όρια γι’ αυτόν. Όντως, παρά τις αποτυχίες και την εμφανή του προσπάθεια να προωθήσει τη φίρμα του μέσα από την προεκλογική του εκστρατεία –την οποία δάνεισε με 17,5 εκατ. δολάρια που θα εισπράξει από τις εισφορές των υποστηρικτών του (!)– δείχνει να πείθει πολύ κόσμο ότι είναι ικανότατος διαχειριστής, ότι δημιουργεί πλούτο όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους. Όλα αυτά ενώ ο μέσος Αμερικανός βρίσκεται πολύ συχνά πνιγμένος στα χρέη, αφού οι μισθοί έχουν πέσει πολύ υπό τη διαρκή απειλή της μακροχρόνιας ανεργίας, και χωρίς την ελπίδα να του δίνονται ευκαιρίες κάθε φορά που αποτυγχάνει, όπως στον πορτοκαλί υποψήφιο με το περουκίνι. Κάπως έτσι έφτασε να διακηρύξει σε πρόσφατη προεκλογική του ομιλία ενώπιον αλαλάζοντος πλήθους οπαδών του ότι, παρ’ όλες τις θεαματικές αποτυχίες του και τις ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα του, «θα μπορούσα να σταθώ στη μέση της 5ης Λεωφόρου, να πυροβολήσω κάποιον, και πάλι να μη χάσω ψήφους».

 

Ο Κώστας Ψιούρης είναι δημοσιογράφος