Καμιά φορά τα πιο συνηθισμένα πράγματα είναι και τα πιο αξιοσημείωτα. Πολλοί Ευρωπαίοι σηκώνονται κάθε μέρα από ένα κρεβάτι με σεντόνια (βαμβακερά), κάνουν ένα γρήγορο ντους με σαπούνι (από φοινικέλαιο), ξεπλένονται με νερό από σωλήνες (χάλκινους), πίνουν ένα ρόφημα (καφέ ή τσάι), τρώνε δημητριακά (με ζάχαρη) ή μαρμελάδα, ίσως ένα σάντουιτς με τυρί και κρέας (από ζώο θρεμμένο με σόγια) και στη συνέχεια καβαλάνε ένα αμάξι (που καίει πετρέλαιο) για να πάνε στη δουλειά.
Μια τέτοια κανονική μέρα στη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρωπαίων -μια μέρα που ζούμε όλοι εδώ και χρόνια χωρίς να το πολυσκεφτόμαστε- οφείλεται όμως σε πλήθος θαυμάτων. Γιατί σχεδόν τίποτα απ’ όλα όσα κάνουν το πρωινό μας τόσο ευχάριστο δεν προέρχεται απ’ την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Το βαμβάκι θα καλλιεργήθηκε στην Κίνα, το λάδι θα ’ναι από φοίνικα από τη Μαλαισία και ο χαλκός θα εξορύχθηκε στο Κονγκό.
Ο καφές μπορεί να καλλιεργήθηκε στην Κένυα, το τσάι στην Ινδία, η ζάχαρη στην Κούβα και η σόγια στη Βραζιλία, ενώ το πετρέλαιο μπορεί ν’ αντλήθηκε από την άμμο της Σαουδικής Αραβίας.
Για τους πιο πολλούς από μας αυτά τα πράγματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας: μας συντηρούν, μας βολεύουν, μπορεί ν’ αποτελούν και μέρος της ταυτότητάς μας ως «λάτρη του καφέ», ως «ανθρώπου της μόδας», ως «Ελληνα».
Αυτά τα πράγματα όμως είναι και εμπορεύματα. Παράγονται από αγρότες, χαλκωρύχους και εργάτες σε εργοστάσια, και αγοράζονται και πωλούνται από εταιρείες και χρηματιστές σε παγκόσμιες αγορές που αποτελούν τη βάση της σύγχρονης οικονομίας και του τρόπου ζωής μας.
Περνώντας τα σύνορα της κάθε χώρας, τα εμπορεύματα συνδέουν ανθρώπους και τόπους ανά τον κόσμο, αν και οι συνδέσεις παραμένουν συχνά αόρατες. Και έτσι όπως η καλλιέργεια, η εξόρυξη και η επεξεργασία των εμπορευμάτων συνήθως γίνεται μακριά από το σημείο κατανάλωσης, οι συχνά καταστροφικές οικολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις της παραγωγής τους πραγματοποιούνται επίσης σε απόσταση.
Οι Ευρωπαίοι γενικά δεν αντιλαμβάνονται τις συνέπειες της κατανάλωσής τους.
Αυτοί που διαμορφώνουν τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν αρχίσει ν΄ ανησυχούν.
Δύο πρόσφατες μελέτες απ’ τις Βρυξέλλες -μια μελέτη σκοπιμότητας για τα ευρωπαϊκά μέτρα κατά της παγκόσμιας αποδάσωσης και μια άλλη για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κατανάλωσης του φοινικέλαιου- καταδεικνύουν τις καταστροφικές συνέπειες παγκοσμίως της χρήσης φυσικών πόρων στην Ευρώπη.
Οι μελέτες παροτρύνουν την Ευρωπαϊκή Ενωση ν’ αναλογιστεί το παγκόσμιο οικολογικό της αποτύπωμα, συμπεριλαμβανομένων και των επιπτώσεων σε μέρη που έχουν μεταμορφωθεί για να ικανοποιούν την πείνα της Ευρώπης για φυσικούς πόρους.
Η «αυλή» της ευρωπαϊκής κατανάλωσης, λένε, είναι παγκόσμια. Και όντως έτσι είναι.
Είναι σημαντικό να δημοσιοποιείται το θέμα της γεωγραφίας των φυσικών πόρων στο ευρύ κοινό και στους πολιτικούς κύκλους, όπως γίνεται με τέτοιες μελέτες.
Το θέμα όμως δεν τελειώνει με τις επιπτώσεις του φοικινέλαιου και της σόγιας στην αποδάσωση, την απώλεια της βιοποικιλότητας και την έκλυση αερίων του θερμοκηπίου. Οι συνέπειες της κατανάλωσης φυσικών πόρων στην Ευρώπη είναι πολύ ευρύτερες.
Και η ευρωπαϊκή αντίληψη της «αειφόρου ανάπτυξης» ή της «βιωσιμότητας» δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στη μακρά ιστορία της οικολογικής λεηλασίας και της βαθιάς κοινωνικής ανισότητας στην οποία στηρίζεται η κατανάλωση πόρων και η ανάπτυξη της Ευρώπης.
Οι μελέτες αυτές μάλιστα -και η γενικότερη δημόσια συζήτηση για το φοινικέλαιο ή τη σόγια- καταδεικνύουν ότι βρισκόμαστε σ’ ένα νέο και πρωτοφανές στάδιο όπου η ανάπτυξη έχει πάψει να είναι βιώσιμη.
Η κατανάλωση αμέτρητων ποσοτήτων φυσικών πόρων μη ευρωπαϊκής προέλευσης είναι όμως παλιά ιστορία τουλάχιστον 500 χρόνων και έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην οικονομική άνοδο της Ευρώπης.
Ο διακεκριμένος ιστορικός Κένεθ Πόμερανζ υποστηρίζει ότι η εξαιρετική ικανότητα της Ευρώπης ν’ αντλεί και να καταναλώνει φυσικούς πόρους από άλλα μέρη του κόσμου υπήρξε το καθοριστικό στοιχείο για τη «Μεγάλη Απόκλιση» του 19ου αιώνα, κατά την οποία η Δ. Ευρώπη (και κάποια μέρη της Β. Αμερικής) έγιναν υπερβολικά πλούσια, ενώ τα πιο πολλά άλλα μέρη -εκείνα που τροφοδότησαν τον ευρωπαϊκό πλούτο- παρέμειναν φτωχά.
Ο Πόμερανζ δεν έχει άδικο. Από τις αρχές της ευρωπαϊκής επέκτασης έχουν κυλήσει τεράστια ποτάμια φυσικών πόρων από την αμερικανική ήπειρο, την Αφρική και την Ασία προς τα λιμάνια της Ευρώπης.
Πρώτα ήρθαν τα ποτάμια της ζάχαρης που καλλιεργούνταν από σκλαβωμένους εργάτες στην Καραϊβική. Μετά ήρθε το βαμβάκι που τροφοδότησε τη βιομηχανική επανάσταση της Ευρώπης, καλλιεργούμενο σε γη που είχε παρθεί από τους ιθαγενείς και που τη δούλευαν υποδουλωμένοι Αφρικανοί σε φυτείες του Νότου των ΗΠΑ. Μέσα από τη Βρετανική και την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών ακολούθησε ο καφές, επίσης καλλιεργούμενος αρχικά από σκλάβους.
Ηρθε το τσάι από φυτείες στην Ινδία με καταπιεστικά καθεστώτα εργασίας. Ηρθε ο χαλκός από το Βελγικό Κονγκό όπου οι εργάτες εξαναγκάζονταν με όπλα να μπαίνουν στα ορυχεία. Πιο πρόσφατα οργώθηκαν τα τροπικά δάση και οι πεδιάδες της Βραζιλίας για την καλλιέργεια σόγιας και την εκτροφή ζώων.
Σήμερα φτάνει το φοινικέλαιο από φυτείες στην Ινδονησία και τη Μαλαισία που βασίζονται στην εργασία μεταναστών, την υποχρεωτική εργασία για την αποπληρωμή οικογενειακού χρέους, την παιδική και την καταναγκαστική εργασία, ενώ καταστρέφουν τεράστιες δασικές περιοχές και δουλειές στην τοπική οικονομία.
Το δε πετρέλαιο εξορύσσεται από μερικά από τα πιο αυταρχικά καθεστώτα του κόσμου, παρέχοντας ενέργεια για τη διεθνή διακίνηση των εμπορευμάτων και για τη βία, την καταστολή και τον πόλεμο στα σημεία εξόρυξης.
Οι τόποι και οι μορφές παραγωγής των εμπορευμάτων έχουν αλλάξει με τον χρόνο, ενώ τα κέντρα κατανάλωσης έχουν παραμείνει στην Ευρώπη, τη Β. Αμερική και πολύ πρόσφατα την Κίνα.
Οι κοινωνικοί επιστήμονες ονομάζουν το φαινόμενο αυτό «διεύρυνση της έκτασης των εμπορευμάτων».
Χαρτογραφώντας την εξάπλωσή τους ανά τον πλανήτη από το 1500, έχουν διαπιστώσει ότι η γεωγραφική έκταση στην οποία μετακινούνται τα εμπορεύματα δεν είναι σταθερή ούτε ουδέτερη, αλλά μετατοπίζεται συνεχώς εξαιτίας της αναζήτησης, από ένα κεφάλαιο που έρχεται απέξω, για νέους «παρθένους» πόρους και αγορές, δημιουργώντας συνεχώς νέους κόσμους, εκτοπίζοντας ντόπιους πληθυσμούς και ανατρέποντας οικοσυστήματα.
Ας εξετάσουμε σύντομα τη γεωγραφική έκταση ενός από τα παλιότερα εμπορεύματα τέτοιου είδους της Ευρώπης, της ζάχαρης.
Πρωτοκαλλιεργήθηκε στα νησιά της Μεσογείου, τον 15ο αιώνα μεταφέρθηκε η παραγωγή της σε νησιά στ’ ανοιχτά της Αφρικής και έπειτα διέσχισε τον Ατλαντικό για να καλλιεργηθεί στις νέες ευρωπαϊκές αποικίες στην Καραϊβική.
Οι Ευρωπαίοι κατέλαβαν τεράστια εδάφη στο εξωτερικό, σκότωσαν ή απομάκρυναν τους ντόπιους και μετέφεραν εκατομμύρια ανθρώπους από τις δυτικές ακτές της Αφρικής για να κόψουν τα δάση σε μέρη όπως ο Αγιος Δομίνικος, οι Δανικές Δυτικές Ινδίες και η Κούβα και να τα μετατρέψουν σε φυτείες ζαχαροκάλαμου.
Η πιο ακραία εκδοχή πραγματοποιήθηκε στο μικρό νησί του Μπαρμπάντος. Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα Αγγλοι και Ολλανδοί έμποροι -με εργασία σκλάβων- είχαν μεταμορφώσει το νησί σε χωράφια ζαχαροκάλαμου, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να εισάγονται σχεδόν όλα τα τρόφιμα. Οι περισσότεροι από τους σκλαβωμένους Αφρικανούς πέθαναν από τις απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς.
Και όταν επαναστατούσαν οι σκλάβοι, τεμαχίζονταν, καίγονταν ζωντανοί ή εκθέτονταν δημόσια σε σιδερένια κλουβιά όπου αργοπέθαιναν απ’ την πείνα μπροστά στην οικογένειά τους.
Την ίδια στιγμή γνωστοί εμπορικοί οίκοι και τράπεζες στην Ευρώπη συσσώρευαν μυθικά ποσά από την παραγωγή ζάχαρης με την εργασία των σκλάβων.
Αυτό το οικοδόμημα της ζάχαρης κλονίστηκε στα τέλη του 18ου και τον 19ο αιώνα. Το σύστημα εργασίας στο οποίο βασιζόταν -η δουλεία- άρχισε ν’ αντιμετωπίζει ολοένα και πιο έντονη αντίσταση και σε κάποια μέρη στέρεψε και η οικολογική του βάση.
Ως αποτέλεσμα της κρίσης διευρύνθηκαν τα σύνορα της ζάχαρης κι αυτή άρχισε να παράγεται σε μέρη όπως τα νησιά Φίτζι και ο Μαυρίκιος, όπου κυρίως Ινδοί και Κινέζοι εργάτες υποχρεώνονταν από εκμεταλλευτικά συμβόλαια σε εξαναγκαστική εργασία υπό συνθήκες όμοιες με τη δουλεία.
Το παράδειγμα της ζάχαρης δείχνει ότι η άνοδος του βιομηχανικού καπιταλισμού στην Ευρώπη -που τόσο επαινείται για την προσήλωσή του στα δικαιώματα της ιδιοκτησίας- προκάλεσε τεράστια κύματα υφαρπαγής σε όλο τον κόσμο. Και η παγκόσμια επέκταση του καπιταλισμού -που δοξάζεται για την ικανότητά του ν’ αυξάνει την ανθρώπινη ελευθερία- συμβάδισε με τον απόλυτο καταναγκασμό.
Αν και δεν αναγνωρίζεται στις μελέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αναφέραμε, αυτό ισχύει και για τη σύγχρονη εξάπλωση της γεωγραφικής έκτασης των εμπορευμάτων.
Σήμερα οι μεγάλες εταιρείες -όχι πια οι γαιοκτήμονες και οι έμποροι- έχουν εμφανιστεί ως οι βασικοί συντονιστές της διεύρυνσης της έκτασης αυτής, συνεργαζόμενες με κυβερνήσεις, τράπεζες, διεθνείς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς και χρηματικούς και φιλανθρωπικούς οργανισμούς.
Αν και η γεωγραφική έκταση των εμπορευμάτων είναι πολύ παλιά, υπάρχει και κάτι καινούργιο: οι παγκόσμιες συνέπειες των όσων τρώμε, χρησιμοποιούμε και χρειαζόμαστε είναι πια ολοένα και πιο φανερές στο ευρύ κοινό.
Ανταποκρινόμενοι σ’ αυτή την πρόκληση, οργανισμοί όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση θέλουν να κάνουν την πλέον φανερή «αυλή» της ευρωπαϊκής κατανάλωσης φυσικών πόρων πιο «βιώσιμη».
Δεν φτάνει όμως ν΄αναπτύσσονται «βιώσιμες» αλυσίδες εμπορευμάτων όπου οι εταιρείες υιοθετούν προαιρετικές κατευθυντήριες γραμμές για να παράγουν (συνήθως πιο ακριβά) εμπορεύματα.
Ούτε αρκεί να επενδύουμε όλες τις ελπίδες μας για ένα καλύτερο αύριο στις ατομικές επιλογές του Ευρωπαίου καταναλωτή.
Πρέπει αντίθετα να συνειδητοποιήσουμε το πώς σχετίζεται ο μη βιώσιμος χαρακτήρας της σύγχρονης οικονομίας με τη μακρά ιστορία της διεύρυνσης της έκτασης των εμπορευμάτων: να καταλάβουμε πώς απορρέει το σήμερα από το χθες, αλλά και πώς στο σήμερα μπορεί να εμπεριέχεται η ευκαιρία ν’ αλλάξουμε πορεία.
Μια αρχή είναι να κάνουμε πιο δυνατή τη φωνή των ανθρώπων που ζουν στα «απομακρυσμένα» μέρη τα οποία προμηθεύουν τους ευρωπαϊκούς τρόπους ζωής και τις ευρωπαϊκές αγορές.
Οι χωρικοί στην Μπουρκίνα Φάσο εναντιώνονται στους γενετικά τροποποιημένους σπόρους της Monsanto και κερδίζουν τη μάχη. Οι ιθαγενείς στο Περού πιέζουν για πιο σκληρούς περιορισμούς στις εταιρείες εξόρυξης χαλκού.
Κοινότητες που ζουν μέσα στα τοξικά εντόσθια της βιομηχανίας και της βιομηχανικής γεωργίας ανά τον κόσμο αγωνίζονται για την «περιβαλλοντική δικαιοσύνη».
Ανθρωποι παντού οργανώνονται, καινοτομούν και χρησιμοποιούν νομικά εργαλεία για να καθιστούν τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις υπόλογες για τις πράξεις τους.
Ακούγοντας τη φωνή των ανθρώπων αυτών -τον αγώνα τους, τις συνθήκες ζωής τους, τα οράματά τους για το μέλλον- η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε να χτίσει πραγματικά αντιπροσωπευτικές και μακροπρόθεσμες λύσεις στα παγκόσμια προβλήματά μας.
Για ένα μέλλον με βιώσιμες συνθήκες και αξιοπρεπή ζωή για όλους, όχι μόνο για όσους έχουν την τύχη ν’ αρχίζουν την κάθε μέρα απολαμβάνοντας τους καρπούς των αιώνων ευρωπαϊκής επέκτασης ανά την υφήλιο.
Ο Σβεν Μπέκερτ είναι καθηγητής Αμερικανικής Ιστορίας και διευθυντής του προγράμματος Μελέτης του Καπιταλισμού στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ (ΗΠΑ). Το βιβλίο του «Η αυτοκρατορία του βαμβακιού: μια παγκόσμια ιστορία» μεταφράζεται και θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Η Μίντι Σνάιντερ είναι επίκουρος καθηγήτρια Αγροτικών, Διατροφικών και Περιβαλλοντικών Σπουδών στο Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικών Μελετών της Χάγης (Ολλανδία), ειδικευμένη σε θέματα παγκόσμιας διατροφικής πολιτικής.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών