«Στην ουσία, ποτέ δεν έφυγα από το θέατρο», επιμένει, καθώς «ο τρόπος που αντιμετώπιζα το τραγούδι ήταν ο τρόπος που ένας ηθοποιός αντιμετωπίζει έναν μονόλογο. Δεν έπαψα ποτέ να είμαι θεατρίνα».
Από τους καλλιτέχνες με μακρά, συνεπή και δημιουργική διαδρομή, με το πάθος, το βαθύ αίσθημα και τη λυγμική της φωνή να αφήνουν το αποτύπωμά τους στις ερμηνείες της, η Τάνια Τσανακλίδου δημιούργησε για δεκαετίες το δικό της, φανατικό κοινό, που την ακολουθούσε με πίστη και αγάπη σε συναυλίες, πίστες, σκηνές και θέατρα, όπου πρόσφατα επέστρεψε, πρωταγωνιστώντας στο έργο του Κόλιν Χίγκινς «Χάρολντ και Μοντ», στο θέατρο «Νέος Ακάδημος».
«Στην ουσία, ποτέ δεν έφυγα από το θέατρο», επιμένει, καθώς «ο τρόπος που αντιμετώπιζα το τραγούδι ήταν ο τρόπος που ένας ηθοποιός αντιμετωπίζει έναν μονόλογο. Δεν έπαψα ποτέ να είμαι θεατρίνα».
Όταν τη βλέπεις στη σκηνή, είναι φανερή η παράφορη χαρά ενός παιδιού που παίζει. «Έτσι βλέπω το θέατρο. Με το που πατάω το πόδι μου στη σκηνή, σαν να συνδέομαι σε μια πηγή τρομακτικής ενέργειας. Ζωντανεύω. Και δεν καταλαβαίνω πώς τα τελευταία χρόνια, που αποφάσισα να μην δουλεύω, απομάκρυνα τον εαυτό μου από τη σκηνή. Γι’ αυτό πάχυνα κιόλας. Και βάρυνα. Γιατί σταμάτησα να πατάω τη σκηνή τόσο συχνά όσο ενδεχομένως το έχω ανάγκη. Στην ουσία, από την τέχνη παίρνουμε αυτό που μας παρηγορεί, αυτό που μας μοιάζει. Λέει κάτι που έχουμε μέσα μας θολό και αχαρτογράφητο.
Το βλέπω τώρα παίζοντας τη Μοντ. Αυτός ο ρόλος με θεραπεύει. Έχουμε πάρα πολλά κοινά με αυτόν τον χαρακτήρα. Μόνο που αυτή είναι πιο εξελιγμένη από μένα. Είναι καλύτερη. Κι εγώ βρήκα μέσα μου όση καλοσύνη και κατανόηση μπορούσα να έχω. Η Μοντ είναι ένας άνεμος ελευθερίας και χαράς της ζωής, είναι σαν θύελλα. Ο κόσμος φεύγει από την παράσταση με κουράγιο.
Είμαι και πολύ τυχερή που συναντήθηκα με τον Θανάση Τσαλταμπάση, αυτό το πλάσμα που με έκανε να αγαπήσω ξανά τους ανθρώπους. Δεν είναι μόνο το ταλέντο του, είναι η ευαισθησία του, αυτό το ήθος που μη σου πω ότι δεν το έχω ξανασυναντήσει τόσα χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά στο θέατρο και το τραγούδι»
«Πήγα στην πρώτη μου διαδήλωση 12 ετών»
Γεννημένη στη Δράμα και με καταγωγή από το Πλοέστι της Ρουμανίας και την Ανατολική Ρωμυλία και Θράκη, η Τάνια Τσανακλίδου έζησε για λίγο στη Ξάνθη αλλά πολύ νωρίς βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, από όπου έφυγε σε ηλικία 21 ετών με το δίπλωμα της ηθοποιού στο χέρι και αφήνοντας στη μέση τις σπουδές της Αρχαιολογίας. «Ξεκίνησα με το παιδικό θέατρο της Μαίρης Ζωύδου σε ηλικία 8 ετών και στα 10 έπαιζα στο ‘Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε’ στον θίασο Μυράτ – Ζουμπουλάκη. Εκεί μαγεύτηκα από τους αριστουργηματικούς ηθοποιούς και τη μουσική του Χατζιδάκι. Υπήρξα ένα πολύ ζωηρό παιδί, με τα παιχνίδια στις αλάνες και τις αλητείες, αλλά διάβαζα σαν παλαβή. Σαν να μην μου έφτανε η ζωή που ζούσα και ήθελα και μιαν άλλη».
Προερχόμενη από δημοκρατική οικογένεια υπήρξε από πολύ νωρίς ένας απόλυτα συνειδητοποιημένος πολίτης.
«Πήγα στην πρώτη μου διαδήλωση σε ηλικία 12 ετών. Ήταν η εποχή που πλακώνονταν οι Λαμπράκηδες με τους τύπους της ΕΡE. Από τη δημοκρατική μου καταγωγή απουσίασαν τα βύσματα για να μας βολέψουν κάπου και, έχοντας γονείς με ελεύθερο πνεύμα και σχεδόν μποέμικη διάθεση, ταλαιπωρηθήκαμε οικονομικά, αφού όσα βγάζαμε τα τρώγαμε αμέσως, κάτι που το χαίρομαι, γιατί δεν είμαστε μίζεροι, κανένα από τα πέντε αδέρφια. Όλοι έχουμε κάκιστη, ελεεινή σχέση με το χρήμα. Έχουμε ζήσει πολλές ζωές κι έχουμε βιώσει βαθιές ηδονές και συγκινήσεις. Έχουμε μάθει να χαιρόμαστε το τίποτα. Έτσι μεγαλώσαμε».
«Σήμερα οι άνθρωποι δε συγκινούνται»
Με τον λυγμό, τον σπαραγμό και τα έντονα και ακραία πάθη να χαρακτηρίζουν τις ερμηνείες της, η Τάνια Τσανακλίδου δεν έκρυψε ποτέ την ευσυγκινησία της. «Τη δεκαετία του ’80 είχε γίνει της μόδας η μη συγκίνηση. Ξεκίνησε από συγκεκριμένα περιοδικά, δημοσιογράφους, κέντρα και εκδότες. Η λέξη που κυριαρχούσε ήταν cool, δηλαδή ωραίος αλλά με μια απόσταση απ’ τα πράγματα. Την είχα μισήσει αυτήν τη λέξη τότε. Όλους εμάς που ήμασταν ευσυγκίνητοι, μας ονόμασαν μελό. Και αυτό νομίζω ότι δεν ήταν τελικά τυχαίο. Φτάσαμε στη σημερινή περίοδο, όπου παγκοσμίως οι άνθρωποι δεν συγκινούνται. Και είναι τραγικό, γιατί δεν συγκινούνται ούτε στις ερωτικές τους σχέσεις ούτε όταν κάποιος πεθαίνει δίπλα τους.
Μέσα από την τέχνη μου έμαθα να μπαίνω στην ψυχή του άλλου και τότε φροντίζω να μην φοράω λασπωμένα παπούτσια.
Όταν λείπει η συγκίνηση, σπάει ο σύνδεσμος με τον διπλανό μας. Μπαίνουμε έτσι σε μια κοινωνία που στερείται εντελώς συναισθήματος».
«Οδεύουμε σε τρομακτικές δικτατορίες»
Ανήσυχη για το μέλλον του κόσμου, δεν διστάζει να πει πως «οδηγούμαστε σε μια παγκόσμια δικτατορία. Ο μισός πλανήτης είναι εξεγερμένος και οι κυβερνήσεις δεν πτοούνται. Η βία των δυνάμεων καταστολής είναι παντού αδιανόητη. Αποσιωπούνται οι ειδήσεις που είτε κάνουν έναν πολίτη να σκεφτεί είτε τον πληροφορούν για πράγματα από τα οποία κινδυνεύει. Δεν είναι ο μετανάστης κι ο λωποδυτάκος από τους οποίους κινδυνεύουμε. Κινδυνεύουμε από όσους μας κυβερνούν, από τις μεγάλες εταιρείες που χτίζουν, δηλητηριάζουν, σκοτώνουν, κάνουν σκλάβους τους εργαζόμενους.
Και δεν δέχομαι ότι το κακό είναι ανίκητο, υπάρχει πάντα ο ανθρώπινος παράγοντας που είναι αστάθμητος. Αυτό το ξέρει ο καπιταλισμός και γι’ αυτό φοβάται τόσο και για αυτό οργανώνεται τόσο πολύ. Ξέρουν ότι όσο στριμώχνεις τον άλλον στη γωνία, κάποια στιγμή θα χυμήξει, χωρίς να νοιάζεται για τη ζωή του, και θα σε ξεσκίσει. Όταν τα πράγματα είναι οριακά, μπορεί να ξεσπάσει άγρια. Και τι δεν είναι οριακό; Οι συντάξεις; Οι συμβάσεις εργασίας; Είναι μισθοί αυτοί που έναν ολόκληρο πληθυσμό τον καταδικάζουν στη φτώχεια και στην ανασφάλεια; Που σε λίγο στα νοσοκομεία θα πετάνε έξω όσους είναι ανασφάλιστοι για να πεθάνουν; Που οι καρκινοπαθείς δεν θα έχουν φάρμακα;
Βλέπω την οργή. Έχουμε στριμωχτεί, ο ζωτικός μας χώρος έχει ελαττωθεί κι όταν θα φτάσει να γίνει ασφυκτικός, ουαί κι αλίμονο σε αυτόν που θα βρεθεί μπροστά μας. Θα γίνουν τέρατα. Γιατί ο άνθρωπος είναι ένα άγριο θεριό άμα του στερήσεις τον ζωτικό του χώρο. Να ξέρουν λοιπόν αυτοί ότι οδηγούν την κοινωνία σε μια τρομακτική μελλοντική αγριότητα. Που δεν θα γλιτώσουν ούτε οι ίδιοι».
«Πρέπει να κλείσουν οι τηλεοράσεις»
Ανήσυχη και προβληματισμένη, αλλά και οργισμένη για τις πρόσφατες πολιτικές επιλογές του ελληνικού λαού, δηλώνει πως «οι τελευταίες εκλογές ήταν για μένα ένα χαστούκι που γύρισε ο κόσμος ανάποδα. Δεν το περίμενα ποτέ. Δεν περίμενα μέσα σε τέσσερα χρόνια να ξεχάσει ο κόσμος ποιος τον έφερε σε αυτήν τη δυστυχία. Δεν περίμενα ότι θα είχαν κάνει τέτοια βρομερή δουλειά τα ΜΜΕ λασπολογώντας και κατηγορώντας ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρα, που, αν μη τι άλλο, ήταν μια κυβέρνηση που δεν έκλεψε, δεν πήρε μίζες, συμπεριφέρθηκε με ήθος και συμπόνια απέναντι στις αδύναμες ομάδες. Ελπίζω σε μια μεγάλη, ωραία εξέγερση, η οποία δυστυχώς δεν θα είναι ούτε αναίμακτη ούτε πολιτισμένη. Θα είναι άγρια. Γιατί ελπίζω; Γιατί αυτός ο θάνατος που ζούμε κάθε μέρα, αυτή η αφαίμαξη όλης της ψυχικής υγείας και της πνευματικότητας, είναι χειρότερη. Οι τηλεοράσεις πρέπει να κλείσουν στα σπίτια των ανθρώπων, γιατί είναι μεγάλη καταστροφή, πρέπει να τελειώνουμε μαζί της, καθώς μας υπαγορεύει πώς να σκεφτόμαστε».
Τη συνέντευξη πήρε η Μάνια Ζούση
Πηγή: Η Αυγή