Ο δεξιός Ζακ Σιράκ, το 2006, “και ο υπ. Υγείας, Ξαβιέ Μπερτράν, ανακοίνωναν πως δεκάδες φάρμακα δεν θα συνταγογραφούνται πια από το κράτος, κι ανάμεσά τους πολλά για πεπτικές διαταραχές (…). Κι έτσι “σου κατέστρεψαν τα έντερα”.
O ομοϊδεάτης του, Νικολά Σαρκοζί και “ο συνεργός του Μαρτέν Χιρς σου τσάκισαν τη μέση”, πετσοκόβοντας τα κοινωνικά επιδόματα και αναγκάζοντας τους παρίες να κάνουν “εξαντλητικές δουλειές με ημιαπασχόληση, χειρωνακτικές, στη μεγάλη πόλη, σαράντα χιλιόμετρα από το σπίτι μας. Η βενζίνη για το καθημερινό πηγαινέλα θα σου κόστιζε 300 ευρώ το μήνα”.
Ο σοσιαλδημοκράτης Ολάντ πέρασε το “νόμο που διευκολύνει τις απολύσεις και επιτρέπει στις εταιρείες να υποχρεώνουν τους εργαζόμενους να κάνουν περισσότερες υπερωρίες τη βδομάδα, παραπάνω από αυτές που κάνουν ήδη”.
Και η κυβέρνηση Μακρόν αφαιρεί 5 ευρώ τον μήνα από τα επιδόματα και “διευκρινίζει πως 5 ευρώ δεν είναι τίποτα. Δεν ξέρουν. Προφέρουν αυτές τις εγκληματικές φράσεις επειδή δεν ξέρουν. Ο Εμμανουέλ Μακρόν σου πήρε το φαΐ μέσα απ’ το στόμα”.
“Ολάντ, Βαλς, Ελ Χορμί, Χιρς, Σαρκοζί, Μακρόν, Μπέρτραν, Σιράκ. Η ιστορία του πόνου σου έχει ονόματα. Η ιστορία της ζωής σου είναι η ιστορία αυτών των ανθρώπων που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον για να σε ρίξουν κάτω. Η ιστορία του σώματός σου είναι η ιστορία αυτών των ονομάτων που διαδέχθηκαν το ένα το άλλον για να σε τσακίσουν. Η ιστορία του σώματός σου κατηγορεί την πολιτική ιστορία”.
“…Για τους κυρίαρχους, η πολιτική είναι, συνήθως, ζήτημα αισθητικής: ένας τρόπος να σκέφτονται τον εαυτό τους, ένας τρόπος να βλέπουν τον κόσμο, να συγκροτούν το πρόσωπό τους. Για μας, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου…”: τούτος ο αργός θάνατος, καθότι στον μεταδημοκρατικό καπιταλισμό οι προλετάριοι μοιάζει να μην έχουνε ζωή, δεν αφορά τις ανώτερες τάξεις. Στην πολιτική πάππου προς πάππου, με φράγκα πάππου προς πάππου, σ΄ έναν κόσμο όλον δικό τους, αδιαφορούν για τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων διότι πάντα θα ‘χουν να πληρώνουν. Η δε φτωχολογιά, καθώς διαλαλούν, δεν έχει αυτοκίνητο και τρώει ρεβίθια και φασόλια που δεν επηρεάζονται απ’ αυτές.
Οι ευυπόληπτοι κληρονόμοι, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την πολιτική ως μια κατασκευή που αναπαράγει την εξουσία τους, που, δίχως τσίπα γαρ, όταν χαλαρώνουν, δείχνουν τι πραγματικά πιστεύουν για την πλέμπα, τον κοσμάκη που μετά βίας ανέχονται, έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου στο λαό: οι νόμοι που φτιάχνουν, σκοτώνουν. Αργά κι αθέατα μεν, αλλά σκοτώνουν.
Οι ελλειμματικές πολιτικές στην υγεία, με τους 100 θανάτους την ημέρα, ας πούμε, οι αλλαγές στα εργασιακά, τα χαμηλά μεροκάματα, δεν είναι θεωρία. Ούτε ιδεοληπτικές εμμονές που αφορούν το φαντασιακό. Είναι η συγκρότηση της ζωής των από κάτω, που αποβαίνει θανατηφόρα και καταστροφική. Διότι, και να ζήσουν, δεν αλλάζει η μοίρα τους: “ανάξιοι” από κούνιας, κομμένοι από παντού, πάντα θα βρίσκεται μια κόρη ή ένας γιος, να τους προσπερνά. Διότι “…οι κυρίαρχοι μπορεί να παραπονιούνται για μια αριστερή κυβέρνηση, μπορεί να παραπονιούνται για μια δεξιά κυβέρνηση, αλλά καμία κυβέρνηση δεν τους διαλύει ποτέ τα σωθικά, καμία κυβέρνηση δεν τους τσακίζει τη μέση…”: μπορεί να τους στερήσει ίσως καμιά εκπομπή στην κρατική τηλεόραση ή καμιά απευθείας ανάθεση σε φίλους, αλλά η πολιτική δεν αλλάζει τη ζωή τους. Ούτε, φυσικά, την απειλεί. Το “βίαιο σύνορο ανάμεσα σε κείνους που φοράνε κοστούμι και κείνους που φοράνε μπλουζάκι, τους κυρίαρχους και τους κυριαρχούμενους”, ένα σύνορο πόνου και ντροπής, θέλει ακόμα πολλές και μεγάλες μάχες, πολύ μόχθο κι άλλο τόσο αίμα για να καταπέσει.
Στην πρόταση/ερώτημα του τίτλου του μικρού, κατά κυριολεξία, πονήματος, “Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου” (εκδ. “αντίποδες”), ο Γάλλος συγγραφέας, Εντουάρ Λουί, δίνει σαφή απάντηση. Με ονοματεπώνυμα.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: arti news