Φελισμπέρτο Ερνάντες «Κανείς δεν άναβε τα φώτα» (μτφ. Γεωργία Ζακοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο, 2020)
Η Ουρουγουάη είναι σχετικά μικρή χώρα, με πληθυσμό περίπου 3,5 εκατομμύρια. Αυτή η μικρή χώρα, όμως, έχει μια από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές παραδόσεις στην ήπειρο της Λατινικής Αμερικής, καθώς εκεί έχουν γεννηθεί μεγάλοι συγγραφείς που έχουν αφήσει πολύ βαθύ αποτύπωμα στη λατινοαμερικάνικη και την παγκόσμια λογοτεχνία, όπως, για παράδειγμα, ο Οράσιο Κιρόγα, ο Μάριο Μπενεδέτι, ο Εδουάρδο Γκαλεάνο και ο (κορυφαίος, ίσως) Χουάν Κάρλος Ονέτι (παρεμπιπτόντως, στην Ουρουγουάη γεννήθηκε και ο Λοτρεαμόν, όταν ο πατέρας του δούλευε στο γαλλικό προξενείο). Σημαντική ψηφίδα της πλούσιας αυτής παράδοσης είναι και ο Φελισμπέρτο Ερνάντες: ένας λιγότερο γνωστός συγγραφέας ίσως, που από πολλούς όμως θεωρείται κλασικός και για του οποίου την ιδιαίτερη, ιδιότροπη θα μπορούσε να την πει κανείς, λογοτεχνία υπάρχει πια ένα όλο και μεγαλύτερο διεθνές ενδιαφέρον.
Ο Φελισμπέρτο Ερνάντες γεννήθηκε το 1902 στο Μοντεβιδέο και πέθανε το 1964. Μουσικός, πιανίστας και συνθέτης, ξεκίνησε μάλιστα παίζοντας πιάνο στις κινηματογραφικές αίθουσες του Μοντεβιδέο για να συνοδεύει μουσικά τις ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Ως συγγραφέας εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1925.
Τα διηγήματα του Ερνάντες είναι κατά κανόνα πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που εκκινούν από την προσωπική εμπειρία, το βίωμα και τις αναμνήσεις. Από εκεί, ο αφηγητής αρχίζει να ξεγυμνώνει την ψυχή του γλιστρώντας σε ταξίδια στη σκέψη, σε προσωπικούς κόσμους («σκεφτόμουν ότι ο κόσμος στον οποίο εκείνη κι εγώ είχαμε συναντηθεί ήταν απαραβίαστος […] με το φως μου είχα διεισδύσει σ’ έναν κόσμο κλειστό για όλους»), σε οδυνηρές ενδοσκοπήσεις, σε δαιδαλώδεις ψυχολογικές και νοητικές διαδρομές. Με ματιά λοξή, κάποτε με ιδιόρρυθμες διατυπώσεις και φράσεις, οι αφηγητές χάνονται σε επιθυμίες και σε φαντασιώσεις και σε σκέψεις καταπνιγμένες και καταχωνιασμένες στα βάθη της ψυχής τους, που ξεπηδάνε, ξεχύνονται, πολλές φορές στρεβλές και παραμορφωμένες, δημιουργώντας καταστάσεις όπου το έκκεντρο αιφνιδιαστικά ενώνεται με το «κανονικό» για να το υπονομεύσει και να το αποσυνθέσει. Διηγήματα με ελάχιστη πλοκή που αναδίδουν μια διάχυτη μελαγχολική ατμόσφαιρα, ιστορίες που κινούνται στο ημίφως, σε μια ασαφή και θολή επικράτεια που βρίσκεται κάπου μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, μεταξύ φαντασίας και ρεαλισμού, μεταξύ παραίσθησης και διαύγειας, ή μάλλον σε μια επικράτεια που είναι όλα αυτά ταυτόχρονα: κόσμοι που μοιάζουν με ένα παιχνίδι με πολλαπλά κάτοπτρα μεταξύ μνήμης, πραγματικότητας, φαντασίας, μυθοπλασίας: τίποτα δεν εκπλήσσει, τίποτα δεν βρίσκεται εκτός της υποκειμενικής πραγματικότητας των αφηγητών του Ερνάντες.
Το όνειρο και η πραγματικότητα
Στους κόσμους του Ερνάντες, συναντάμε ανθρώπους που ζουν ή που με κάποια αφορμή αρχίζουν να ολισθαίνουν σε ένα δικό τους σύμπαν, μεταφορικά ή και κυριολεκτικά, συναντάμε όμως και ένα μπαλκόνι που αυτοκτονεί από ερωτική ζήλια, συναντάμε και τον αφηγητή που θα ξεκινήσει την ιστορία του λέγοντας «πάνε μερικά καλοκαίρια τώρα, που άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάποτε ήμουν άλογο». Συναντάμε το κορίτσι που θα πει ότι «τα αντικείμενα αποκτούσαν ψυχή μόλις άρχιζαν να έχουν σχέση με ανθρώπους», εννοώντας το όμως με μια έννοια κυριολεκτική, συναντάμε και ανθρώπους που τους προσβάλλει «η νόσος της σιωπής», καθώς βουλιάζουν στον εαυτό τους «σαν σε βάλτο». Ένα κομμάτι εφημερίδα ή μια πράσινη πέτρα σε μια καρφίτσα δίνουν το έναυσμα για ένα ταξίδι με άγνωστο τέλος στον κόσμο των αναμνήσεων που «ζούσαν καταχωνιασμένες σε μια γωνιά της ύπαρξης» του αφηγητή, «σαν σε χαμένο χωριουδάκι. Ένα χωριουδάκι αύταρκες, αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο», ένα χωριουδάκι με ιδρυτές τις «παιδικές αναμνήσεις» του αφηγητή, στο οποίο όμως εδώ και χρόνια «κανείς δεν έχει γεννηθεί ούτε έχει πεθάνει εκεί». Στο σκοτεινό και παράξενο σύμπαν του Ερνάντες μπορεί μια μουσική εκπομπή να μεταδίδεται με ένεση, ενώ όταν ένας νέος που «φιλοδοξούσε να συλλάβει μια ιστορία και να τη φυλακίσει σ’ ένα τετράδιο» κάθεται να γράψει, μπαίνει σε μονοπάτια που δεν ξέρει πού θα τον βγάλουν καθώς συνειδητοποιεί πως οι αναμνήσεις του δεν μπορεί παρά να είναι παραμορφωμένες.
Μια ιδιαίτερη περίπτωση
Ο Ερνάντες ορίζεται συχνά ως συγγραφέας του φανταστικού, αν και ο στενός κορσές αυτού του ορισμού (ή και οποιουδήποτε ορισμού) ίσως τον αδικεί. Η λογοτεχνία που έγραψε δύσκολα ταξινομείται. Ο Ίταλο Καλβίνο, που τον θαύμαζε και προλόγισε την ιταλική έκδοση του Κανείς δεν άναβε τα φώτα, γράφει ότι «ο Φελισμπέρτο Ερνάντες είναι ένας συγγραφέας που δεν μοιάζει με κανέναν άλλο ευρωπαίο ή λατινοαμερικάνο συγγραφέα», αποκαλώντας τον μάλιστα «ελεύθερο σκοπευτή» που «διαφεύγει από κάθε είδους κατηγοριοποίηση και χαρακτηρισμό». Η μεταφράστρια του βιβλίου, που περιγράφει πολύ γλαφυρά τη γνωριμία της με αυτόν τον «άγνωστο», έχει συμπεριλάβει στο κατατοπιστικό επίμετρό της τον πρόλογο που είχε γράψει σε βιβλίο του Ερνάντες ένας άλλος θαυμαστής του: ο Χούλιο Κορτάσαρ. Γράφει λοιπόν ο Κορτάσαρ: «Μοναχικός μέσα στην ίδια του τη χώρα, την Ουρουγουάη, ο Φελισμπέρτο δεν υποτάσσεται στα ρεύματα της εποχής και ζει όλη του τη ζωή αναδιπλωμένος στον εαυτό του, με μοναδική του έγνοια τις εσωτερικές αναζητήσεις του που τον αποτραβούν από την αδιάφορη και ανούσια καθημερινότητα».
Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τον Ερνάντες έχει πάλι αυξηθεί, ωστόσο παραμένει πάντα ένας συγγραφέας σχετικά λίγο γνωστός. «Ο Φελισμπέρτο δεν ήταν ούτε είναι ένας συγγραφέας για τους πολλούς», είχε γράψει σε άρθρο του ο Χουάν Κάρλος Ονέτι, που αγαπούσε το έργο του Ερνάντες. Αυτό μάλιστα το αποδίδει, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι ο Ερνάντες ήταν ένας άνθρωπος πολιτικά πολύ συντηρητικός, κάτι που έχει κάνει πολλούς να αναρωτιούνται για το πώς ταίριαζε η πολιτική του στάση με τη λογοτεχνική του πορεία (ένα θέμα που, προφανώς, δεν θα κλείσει ποτέ, ένα ερώτημα που θα συζητιέται εσαεί, κάθε φορά που διαβάζουμε Μπόρχες ή Μισίμα…). Στα βιβλία του ωστόσο ο Ερνάντες δεν θίγει ποτέ θέματα πολιτικά ή κοινωνικά («ο Φελισμπέρτο δεν αφήνεται ποτέ να διερωτηθεί για τα όσα συμβαίνουν στη χώρα του τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, και θα έλεγε κανείς ότι το βλέμμα του σταματάει στους τοίχους που τον περιστοιχίζουν», γράφει ο Κορτάσαρ).
Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο είχε κυκλοφορήσει το 2003 μια συλλογή διηγημάτων με τον ίδιο τίτλο, εξαντλημένη πια από την αγορά. Η παρούσα έκδοση, σε ξανακοιταγμένη μετάφραση από τη μεταφράστρια, περιλαμβάνει το πλήρες περιεχόμενο της ομότιτλης πρωτότυπης συλλογής. Σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση, περιλαμβάνει τέσσερα διηγήματα παραπάνω και δύο λιγότερα, τα οποία προέρχονταν από άλλη συλλογή διηγημάτων.