Επτά μήνες μετά τις πρόσφατες εκλογές, πέντε χρόνια μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, στις 25 Ιανουαρίου το 2015, και δέκα χρόνια μετά τη βαθιά πολιτική κρίση ως συνέπεια της χρεοκοπίας, αναδεικνύεται και τίθεται ένα πολυσύνθετο κεντρικό ερώτημα: παρά τη φαινομενική ηρεμία που επικρατεί, έχει αποκατασταθεί η σταθερότητα του πολιτικού σκηνικού; Πιο σωστά, έχουν εκλείψει οι παράγοντες που οδήγησαν σε κρίση το πολιτικό σύστημα;
Εάν η απάντηση είναι «όχι», που έτσι φαίνεται να είναι, μπορεί και πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει πόλο έλξης μιας ευρύτερης «προοδευτικής παράταξης», με χαρακτηριστικά Κεντροαριστεράς ή μπορεί και πρέπει να επιχειρήσει να ανακτήσει και να ανασυνθέσει, στις σύγχρονες συνθήκες, τα στοιχεία μιας δημοκρατικής και ανοιχτής βέβαια, αλλά σαφώς ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως αυτά τουλάχιστον τον προσδιόριζαν μέχρι το 2015; Και ποια από τις δύο –ή μήπως κάποια άλλη τρίτη– επιλογές μπορεί να οδηγήσει στην ανασυγκρότηση και στην ανάκαμψη όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της ελληνικής κοινωνίας;
Αντί η συζήτηση να επικεντρωθεί σε αυτό το ζήτημα, συχνά ξεστρατίζει στην άγονη παράκαμψη για το ποιος θέλει πραγματικά τη διεύρυνση και τη μαζικοποίηση του κόμματος και ποιος όχι, διαμορφώνοντας έτσι ανύπαρκτα διλήμματα και αντίπαλα εχθρικά μέτωπα, που δεν αντιστοιχίζονται με την κρίσιμη πραγματικότητα. Για να επικεντρωθεί όμως η συζήτηση στην ουσία, πιστεύω ότι χρειάζεται πρώτα να συμφωνήσουμε αν υπάρχει κοινός τόπος στις παραδοχές που έχουμε κάνει στην πράξη. Παραδοχές που έχουν να κάνουν κυρίως με τις κρίσιμες επιλογές που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υλοποίησε στη διάρκεια της κυβερνητικής μας θητείας, επιλογές που –θέλουμε δεν θέλουμε– θα μας καθορίζουν για καιρό ακόμα.
Μετά από 10 χρόνια εξαναγκαστικών μνημονιακών πολιτικών, το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα έχει υλοποιηθεί, έστω και αν δεν έχει εμπεδωθεί και ορθά εξακολουθεί να αμφισβητείται. Στη στρατηγική αυτή, με σοβαρές αντιστάσεις και αποστάσεις βέβαια, «συνεισέφερε» και ο ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση του ως διαχειριστή του κράτους, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες που κατέβαλε να αμβλύνει τις επιπτώσεις στον κόσμο της εργασίας που απορρέουν από την κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου και τη μεταφορά των βαρών στις πλάτες της μισθωτής εργασίας, των συνταξιούχων και των μικρών επιχειρηματιών.
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, στη διάρκεια της πενταετούς διακυβέρνησης, οδήγησε μεγάλο κομμάτι των κοινωνικών στρωμάτων, που είχαν επενδύσει τις προσδοκίες τους στην υπέρβαση της λιτότητας, να αμφισβητήσουν τις αριστερές αντισυστημικές του προθέσεις. Το 62% που συγκέντρωσε το «Οχι» στο δημοψήφισμα είχε ταχθεί αναφανδόν εναντίον της πρότασης Γιούνκερ, ενώ το 38% την υποστήριζε με φανατισμό, έστω ως… «μένουμε Ευρώπη», και αυτό αποτέλεσε τον βασικό κορμό της εκλογικής καταγραφής της Νέας Δημοκρατίας σήμερα. Από το 62% του δημοψηφίσματος και το 35,45% του Σεπτέμβρη 2015, στον ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε το 32%, χωρίς το υπόλοιπο κομμάτι του να μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα κάποιος ότι έχει αποδεχτεί την κατάσταση λιτότητας στην οποία έχει περιέλθει.
Η Νέα Δημοκρατία, έχοντας κληρονομήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ το τέλος των μνημονιακών προγραμμάτων, το μαξιλαράκι των 37 δισεκατομμυρίων και έναν δημοσιονομικό χώρο από το φορολογικό και ασφαλιστικό σχέδιο που εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει την άνεση να εμφανίζεται με διορθωτικές κινήσεις και να μην ξεδιπλώνει –προς το παρόν τουλάχιστον– όλο το βαρύ νεοφιλελεύθερο οπλοστάσιό της.
Δεν πιέζεται δηλαδή, άμεσα, να προχωρήσει σε δραστική περαιτέρω λιτότητα και νέα μείωση του κόστους εργασίας. Υπηρετεί προσεκτικά και με κινήσεις «μικροχειρουργικών» περικοπών τη νεοφιλελεύθερη προσταγή για την εξασφάλιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, ελπίζοντας πως έτσι θα δημιουργήσει τους όρους και για το δεύτερο βήμα, που είναι η μεγαλύτερη ανάπτυξη, η οποία όμως είναι αμφίβολη, μιας και εξαρτάται από μια σειρά παραμέτρων, τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών.
Αντίθετα, στον άξονα της ασφάλειας, που πυροδοτείται και εξαρτάται πάρα πολύ από τις εξελίξεις στο προσφυγικό αλλά και από την οργάνωση ενός αστυνομικού κράτους, που δεν προκύπτει εύκολα και έτσι παραμένει μόνο στα επικοινωνιακά τρικ των Εξαρχείων και των καταλήψεων, δεν είναι βέβαιο ότι θα φέρει αποτελέσματα, πέρα από τη δύναμη και την εμβέλεια των ΜΜΕ να ρυθμίζουν τη μέση κοινωνική συνείδηση. «Βατερλό» επίσης, το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Πλην όμως, η αποτυχία και στα δύο ενισχύει προς το παρόν την προς τα δεξιότερα μετατόπιση.
Στο πολιτικό επίπεδο, η Ν.Δ., με την κουτσουρεμένη και ιδιοτελή Συνταγματική Αναθεώρηση, τη συναινετική εκλογή της Προέδρου της Δημοκρατίας, το εκλογικό δικαίωμα του απόδημου Ελληνισμού, την ψήφιση του εκλογικού της νόμου χωρίς πολλές αναταράξεις, και τη διαφαινόμενη συναίνεση στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής λόγω του «εθνικού κινδύνου», δεν προοιωνίζεται ότι θα διαμορφωθούν εύκολα οι όροι για ένα αντι-δεξιό ρεύμα κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας, χωρίς ένα αξιόπιστο κοινωνικό εναλλακτικό όραμα.
Το ενδεχόμενο η Ν.Δ. να υποχρεωθεί σύντομα να αποκαλυφθεί ως η κύρια δύναμη του κεφαλαίου με αντιλαϊκά χαρακτηριστικά, αναιρώντας το προεκλογικό της αφήγημα, οδηγεί στην πιθανότητα-υποψία, ότι η Ν.Δ. θα προχωρήσει σύντομα σε εκλογές, για να μην απολέσει το προβάδισμα που της εξασφαλίζει η περίοδος χάριτος μετά τις πρόσφατες εκλογές. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από ένα πιθανό ενδεχόμενο, άρα ρευστό, άρα μεταβατικό και επομένως μη προνομιακό πεδίο για εμάς.
Η συνεχιζόμενη επομένως ρευστότητα μας προκαλεί και μας υποχρεώνει, με γενναιότητα, να κοιτάξουμε στα μάτια την πραγματικότητα. Αν και βέβαια έχουν δρομολογηθεί και σωστά εξωστρεφείς δράσεις, εντούτοις η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, προς το παρόν, επικεντρώνεται και στην προσπάθεια ανασυγκρότησης και διεύρυνσης της κομματικής μας βάσης. Ομως, η αναζήτηση της χαμένης αθωότητάς μας, δηλαδή της αριστερής ταυτότητάς μας, έχει να κάνει κυρίως με τον πολιτικό προσανατολισμό που θα ακολουθήσουμε.
Οι διαφορετικές ιεραρχήσεις στο εσωτερικό μας, αντί να στρέφονται στους τρόπους και στις μεθόδους για να ανακτήσουμε την πλήρη αξιοπιστία στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων για την αριστερή ταυτότητά μας, αντί να επικεντρωθεί στη διατύπωση ενός πολιτικού προγράμματος που βάσιμα και αξιόπιστα θα περικλείει την προοπτική ακύρωσης των συνεπειών των μνημονιακών πολιτικών, χάνουμε χρόνο επικεντρώνοντας στα οργανωτικά.
Η ανάγκη σε αυτή την προοπτική, κυρίως πρέπει να υπηρετηθεί με τη διαμόρφωση ενός οικονομικού σχεδίου, με δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα καταλήγει στην ανάληψη αναλογικότερου βάρους από τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους, με στόχο τη διαμόρφωση ευρύτερου δημοσιονομικού χώρου για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής και στην πρόνοια και στην παιδεία και στην υγεία, με ενίσχυση του εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης, των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων. Δηλαδή, για να αποκτήσει επιτέλους η ελληνική κοινωνία κοινωνικό κράτος.
Το αντι-δεξιό μέτωπο, εάν πράγματι συγκροτηθεί, θα φανεί στην πορεία, χωρίς να είναι δυνατόν να το προεξοφλήσουμε από τώρα, όσο κι αν το επιθυμούμε. Σε κάθε περίπτωση όμως, το αντι-δεξιό μέτωπο πάει μαζί με ένα απαιτητικό μέτωπο αποκατάστασης και διεύρυνσης κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.
Στο σημερινό πολιτικό τοπίο, δεν υπάρχουν εμπράγματες απαντήσεις εναλλακτικής διακυβέρνησης έξω από εμάς. Ο ΣΥΡΙΖΑ κρατάει το κλειδί για το αν θα συνεχιστεί η πολιτική ρευστότητα, με στοχεύσεις τη σταθερή αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών υπέρ της κοινωνίας και της δημοκρατίας, δηλαδή με στοχεύσεις που θα αλλάζουν τα δεδομένα, ή με στοχεύσεις όπου το πολιτικό σύστημα θα ισορροπήσει, σε δίπολα της παλιάς εποχής, που δεν πρέπει να μας ενδιαφέρουν.
Η Τασία Χριστοδουλοπούλου είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, πρ. αντιπρόεδρος της Βουλής
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών